Του Χρήστου Χατζηκωνσταντίνου,
Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, είχα την ευκαιρία να αναλύσω πολλά ιδεολογικά πολιτικά στρώματα του νεότερου φάσματος. Επομένως, η σημερινή άποψή μου πηγάζει από μια προσωπική ματιά, με πρωτεύοντα στόχο τη μάθηση. Σε μια πρόσφατη αναζήτησή μου, βρέθηκα μπροστά στο Είναι και το μηδέν, με τον αγγλικό τίτλο να πλησιάζει περισσότερο στο περιεχόμενο, αφού ονομάζεται Being and Nothingness. Συγγραφέας του δοκιμίου είναι ο Jean-Paul Sartre.
Γεννήθηκε στη Γαλλία το 1905 και υπήρξε Γάλλος φιλόσοφος, συγγραφέας και πολιτικός ακτιβιστής. Ήταν ο πρώτος υποστηρικτής του υπαρξισμού και της φαινομενολογίας. Το πρώτο αφορά την αμφισβήτηση όλων των εκάστοτε πολιτικών συστημάτων και τη σύναξη ενός νέου, ενώ το δεύτερο εστιάζει στην αντίληψη των πραγμάτων με τις αισθήσεις και απορρίπτει οποιαδήποτε σωματική εμπειρία πέρα από τα όρια της ανθρώπινης συνειδητότητας. Ως Μαρξιστής και μάρτυρας του ΒΠΠ, υποστήριζε ότι οι διανοούμενοι πρέπει να πραγματεύονται ενεργούς ρόλους στην κοινωνία. Στις δυτικές χώρες κρίθηκε έντονα, αφού με τις ιδεολογικές του προτιμήσεις στήριξε αυταρχικά πολιτικά καθεστώτα στο φάσμα της αριστεράς, όπως αυτές του Κάστρο στην Κούβα και το συνδικάτο του Μάο στην Κίνα. Το παραπάνω είχε ως αποτέλεσμα να γίνει απόπειρα δολοφονίας εναντίον του.
Για την ώρα, υπήρξε ένας αληθινός αντιήρωας στη δική του ιστορία, όπως δείχνουν τα βιογραφικά του δεδομένα. Στην πραγματικότητα, το λογοτεχνικό του έργο δεν έχει σκοπό να σε κατευθύνει προς μια ιδεολογική ομάδα. Ο ίδιος, ένας άσχημος νεαρός (όπως συχνά αποκαλούσε τον εαυτό του), μεγαλωμένος από μια διαζευγμένη μητέρα και τον πατριό του, γνώρισε από μικρός τον ρόλο που πρέπει να έχει ο άνθρωπος ως προς τον εαυτό του, δηλαδή την αυτοσυντήρηση. Στο πανεπιστήμιο γνώρισε τη Simone de Beauvoir και –πέρα από το γεγονός ότι ανέπτυξαν μια εκτενή σχέση στη ζωή, αλλά και στο φιλοσοφικό κομμάτι– έμεινε αχώριστος μαζί της για πάνω από μισό αιώνα.
Το βιβλίο του Είναι και το μηδέν ανήκει στη φιλοσοφική κατηγορία του «τίποτα πραγματικά φαντασμαγορικού». Ο Sartre ποτέ δεν ήθελε να τον καταλάβουν. Ο λόγος για τον οποίο έγινε γνωστός είναι γιατί ο κόσμος δεν μπορούσε ακριβώς να διαφωνήσει με τις ιδέες του. Στο παραπάνω ήταν που μπόρεσε να ερμηνεύσει πολλά και ποικίλα φαινόμενα που βρίσκονται μέσα στο παράδοξο της ζωής. Ας επικεντρωθούμε σε ένα παράδειγμα: Έστω ότι μπαίνεις μέσα σε ένα σχολείο και αντικρίζεις έναν συνηθισμένο πίνακα. Η σκέψη που συνδέει το οπτικό ερέθισμα του φυσικού αντικειμένου με τη λέξη στην ελληνική γλώσσα «πίνακας» γίνεται σε απειροελάχιστο χρόνο. Όμως, αν εμβαθύνεις στη σκέψη αυτή, συνειδητοποιείς απορίες και στοχασμούς βαθύτερους από την πραγματικότητα που βιώνεις: Τι είναι πίνακας; Πώς φτιάχτηκε; Γιατί αυτή είναι η βέλτιστη λύση μέχρι σήμερα; Πώς δημιουργήθηκε η ανάγκη στον άνθρωπο που τον εφηύρε; Το παράδοξο αυτών των σκέψεων, ο Sartre το ονόμασε «ο παραλογισμός του κόσμου». Η προσέγγιση σε αυτό το πάγωμα των σκέψεων, μαζί με τον ισοπεδωτικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας του, προσπάθησε να μεταφράσει έννοιες της ύπαρξης, της πληροφορίας, των συναισθημάτων, ακόμα και των ανθρώπινων σχέσεων.
Η λογική του Sartre μας γοητεύει, γιατί στην πραγματικότητα είναι μέσα μας. Χωρίς φαμφάρες, κάνει τον αναγνώστη να προβληματίζεται και να φιλοσοφεί μαζί με το κείμενο. Προσωπικά, γοητεύτηκα από την υπερβολική ανάλυση του κειμένου του και τον προσωπικό του χαρακτήρα. Ο Βαν Γκογκ δεν είναι ο καλύτερος ζωγράφος του κόσμου και το ήξερε, αλλά είχε κάτι πραγματικά να εκφράσει. Με αυτό το σκεπτικό, ο Sartre δεν προσπάθησε να γίνει ευανάγνωστος, ούτε να αγαλλιάσει τον κόσμο, αλλά επεδίωξε να τοποθετηθεί, γιατί αυτή ήταν η μοναδική του επιλογή στο σύστημα. Ο Νίκος Καζαντζάκης στην Ασκητική μας υπενθυμίζει ότι για να μπορέσεις να ξεπεράσεις τον εαυτό σου, πρέπει να τοποθετείσαι σαν ένα σκουλήκι που απεγνωσμένα κινείται προς την επιφάνεια. Μόνο έτσι μπορείς να αποδεχτείς τον εαυτό σου. Έτσι, και ο Sartre στηρίχθηκε στο να απλουστεύει τον κόσμο γύρω μας και να μας παρουσιάσει αυτήν την εγωιστική λογική χωρίς ιδιαίτερη μεγαλομανία, όπως ακριβώς το σκουλήκι του Καζαντζάκη.
Και σε αυτό το σημείο, γεννιέται το εξής ερώτημα: Αξίζει η λογική του Sartre στην καθημερινή μας ζωή; Εγώ πιστεύω πως ναι. Ο λόγος που δημιουργήσαμε την ανάγκη της φιλοσοφίας ήταν για να έρθουμε πιο κοντά στους προβληματισμούς μας. Είναι δύσκολο να μεταλαμπαδεύεις τις φιλοσοφικές σκέψεις σου σε άλλους. Αυτό το προσωπικό ταξίδι, όταν γίνεται κοινωνική ανάγκη για να αφουγκραστούμε τα ζητήματα, μας δημιουργεί πραγματικά μια ανακούφιση ψυχής. Μέσα σε αυτά τα ταξίδια, γεννιούνται βιβλία όπως το Συμπόσιο του Πλάτωνα, Όταν έκλαψε ο Νίτσε και η Ασκητική του Καζαντζάκη. Ο Jean Paul Sartre μπορεί να είναι καλός συγγραφέας, αλλά κυρίως είναι εκπληκτικός πομπός της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ