Tου Νίκου Διονυσάτου,
Το Λιχτενστάιν είναι ένα από τα μικρο-έθνη της Ευρώπης, που στο συλλογικό υποσυνείδητο έχουν περάσει κυρίως ως κουκίδες ακραίου πλουτισμού. Τοποθετημένο πάνω στις Άλπεις και «σφηνωμένο» ανάμεσα σε δύο παραδοσιακά ουδέτερες χώρες, την Ελβετία και την Αυστρία, το Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν είναι πράγματι σήμερα ένα από τα πιο εύπορα, σταθερά και ασφαλή κράτη του πλανήτη. Αυτό, ωστόσο, δε συνεπάγεται σε καμία περίπτωση ότι μαζί με την ευμάρεια των 38.000 περίπου κατοίκων του Πριγκιπάτου έρχεται και η κοινωνική ελευθεριότητα, που συχνά συσχετίζουμε στη Δύση με τον πλούτο.
Φυσικά, το παράδειγμα του Λιχτενστάιν δε συγκρίνεται σε κοινωνικό συντηρητισμό και καταπίεση με τις απολυταρχικές και θεοκρατικές χώρες του Κόλπου, όμως, σίγουρα το λιλιπούτειο κράτος διαφέρει αρκετά σε σχέση με τα ανθρωπογεωγραφικά δεδομένα της υπόλοιπης Δυτικής Ευρώπης. Πρόκειται, προφανώς, για μια χώρα με βαθιά Καθολική και βασιλική παράδοση, που αν και βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην άμεση δημοκρατία, διαθέτει μια γενικότερη προσκόλληση σε ξεπερασμένες αξίες και θεσμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για αυτήν την κατάσταση αποτελούν και τα δικαιώματα των γυναικών στη χώρα. Εξαιτίας των γεωμορφολογικών περιορισμών που υπήρχαν μέχρι τον 20ο αιώνα και καθιστούσαν δύσκολη τη μετακίνηση ανθρώπων και πληροφοριών από και προς το Λιχτενστάιν, αλλά και λόγω του γενικότερου μικροαστισμού του εκεί αγροτικού και κτηνοτροφικού πληθυσμού, το φεμινιστικό κίνημα άργησε πολύ να αποκτήσει κάποια παρουσία στο πριγκιπάτο.
Σε αντίθεση με τις –συγκριτικά πάντα– επίσης συντηρητικές Ελβετία και Αυστρία μάλιστα, λόγω του μικρού του μεγέθους, το Λιχτενστάιν δεν είχε γνωρίσει και την απαραίτητη διεθνή πίεση, μέσω της οποίας πολλά άλλα κράτη (μαζί και η Ελλάδα), μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν ψήφο και κάποια βασικά δικαιώματα στο γυναικείο τους πληθυσμό. Επιπλέον, ούτως ή άλλως, η χώρα είχε ένα ελάσσονος σημασίας δημοκρατικό σύστημα, το οποίο βασιζόταν στις βουλές ενός «άνακτα», ο οποίος με βάση την καταγωγή του από την οικογένεια των Λιχτενστάιν, πρακτικά κυβερνούσε ακόμα «ελέω Θεού». Κάποια στιγμή, ωστόσο, και λόγω των κοινωνικοπολιτικών μεταρρυθμίσεων στη γειτονική Ελβετία, με την οποία το Λιχτενστάιν βρίσκεται σε τελωνειακή, νομισματική και στρατιωτική ένωση, το σκηνικό άρχισε να αλλάζει κατά κάποιον τρόπο.
Το 1971, η Ελβετία γίνεται η τελευταία μεγάλη χώρα της Ευρώπης που δίνει, με ανδρικό δημοψήφισμα, το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις γυναίκες, σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Για να καταλάβει κανείς πόσο εξωφρενικό ήταν αυτό για τα δεδομένα της εποχής, η Φινλανδία είχε γίνει η πρώτη χώρα που έδωσε ψήφο στις γυναίκες, μόλις το 1906, ενώ την ακολούθησαν σύντομα η Μεγάλη Βρετανία το 1919, η Γαλλία το 1946 και πολλές άλλες χώρες, κυρίως στη Βόρεια Αμερική, τη Νότια Αμερική, τη Σκανδιναβία και την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη.
Ακόμα και η υπανάπτυκτη Ελλάδα έδωσε το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις γυναίκες από το 1956, σχεδόν 15 χρόνια δηλαδή πριν οι Ελβετίδες μπορέσουν να ψηφίσουν κι αυτές. Όλα αυτά, φυσικά, για το Λιχτενστάιν δεν είχαν κάποια σημασία και τη δεκαετία του ’70, μετά από τρία ανδρικά δημοψηφίσματα, το 1968, το 1971 και το 1973, τα οποία απέρριπταν τη γυναικεία ψήφο, όλα έδειχναν ότι οι μερικές χιλιάδες γυναίκες του Λιχτενστάιν δε θα απολάμβαναν τα ίδια δικαιώματα με τις ομόφυλές τους στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ευτυχώς για εκείνες, το διεθνώς αναγνωρισμένο Πριγκιπάτο και μέλος πολλών διεθνών οργανισμών, παρά το μικρό του μέγεθος, θα έπρεπε κάποια στιγμή να εξελίξει τελικώς το νομικό και πολιτικό του σύστημα. Η ψήφος στις γυναίκες δόθηκε με ένα οριακό αποτέλεσμα 51% σε σχετικό δημοψήφισμα το 1984, η πρώτη γυναίκα βουλευτής εξελέγη στο Κοινοβούλιο το 1986, ενώ η πρώτη γυναίκα Υπουργός ορκίστηκε στη θέση της μόλις το 1993. Συμβολικά, προφανώς, όλα αυτά είχαν την αξία τους. Ωστόσο, η κοινωνία του Λιχτενστάιν παρέμενε ακόμη βαθιά συντηρητική και εγκλωβισμένη σε πολλά άλλα ζητήματα, τόσο γυναικείας χειραφέτησης, όσο και γενικότερης κοινωνικής φιλελευθεροποίησης. Μέχρι σήμερα, η άμβλωση απαγορεύεται αυστηρά σχεδόν σε κάθε περίπτωση, οι γάμοι για ομόφυλα ζευγάρια, οι οποίοι θεσμοθετήθηκαν με δημοψήφισμα το 2022 στην Ελβετία, δεν επιτρέπονται στο Λιχτενστάιν, ενώ η «σεξεργασία» παραμένει τυπικά παράνομη εντός των συνόρων του.
Η κοινωνική ροπή προς τον συντηρητισμό, βέβαια, όπως είναι λογικό, αντανακλάται και στην πολιτική σκηνή του Πριγκιπάτου, όπου όχι μόνο κυριαρχεί ο δεξιός λόγος, αλλά και η θέση του μονάρχη εξακολουθεί να διαθέτει τεράστιο βάρος. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, η μοναρχία της οικογένειας των Λιχτενστάιν, όχι απλώς δεν έχει ακολουθήσει την πτωτική τάση όλων των υπόλοιπων ευρωπαϊκών μοναρχιών σε θέματα εξουσίας, αλλά μέσω δημοψηφίσματος το 2012 ανέλαβε και περαιτέρω εκτελεστικές αρμοδιότητες. Έτσι, «με τα βουνά» τρόπον τινά να αποκλείουν το μικρό κράτος από τους «ανέμους» του κοινωνικού προοδευτισμού, παρά τον υλικό πλούτο των κατοίκων του, το Λιχτενστάιν μοιάζει σαν μια από τις πιο ιδιαίτερες περιπτώσεις κοινωνιών στον ευρωπαϊκό χώρο.
Φυσικά, και παρά το εξαιρετικά μικρό του μέγεθος, το Λιχτενστάιν δεν είναι μια μονοδιάστατη χώρα, ούτε κοινωνικά, ούτε και πολιτικά. Από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, άρχισε με το κόμμα “Freie Liste”, μια μικρή, αλλά διαρκώς αυξανόμενη εκπροσώπηση και ορισμένων αριστερών και πράσινων ιδεών στα κοινά. Μέχρι εκείνη την εποχή τα παραδοσιακά κόμματα, τα οποία εξακολουθούν να κυριαρχούν μέχρι σήμερα, διέπονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από χριστιανοδημοκρατικές αξίες στην καλύτερη, ή ακροδεξιές απόψεις στη χειρότερη.
Επομένως, η παρουσία μιας σοσιαλδημοκρατικής, φεμινιστικής και οικολογικής παράταξης, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης και την επιρροή των αριστερών παρατάξεων της Ελβετίας και της Αυστρίας, είχε μια διαχειρίσιμη μεν για το κατεστημένο, αλλά εξίσου σημαίνουσα επίπτωση στην πολιτική πραγματικότητα του πριγκιπάτου τα τελευταία χρόνια.
Κλείνοντας, λοιπόν, με το θέμα της χειραφέτησης των γυναικών στο Λιχτενστάιν και την ιστορία του φεμινιστικού κινήματος στον χώρο, παρά τα κολοσσιαία προβλήματα που εξακολουθούν να υφίστανται και παρά το μικρό μέγεθός του, φαίνεται πως υπάρχουν δείγματα βελτίωσης της κατάστασης.
Αν και η διακηρυγμένη ουδετερότητα του Λιχτενστάιν από τα ευρωπαϊκά και διεθνή τεκταινόμενα θέτει ένα χάσμα σε σχέση με τα κριτήρια που οι υπόλοιπες χώρες της Δύσης καλούνται να τηρήσουν, το κλίμα μόνο θετικά μπορεί να αλλάξει από εδώ και πέρα, ειδικά από τη στιγμή που υπάρχουν φωνές, οι οποίες ακόμη διεκδικούν και υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα στο λιλιπούτειο αυτό Πριγκιπάτο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- On This Day in 1984: Women’s Suffrage in Liechtenstein, Library of Congress, διαθέσιμο εδώ
- Women’s Rights In Liechtenstein, Borgen Project, διαθέσιμο εδώ
- Liechtenstein Government, Country Reports, διαθέσιμο εδώ
- Government of the Principality of Liechtenstein, Embassy of the Principality of Liechtenstein in Washington DC, διαθέσιμο εδώ
- Liechtenstein, Britannica Encyclopedia, διαθέσιμο εδώ