Της Κωνσταντίνας Λάμπου,
Τα ποινικά δικαστήρια είναι τα δικαστήρια, που έχουν ως αντικείμενο εκδίκασης τα ποινικά αδικήματα και επιβάλλουν στους δράστες τις ποινές, που απειλούνται εκ του νόμου. Σύμφωνα με την Πολιτεία, αποτελούν τα αρμόδια όργανά της για την τιμωρία των δραστών, οι οποίοι έχουν διαπράξει –σύμφωνα με το νόμο– άδικες και τιμωρητέες πράξεις. Διακρίνονται σε τακτικά και ειδικά. Όσον αφορά τα τακτικά, αυτά αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ.1, και στο άρθρο 4 παρ.1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ΚΟΔΚΔΛ).
Πρώτο τακτικό ποινικό δικαστήριο είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο. Αυτό αποτελείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών, που δικάζει ως μόνος πλημμελειοδίκης. Μπορεί, επίσης, –κατά κανόνα– να αποτελείται από έναν πρωτοδίκη (πλημμελειοδίκη), που ορίζεται ανά τρεις μήνες από την ολομέλεια του δικαστηρίου μαζί με τους αναπληρωτές πρωτοδίκες. Έτσι, δε γίνεται αναπλήρωση αυτού του μόνου πλημμελειοδίκη από ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη της περιφέρειάς του, ούτε όταν η εκδίκαση γίνεται έξω από την έδρα του πρωτοδικείου, επειδή αυτό έρχεται ενάντια στην αρχή του νόμιμου δικαστή. Την κατηγορούσα αρχή αυτού του δικαστηρίου αποτελεί ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, ή αντιεισαγγελέας πλημμελειοδικών, ή εισαγγελικός πάρεδρος.
Ένα άλλο τακτικό ποινικό δικαστήριο είναι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο. Το δικαστήριο αυτό συντίθεται από τρεις τακτικούς δικαστές και δύο πρωτοδίκες (πλημμελειοδίκες). Αν, όμως, εξαιτίας κάποιου κωλύματος είναι αδύνατη η σύνθεση αυτή –το οποίο πρέπει να βεβαιώνεται στην απόφαση– αναπληρώνεται ένας μόνο δικαστής από πάρεδρο πρωτοδίκη, ή από ειρηνοδίκη, ή πταισματοδίκη της έδρας ή της περιφέρειάς του. Αν, από την άλλη, κωλύεται ο πρόεδρος του δικαστηρίου, τότε γίνεται αναπλήρωση, όπου τηρείται σειρά αρχαιότητας, από άλλο δικαστή του ίδιου δικαστηρίου ή της ίδιας σύνθεσης. Πάντως, οι αναπληρωτές αυτοί καθορίζονται ύστερα από απόφαση του αρμόδιου δικαστή, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.2 ΚΟΔΚΔΛ. Την κατηγορούσα αρχή –εδώ– αποτελούν ο εισαγγελέας ή αντιεισαγγελέας πλημμελειοδικών.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (ΜΟΔ) από την άλλη, διαφοροποιείται αισθητά από τα παραπάνω, καθώς εκτός από τους δικαστές προστίθενται και οι ένορκοι. Ειδικότερα, απαρτίζεται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του, δύο πρωτοδίκες και τέσσερις ενόρκους, και συγκροτείται στην έδρα κάθε πρωτοδικείου. Αν πάλι και εδώ κωλύεται ο πρόεδρος πρωτοδικών γίνεται αναπλήρωσή του –με σειρά αρχαιότητας– από άλλο δικαστή της ίδιας σύνθεσης ή του ίδιου δικαστηρίου. Επίσης, αν δε γίνεται να δημιουργηθεί ΜΟΔ, αυτός που διευθύνει το εφετείο παραγγέλλει να μεταβούν όσοι από τους πρωτοδίκες που υπηρετούν στην περιφέρεια του εφετείου κρίνονται αναγκαίοι, για να συνθέσουν κάποιους δικασίμους.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, επιπλέον, είναι μια σύνθετη μορφή τακτικών ποινικών δικαστηρίων. Υπό την έννοια αυτή, σχηματίζεται στην έδρα κάθε εφετείου από επτά μέλη, και, πιο συγκεκριμένα, από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή του, δύο εφέτες και δύο ενόρκους. Σε περίπτωση που κωλύεται να παραστεί ο πρόεδρος εφετών, γίνεται αναπλήρωσή του από άλλο δικαστή της ίδιας σύνθεσης ή του ίδιου δικαστηρίου. Εδώ κατηγορούσα αρχή είναι ο εισαγγελέας ή αντιεισαγγελέας εφετών.
Δύο ακόμη κατηγορίες τακτικών ποινικών δικαστηρίων είναι το Μονομελές Εφετείο και το Τριμελές Εφετείο. Το πρώτο κατά το άρθρο 7 παρ.1 στοιχ. γ΄ΚΠΔ αποτελείται από τον πρόεδρο εφετών ή εφέτη και έχει κατηγορούσα αρχή τον εισαγγελέα ή αντιεισαγγελέα εφετών. Το δεύτερο, σχηματίζεται στην έδρα του εφετείου από τον πρόεδρο εφετών, ή τον αναπληρωτή του και δύο εφέτες. Σε περίπτωση που η σύνθεση αυτή δεν καθίσταται δυνατή, αναπληρώνεται ένας μόνο εφέτης από προέδρους πρωτοδικών ή από πλημμελειοδίκες με πενταετή —τουλάχιστον– υπηρεσία στη θέση αυτή. Κατηγορούσα αρχή είναι ο εισαγγελέας ή αντιεισαγγελέας εφετών.
Τελευταία μορφή τακτικών ποινικών δικαστηρίων είναι το Πενταμελές Εφετείο. Σχηματίζεται στην έδρα του εφετείου από τον πρόεδρο εφετών, ή τον αναπληρωτή και τους τέσσερις εφέτες. Αν δεν καθίσταται δυνατή η σύνθεση αυτή, αναπληρώνονται δύο –το πολύ– εφέτες από προέδρους πρωτοδικών, ή από πλημμελειοδίκες με τουλάχιστον πενταετή υπηρεσία. Επιπρόσθετα, αν δε γίνεται να παραστεί ο πρόεδρος εφετών, επιτρέπεται η αναπλήρωσή του από άλλον δικαστή της ίδιας σύνθεσης ή του ίδιου δικαστηρίου. Κατηγορούσα αρχή είναι ο εισαγγελέας ή ο αντιεισαγγελέας εφετών.
Καταληκτικά, το γεγονός ότι υπάρχουν ποινικά δικαστήρια επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας δημοκρατικής χώρας, και αυτό αποτελεί κατάκτηση πολλών αιώνων και βασικό ατομικό δικαίωμα για κάθε κατηγορούμενο. Σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν όπου οι νόμοι και οι ποινές επιβάλλονταν κατόπιν απόφασης του μονάρχη, ισχύει η θεμελιώδης αρχή “nulla poena sine processu”, δηλαδή «καμία ποινή χωρίς δίκη».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Δαλακούρας Ι. Θεοχάρης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, τόμος 1, 2η έκδοση, Αθήνα, 2019