Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Λιμάνια, χώροι εμπορίου, συναλλαγών, μεταφοράς ανθρώπων, αλλά και εμπόλεμα μέρη. Ένα λιμάνι, είτε είναι φυσικό είτε τεχνητό, χρησιμεύει για την ασφαλή προσάραξη των πλοίων και την προστασία τους από τα υδάτινα ρεύματα. Τα πλοία αυτά μπορεί να είναι κατασκευασμένα για εμπορικούς σκοπούς, για ιερατικές τελετές, για την αλιεία, είτε ακόμα και πολεμική χρήση, που ήταν και το συνηθέστερο για τους αρχαίους.
Δεν υπάρχουν, ωστόσο, πολλές πηγές για τον τρόπο κατασκευής των ίδιων των λιμανιών στην αρχαιότητα. Μια πηγή που μας παρέχει ορισμένες πληροφορίες είναι ο Φίλων ο Βυζάντιος, ένας Έλληνας μαθηματικός και μηχανικός της Ελληνιστικής Περιόδου, που συνέγραψε το έργο Λιμενοποιικά, το οποίο σχετιζόταν με την κατασκευή λιμανιών και ευρύτερα λιμενικών έργων. Από το έργο αυτό δυστυχώς μας έχει σωθεί μόνο ο τίτλος κι αυτός από τον Βιτρούβιο. Από την άλλη, και ο ίδιος ο Βιτρούβιος ασχολήθηκε με τέτοιου είδους έργα, ενώ αρκετούς αιώνες αργότερα συναντάμε και το Stadiasmus Maris Magni (Σταδιασμός ήτοι περίπλους της μεγάλης θαλάσσης) είναι έργο αγνώστου συγγραφέα, που χρονολογείται τον 3ο μ.Χ.
Ένα λιμάνι με το οποίο θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο είναι αυτό της νήσου Λέσβου. Το νησί, από τα τέλη του 8ου αιώνα, διέθετε πέντε πόλεις-κράτη (Μυτιλήνη, Μήθυμνα, Άντισσα, Ερεσός, Πύρρα) για αυτό αποκαλείται και Λεσβιακή Πεντάπολη. Η κάθε μια είχε το δικό της λιμάνι, όπως η Μήθυμνα που χρονολογείται πιθανότατα τον 4ο π.Χ. ή αυτό της Ερεσού που είναι τον ίδιο αιώνα και χρησίμευε για αλιευτικούς σκοπούς. Ωστόσο, εμείς θα ασχοληθούμε με τα δύο μεγαλύτερα και βασικότερα λιμάνια που βρίσκονταν στην πόλη της Μυτιλήνης.
Η Μυτιλήνη, λοιπόν, αποτελούνταν από το Βόρειο και το Νότιο λιμάνι. Το πρώτο χρησιμοποιούνταν για εμπορικούς σκοπούς, ενώ το δεύτερο ήταν πολεμικό, όπως μας πληροφορεί ο Στράβωνας.
Το Βόρειο λιμάνι χρονολογείται ήδη από την αρχαϊκή εποχή, ενώ κατά το β΄ μισό του 5ου αιώνα τοποθετείται η κατασκευή του μεγαλύτερου κλασικού λιμανιού, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν και τμήματα του αρχαϊκού. Το νέο λιμάνι χρησίμευε για εμπορικούς σκοπούς και είχε δύο λιμενοβραχίονες, νοτιοανατολικά (μεγαλύτερος) με μήκος 350 μ. και πλάτος 7,50 μ. και βορειοδυτικά με 75 μ. μήκος και 8,50 μ. πλάτος. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούσε μια είσοδο 300 μ., ενώ ανά 38 μ. υπήρχαν ανοίγματα 1,55-2,20 μ. για να εκτονώνονται τα κύματα που έπεφταν πάνω του, αφού το ρεύμα που δημιουργούνταν χτυπούσε το λιμάνι καθημερινά. Στο λιμάνι αυτό, τέλος, έφταναν και τα τείχη της πόλης, περιβάλλοντάς το, ενώ συναντάμε και πύργους.
To Νότιο λιμάνι λειτουργούσε ως πολεμικό, με δυνατότητα υποδοχής 50 τριήρεων (πάντα κατά τον Στράβωνα). Εκτός από τον λιμενοβραχίονα, τα τείχη και τους πύργους, διέθετε, όπως είναι φυσικό, και νεώρια. Η χρήση του ως πολεμικού λιμανιού δεν αποκλείει τη δυνατότητα υποδοχής και εμπορικών πλοίων, τονίζοντας τον διττό χαρακτήρα του. Τέλος, ο νότιος αυτός χώρος χρησιμοποιείται στις μέρες μας ως το κεντρικό λιμάνι του νησιού.
Αυτά ήταν εν συντομία τα χαρακτηριστικά των δύο λιμανιών της Μυτιλήνης, διαφορετικού μεν τύπου με κοινά όμως στοιχεία. Την επόμενη φορά που θα επισκεφτείτε το νησί ρίξτε μια πιο προσεκτική ματιά στα λιμάνια του, κάτι θα έχουν να πουν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Θεοδούλου, Θ., Κουρτζέλλης, Γ., (2019), Ενάλια Λέσβος. Το αρχαίο λιμενικό δίκτυο, Μυτιλήνη: Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Λέσβου
- Μαυροζούμη, Αργ., Τα αρχαία λιμάνια της Λέσβου, Διαθέσιμο εδώ