Του Ιωσήφ-Νασσάρ Τράση,
Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια ραγδαία αύξηση των επισκέψεων των ανθρώπων στο θέατρο, σε κάθε είδους παράσταση. Το θέατρο είναι κάτι που χαρακτηρίζει την Ελλάδα εδώ και πάρα πολλούς αιώνες. Προφανώς, σε καμία περίπτωση δεν έχουμε το μονοπώλιο στις θεατρικές παραστάσεις, ούτε είμαστε κληρονόμοι μιας παρακαταθήκης πολιτισμικής ανωτερότητας που προορίζεται αποκλειστικά για εμάς. Κάτι που έχει ενδιαφέρον, όμως, είναι η λεγομένη «κάθαρση» που πηγάζει μέσα από το θέατρο, μια στιγμή πρωτόγνωρη, η οποία προέρχεται από την ταύτιση του θεατή με τον κεντρικό χαρακτήρα ή κάποιον άλλον ηθοποιό. Η κάθαρση αποτελεί μια στιγμή κατά την οποία κάποιος «καθαρίζει» εσωτερικά απόβλητα και αποδεσμεύεται από μια ζοφερή, εσωτερική, συγκρουσιακή συνθήκη.
Η κάθαρση λάμβανε μέρος κατά κύριο λόγο στις τραγωδίες, καθώς το συναισθηματικό φορτίο που τις συνόδευε ήταν πολλές φορές υπέρογκο και οι προοπτικές ταύτισης αμέτρητες. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η συναισθηματική φόρτιση ήταν τόσο μεγάλη, που οι θεατές αρνούνταν να ολοκληρώσουν την παρακολούθησή της. Μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή της «άλωσης της Μίλητου», κατά την εκτέλεση της οποίας οι Αθηναίοι δεν κατόρθωσαν να χαλιναγωγήσουν τα ζοφερά συναισθήματα που τους προκάλεσε η συγκεκριμένη παράσταση. Η άλωση της Μίλητου γέννησε στους Αθηναίους συναισθήματα θρήνου και θλίψης, ενώ η ίδια η παράσταση απαγορεύτηκε και αποδόθηκε πρόστιμο στον ποιητή. Από το παράδειγμα αυτό, αντιλαμβάνεται κανείς πόση δύναμη έχει το θέατρο. Η δύναμη αυτή προκύπτει από τον καθρεφτισμό του εαυτού, την ταύτιση και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το συλλογικό τραύμα που διαμορφώνει τη συλλογική μνήμη, η οποία στον ρου της ιστορίας χρησιμοποιήθηκε αμέτρητες φορές με σκοπό τον έλεγχο και τη χάραξη κατευθύνσεων ολόκληρων λαών.
Επιπλέον, σε πολλές περιστάσεις ο θεατής ταυτίζεται τόσο έντονα με τον ηθοποιό, που αποκτά την αίσθηση πως ο ηθοποιός παριστάνει τον ίδιο και εξιστορεί τη ζωή του. Αυτή η ταύτιση ίσως να οφείλεται σε έναν βαθμό σε έναν υποβόσκων εγωκεντρισμό που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους. Παρ’ όλα αυτά, είναι ικανή όχι μόνο να προσφέρει μεγάλη συμπόνοια στον θεατή, αλλά και να ξυπνήσει ορισμένα σκοτεινά μέρη του υποσυνείδητού του, τα οποία ο ίδιος δεν θα είχε την ικανότητα ή τη θέληση να ξεσκεπάσει. Ο θεατής, μέσω της αντανάκλασης της ζωής του, παρακολουθεί την πραγματικότητά του από μια εξωτερική οπτική γωνιά και υπόκειται σε μια έμμεση ψυχοθεραπεία, με πομπό και δεκτή τον ίδιο του τον εαυτό. Όπως στην ψυχοθεραπεία πολλές φορές ο δέκτης παραδίνεται στα συναισθήματά του, έτσι και στο θέατρο υποχρεώνεται να ξανανιώσει εμπειρίες οδύνης και άλγους, με αποτέλεσμα να αναδυθεί ο ψυχικός πυρετός που κρυβόταν στη σκιά του εαυτού.
Η ανάδυση αυτή, ωστόσο, είναι σημαντική, καθώς όχι μόνο προσφέρει στον θεατή μια αίσθηση κατανόησης, αλλά τον φέρνει σε επαφή με την πραγματικότητα και τη συνειδητοποίηση. Ιδιαίτερη έμφαση στην κάθαρση μέσω της τραγωδίας έδωσε ο Αριστοτέλης. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε πως ο θεατής αισθάνεται έλεος και φόβο απέναντι στον ηθοποιό, αλλά και άγχος για την κατάληξή του. Ωστόσο στο τέλος, πάρα τα ηθικά διλλήματα και τις βασανιστικές ενδεχομένως περιπέτειες του χαρακτήρα, έρχεται η κάθαρσή του, κατά τη διάρκεια της οποίας γεννάται και η κάθαρση του θεατή.
Σε αυτό το σημείο, προκύπτουν ορισμένοι προβληματισμοί, που αφορούν στον βαθμό της ταύτισης που είναι απαραίτητος προκειμένου να επέλθει η κάθαρση, καθώς και στην ποιότητα της παράστασης η οποία αδιαμφισβήτητα οφείλει να είναι υψηλή. Συνεπώς, η κάθαρση, κυρίως στη σύγχρονη εποχή, είναι ένα πολύ σπάνιο φαινόμενο που ίσως να έχει μετενσαρκωθεί σε ηπιότερες και πιο διακριτικές μορφές εκδήλωσης, που ενδεχομένως διαφεύγουν της προσοχής του θεατή. Ακόμα, η ανθρώπινη ζωή έχει εξελιχθεί σε ένα τόσο περίπλοκο και πολυδιάστατο υπαρκτικό δεδομένο, που η πλήρης ταύτιση προϋποθέτει την ικανοποίηση ενός πολυεπίπεδου φάσματος του ατομικού και δημοσίου βίου, γεγονός που πολλές φορές καθίσταται αδύνατο. Όταν, όμως, η ανάγκη ταύτισης είναι επιτακτική, θεωρώ πως οι απαιτήσεις χαλαρώνουν και μοναδική προϋπόθεση αποτελεί η ταύτιση με το κεντρικό θέμα που απασχολεί τον θεατή. Για παράδειγμα, ένας θεατής που πρόσφατα έχασε έναν συγγενή του είναι πολύ πιθανόν να ταυτιστεί με τον χαρακτήρα που ενσαρκώνει ο ηθοποιός, αν ο τελευταίος επίσης έχασε έναν συγγενή του μέσα στο πλαίσιο της παράστασης. Δεν θα δώσει, λοιπόν, έμφαση σε επιμέρους περιφερειακά και δευτερεύοντα χαρακτηριστικά, όπως η εμφάνιση ή η προσωπικότητα, καθώς η ανάγκη του για ενσυναίσθηση –και εν τέλει κάθαρση– είναι επείγουσα.
Συνοψίζοντας, το θέατρο και κυρίως η τραγωδία έχει την ικανότητα να οδηγήσει τον θεατή στην πολυπόθητη κάθαρση, μέσα από την αναζωπύρωση του ψυχικού του πόνου. Ο θεατής, λοιπόν, αν είναι τυχερός και (κυρίως) πρόθυμος, μπορεί να ελπίζει σε μια δυνητική λύτρωση από την αχόρταγη φωτιά του ψυχικού σκότους που κυριαρχεί μέσα του.