Του Βασίλη Μυρλίδη,
Ένα αναπτυγμένο κράτος πρέπει εξ’ ορισμού να έχει και ανεπτυγμένο πρωτογενή τομέα. Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει όλα τα χαρακτηριστικά για να αναπτύξει τρομερά τον αγροτικό τομέα της. Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις επαρκούν για την παραγωγή προϊόντων, τα οποία καλύπτουν μέρος της εγχωρίας ζήτησης, αλλά και εξάγονται στο εξωτερικό. Οι εδαφοκλιματικές συνθήκες του τόπου συντελούν στη δημιουργία γευστικών προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας, που υπό συνθήκες έχουν αντιοξειδωτικές και θεραπευτικές ιδιότητες.
Ένας από τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η κοινή αγροτική πολιτική – «Κ.Α.Π.». Η Κ.Α.Π. έχει ως σκοπό την ανάπτυξη της παραγωγής, τη δημιουργία ασφαλέστερων και καλύτερων προϊόντων και την παροχή ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης στους ευρωπαίους αγρότες. Ο ελληνικός πρωτογενής τομέας, καθώς και οι κλάδοι που συνδέονται με αυτόν παράγουν ένα σεβαστό μέρος από το Α.Ε.Π. της Ελλάδος. Παρόλο αυτά, η απόδοση του τομέα –κατά γενική ομολογία– απέχει από τις πραγματικές του δυνατότητες.
Λένε πως χωρίς δεδομένα είσαι ακόμα ένας άνθρωπος με μία άποψη. Έτσι, σε αυτό το άρθρο θα δούμε στατιστικά στοιχεία για τον πρωτογενή τομέα από την ευρωπαϊκή βάση δεδομένων της “Eurostat”. Δεδομένα που συλλέγονται για τον έλεγχο των στόχων που τίθενται, καθώς και της πορείας του πρωτογενή τομέα κάθε ευρωπαϊκής χώρας.
Αρχικά, εξετάζεται η αγροτική παραγωγή σε πραγματικές τιμές (€) για το 2022. Η συνολική αγροτική παραγωγή (ζωική και φυτική) για τις 27 χώρες της Ε.Ε. ανέρχεται σε €480 δις. Η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή είναι η Γαλλία με €87,6 δις. Ακολουθεί η Ιταλία και η Γερμανία με €66 δις και €62,8 δις αντίστοιχα. Η Ελλάδα με παραγωγή €13,2 δις βρίσκεται στην 8η θέση, πίσω από τη Ρουμανία (€17,2 δις) και μπροστά από τη Δανία (€12,5 δις).
Στη συνέχεια εξετάζεται το εισόδημα του κλάδου. Η Eurostat υπολογίζει 3 δείκτες σχετικά με το αγροτικό εισόδημα: Δείκτης Α) το πραγματικό εισόδημα των παραγόντων στη γεωργία ανά ετήσια μονάδα εργασίας (ο δείκτης αυτός αντιστοιχεί στην πραγματική καθαρή προστιθέμενη αξία μείον το κόστος των συντελεστών παραγωγής της γεωργίας, υπολογίζοντας τις επιδοτήσεις και τους φόρους). Δείκτης Β) το πραγματικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει από τη μεταποίηση (γεωργική επιχειρηματική δραστηριότητα) και δείκτης Γ) το καθαρό επιχειρηματικό εισόδημα της γεωργίας. Ο δείκτης είναι υπολογισμένος στο 100 για το 2015 και κάθε αυξομείωση της τιμής στα επόμενα έτη, δείχνει την ποσοστιαία διαφορά, αρνητική ή θετική.
Όπως γίνεται σαφές από το διάγραμμα, το εισόδημα των παραγωγών, της μεταποίησης και της επιχειρηματικής δραστηριότητας αυξήθηκε. Με τον δείκτη Α (εισόδημα των παραγόντων) να έχει αύξηση 61,3%, τον δείκτη Β (εισόδημα γεωργικής επιχειρηματικής δραστηριότητας) να έχει αύξηση 51,3% και τον δείκτη Γ (επιχειρηματικό εισόδημα) να έχει αύξηση 13,3%. Από την άλλη, σε σχέση με τους δείκτες του ευρωπαϊκού συνολικού εισοδήματος: Ο ελληνικός δείκτης Α για το 2022 είναι μεγαλύτερος κατά 7,75% περισσότερο από τον συνολικό ευρωπαϊκό (και οι δύο είναι με βάση το 2015=100). Ο ελληνικός δείκτης Β είναι μειωμένος κατά 4,44% και ο δείκτης Γ είναι κατά 15,34% μειωμένος σε σχέση με τον ευρωπαϊκό.
Γίνεται σαφές, λοιπόν, πως η παραγωγή αγροδιατροφικών προϊόντων και τα εισοδήματα από την πώληση αυτών στην Ελλάδα δεν είναι και στο χειρότερο επίπεδο. Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να βελτιωθεί. Ένα ισχυρό ανεπτυγμένο κράτος πρέπει να έχει έναν ισχυρό πρωτογενή τομέα. Από τη στιγμή που υπάρχει η δυνατότητα, αλλά και το κίνητρο από τους πολίτες, όλα είναι εφικτά. Το απαραίτητο συστατικό, βέβαια, για την ανάπτυξη είναι οι σωστές πολιτικές. Οι Έλληνες παραγωγοί και επιχειρηματίες πρέπει να στηριχθούν από το κράτος –με αυτό να αναλαμβάνει το ρίσκο που αυτοί δεν είναι εφικτό να αντέξουν. Ακόμα, οι τρόποι και τα μέσα παραγωγής πρέπει να φτάσουν τον εξελιγμένο κόσμο του 2023 και τέλος η επιχειρηματική δραστηριότητα καιρός είναι να περάσει σε άλλο επίπεδο, ώστε τα ελληνικά προϊόντα να πάρουν το μέρος που τους αξίζει στην παγκόσμια αγορά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Βάση δεδομένων Eurostat, διαθέσιμο εδώ