Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Αριστείδης Στεργιάδης, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που συνέδεσε όσο λίγοι άνθρωποι το όνομά του με τη Σμύρνη, σε μια από τις πιο κρίσιμες περιόδους για την Ιστορία της πόλης. Έχουν χυθεί τόνοι μελανιού για τα έργα και τις ημέρες του ενόσω ήταν Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης, το διάστημα 1919-1922, ο πρώτος και συνάμα ο τελευταίος που υπηρέτησε σε αυτήν τη θέση. Τι από αυτά ισχύει, όμως, στην πραγματικότητα και τι ήταν αποτέλεσμα του μύθου;
Με βάση, λοιπόν, τη δράση του Στεργιάδη, το κρίσιμο διάστημα του Αυγούστου του 1922, ο Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης ερευνά τις γνωστές σε εμάς πηγές της εποχής. Παράλληλα, ωστόσο, αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι προβαίνει και στην παρουσίαση ανέκδοτου αρχειακού υλικού, αλλά και εγγράφων με πλούσιες πληροφορίες και δεδομένα, καθώς, επίσης, και μέρος από την αλληλογραφία του Αρμοστή με τις ελληνικές κυβερνήσεις, πτυχές άγνωστες μέχρι σήμερα στο κοινό, που αναλύονται, όμως, με κατανοητό τρόπο. Το βιβλίο αυτό, που τιτλοφορείται Οι τελευταίες ημέρες του Αρμοστή. Ο Αριστείδης Στεργιάδης και ο Αύγουστος του 1922 κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Οξύ.
Ξεκινώντας κάνεις να διαβάζει το πόνημα αυτό, συναντά μια σταχυολόγηση των όσων έλαβαν χώρα εκείνο το διάστημα, μέσα από μια ιστορική ανασκόπηση, πιάνοντας, έτσι, το νήμα των γεγονότων. Βλέπουμε να περιγράφονται οι διπλωματικές προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης για ανάκτηση της εμπιστοσύνης των Συμμάχων, την κατάσταση του μετώπου και τη δεινή θέση της Ελλάδας απέναντι στα υπερμεγέθη προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει.
Έπειτα, περιγράφεται με γλαφυρό τρόπο η προσπάθεια διατήρησης του μετώπου, κάτι το οποίο δεν κατέστη εφικτό, αφού οι κεμαλικές δυνάμεις προέβησαν σε αστραπιαία αντεπίθεση στις 13 Αυγούστου του 1922. Ο Ύπατος Αρμοστής, αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης, θορυβήθηκε και ζήτησε, δύο μέρες αργότερα, από το Επιτελείο της Στρατιάς να λαμβάνει τακτική ενημέρωση για την πορεία των εξελίξεων. Τελικά, η ανησυχία του Στεργιάδη φάνηκε βάσιμη και αφού πληροφόρησε την κυβέρνηση στην Αθήνα, πρότεινε να σταλούν στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις στη Σμύρνη για δύο βασικούς λόγους: την προστασία της πόλης και την αποφυγή ξεσηκωμού του τουρκικού πληθυσμού, κάτι που, όμως, δεν έγινε ποτέ. Μέσα από αυτές τις ενέργειες θεωρούσε πως θα καθυστερούσαν την επίθεση των κεμαλικών δυνάμεων και θα ανάγκαζαν εμμέσως τους Συμμάχους να παρέμβουν για τη διαφύλαξη της πόλης.
Όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας στις επόμενες σελίδες, ο Στεργιάδης, όταν συνειδητοποίησε πως οι παραπάνω συμβουλές δεν βρήκαν ευήκοα ώτα από την πλευρά της κυβέρνησης, πρότεινε κι άλλες λύσεις για τη διάσωση του πληθυσμού και της Σμύρνης. Το τηλεγράφημα που εστάλη στις 19 Αυγούστου είναι χαρακτηριστικό: «κυβέρνησις οφείλει κατά την γνώμην μου να επιχειρήσει διάβημα παρά Συμμάχοις περί λήψεως υπ’ αυτών μέτρων προς διάσωσιν ουχί ημετέρου Στρατού αλλά της Σμύρνης ήτις ασφαλώς θα καταστραφή και προς φρούρησιν ιδικών των υπηκόων και ιδικών των συμφερόντων». Τη φορά αυτή φαίνεται πως η κυβέρνηση ενεργοποιήθηκε και έστειλε τα ανάλογα τηλεγραφήματα προς τους Συμμάχους, ενώ στη Σμύρνη συγκεντρώθηκαν και οι Χριστιανοί ηγέτες των ορθοδόξων, Αρμενίων και διαμαρτυρόμενων για να απευθύνουν έκκληση προς διασφάλιση του ποιμνίου τους, κάτι με το οποίο συμφωνούσε και ο Αρμοστής.
Ωστόσο, παρά τα συνεχή αιτήματα από διάφορες πλευρές, οι δυτικοί αποφάσισαν να εφαρμόσουν μη παρεμβατική πολιτική και εάν η κατάσταση ξεφύγει από τον έλεγχο, να προστάτευαν μόνο τους υπηκόους των χωρών τους. Από την άλλη, οι προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης για ανακωχή δεν είχαν θετική ανταπόκριση από την πλευρά των Οθωμανών, που πλέον δεν ήταν διατεθειμένοι να καθίσουν στο τραπέζι των συνομιλιών.
Με το ενδεχόμενο της επίλυσης του ζητήματος να μην είναι πλέον εμφανές, αποφασίστηκε η σταδιακή εκκένωση από τα ελληνικά στρατεύματα και τα πολιτικά-διοικητικά πρόσωπα. Το απόγευμα της 26ης Αυγούστου ο Αριστείδης Στεργιάδης παρέδωσε στον Γάλλο Γενικό Πρόξενο τα κλειδιά της Αρμοστείας και ήταν ο τελευταίος που έφυγε από τη Σμύρνη και είχε θέση ευθύνης.
Ένα άλλο κεφάλαιο του βιβλίου ασχολείται με την ανάλυση των εφημερίδων της περιόδου 1927 και 1930, που αναφέρονται στα γεγονότα της εποχής αυτής. Πιο συγκεκριμένα, βλέπουμε να αναλύονται οι κατηγορίες κατά του Αρχιστρατήγου Χατζανέστη και οι επαφές που είχε με τον Αρμοστή, αλλά και οι επαφές με τους Υπουργούς που έφτασαν στην πόλη. Ωστόσο, αυτό που αναδεικνύει ο Βλάσσης είναι πως τα δημοσιεύματα εκείνα ήταν χαλκευμένα και είχαν δημιουργηθεί μόνο για να προκαλέσουν εντυπώσεις στους αναγνώστες. Με αυτόν τον τρόπο μας δείχνει πως η άκριτη πίστη στις πηγές δεν είναι πάντα το ζητούμενο και πρέπει πάντα να τις διασταυρώνουμε.
Κλείνοντας, αξίζει να αναφέρουμε πως στο βιβλίο συναντάμε ένα πλούσιο Παράρτημα με αυτούσιες πρωτογενείς πηγές (τηλεγραφήματα από και προς το Υπουργείο Εξωτερικών, από το Αρχείο Στεργιάδη κ.α.), χρήσιμες όχι μόνο για τους ειδικούς αλλά και για τον φιλίστορα αναγνώστη.