Του Κώστα Νωτούδα,
Όλοι ανεξαιρέτως έχουμε παρακολουθήσει τις κλασικές συνεντεύξεις πολιτικών, οι οποίοι βρίσκονται ενώπιον ενός δημοσιογράφου και στις οποίες θίγονται τα φλέγοντα ζητήματα της επικαιρότητας (οικονομία, εξωτερική πολιτική, κ.α.). Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, οι Έλληνες πολιτικοί, επηρεασμένοι από τα αμερικανικά πρότυπα, εμφανίζονται σε εκπομπές που υπάρχει πιο «χαλαρό» κλίμα, προσπαθώντας να δώσουν την εικόνα ενός καθημερινού ανθρώπου, ο οποίος έχει δυσκολίες και προβλήματα και να λύσουν την απορία του κόσμου για το πώς περνάει τη μέρα του ένας πολιτικός. Είναι γεγονός πως ακόμα και πριν από την κρίση πολλοί πολίτες ένιωθαν μακριά από τους πολιτικούς, χωρίς να βλέπουν από αυτούς μια πιο ανθρώπινη εικόνα.
Μία τέτοια συνέντευξη έδωσε ο Πρωθυπουργός πριν λίγο καρό σε εκπομπή τηλεοπτικού σταθμού. Ωστόσο, αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, καθώς το καλοκαίρι του 2019, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, είχε αποφασίσει να εισάγει μια πολιτική καινοτομία για τα ελληνικά δεδομένα και να παραχωρήσει μια αλλιώτικη συνέντευξη, όπου μίλησε λιγότερο για πολιτικά θέματα και περισσότερο για την προσωπική του ζωή, τις συνήθειες και τις απολαύσεις του. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως Πρωθυπουργός πια, επανεμφανίστηκε σε ίδιου τύπου εκπομπή με την ιδιότητα του Πρωθυπουργού τον περασμένο Σεπτέμβριο και λίγο αργότερα έκανε πάλι την εμφάνισή του σε αντίστοιχη εκπομπή.
Εννοείται ότι τέτοιες κινήσεις δεν γίνονται τυχαία από τα επικοινωνιακά επιτελεία των κομμάτων. Αντιθέτως, είναι καλά μελετημένες, προκειμένου οι πολιτικοί να προσεγγίσουν και διαφορετικό κόσμο από αυτόν που ήδη τους ψηφίζει. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Πρωθυπουργός θέλει να προσεγγίσει το νεανικό, αλλά και το γυναικείο κοινό μέσω συνεντεύξεων που δεν θέλουν να περάσουν τα κλασικά πολιτικά διακυβεύματα, αλλά να εμφανίσει ένα πρόσωπο πιο απλό και καθημερινό, μιλώντας για την οικογενειακή του ζωή, την αγάπη του για τα ζώα και την καθημερινότητά του, προσπαθώντας να αντλήσει για το κόμμα του ψηφοφόρους από δεξαμενές στις οποίες δεν είναι λαοφιλής η Νέα Δημοκρατία.
Το ίδιο, βέβαια, πράττουν και τα επιτελεία των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ώστε να έχουν άμεσες πιθανότητες να αυξήσουν την ισχύ τους, όταν έρθει η ώρα των εκλογών την άνοιξη του 2023. Ο ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, επιχειρεί να εστιάσει στους συνταξιούχους, οι οποίοι αποτελούν προνομιακή ομάδα της Νέας Δημοκρατίας. Οι δημοσκοπήσεις και τα αποτελέσματα των προηγούμενων εκλογών δείχνουν στους επικοινωνιολόγους των κομμάτων πού να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή.
Στις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επικρατήσει με 36,8% στους νέους 17–34 ετών, με τη Νέα Δημοκρατία να έπεται με ποσοστό της τάξεως του 30,6%. Αρκετοί πολιτικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι το εν λόγω αυτό κοινό σήμερα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο για κανένα κόμμα, ακόμα και για τον ΣΥΡΙΖΑ που επικράτησε την προηγούμενη φορά σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, ιδίως από την στιγμή που στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα προστεθούν άλλοι 400.000 νέοι ψηφοφόροι. Παρομοίως και οι γυναίκες αποτελούν για το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας μια από τις πιο απαιτητικές και δύσκολα προσεγγίσιμες δεξαμενές, με το κυβερνών κόμμα να θέτει ως προτεραιότητά του να αποκτήσει ισχύ και στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα.
Συνοψίζοντας, σημασία δεν έχει μόνο να προσεγγίσει ένα κόμμα μία κοινωνική ομάδα, αλλά να τη δικαιώσει για την ψήφο του και να μην την ξαναθυμηθεί μετά από τέσσερα χρόνια, διότι ο κόσμος δεν αντέχει άλλες ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και θέλει άμεση λύση στα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει εδώ και αρκετά χρόνια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Μητσοτάκης: Η τακτική των διαφορετικών συνεντεύξεων, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ