16.5 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΜυθολογιαO πόλεμος των γιγάντων: Κέλτικος Μύθος

O πόλεμος των γιγάντων: Κέλτικος Μύθος


Της Κυριακής Γκουργκούλη,

Είμαστε συνηθισμένοι όταν ακούμε για Γιγαντομαχία να σκεφτόμαστε αμέσως τη μυθική μάχη θεών και γιγάντων της ελληνικής μυθολογίας (βεβαίως, βεβαίως). Στην πραγματικότητα, όμως, θα δούμε το μοτίβο αυτό να επαναλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και στους Κέλτες.

Η ιστορία ξεκινά με τα Φόμορ, ξωτικά της θάλασσας. Τα Φόμορ ήταν από τη μέση και πάνω ψάρια, από τη μέση και κάτω άνθρωποι, είχαν μόνο ένα χέρι, ένα πόδι και τρεις σειρές δόντια. Τα Φόμορ αποφάσισαν να βγουν από τη θάλασσα και να ζήσουν στη γη ειρηνικά. Το σχέδιο τους πέτυχε, μέχρις ότου ένα σύννεφο ήρθε να καλύψει τη γη τους και να σκιάσει τον ήλιο τους. Μια μέρα αργότερα, το σύννεφο τραβήχτηκε και τα Φόμορ είδαν με έκπληξη να αποκαλύπτεται μια ομάδα γιγάντων που πλησίαζαν. Οι γίγαντες ονομάζονταν Τουαθάν και είχαν ανθρώπινη μορφή. Ήταν όμορφοι, φορούσαν πολύχρωμα ρούχα, τραγουδούσαν και χορεύαν. Το σημαντικότερο; Κατείχαν τη μαγεία.

Όταν οι Τουαθάν έφτασαν στους πρόποδες του βουνού από όπου εμφανίστηκαν, βρήκαν τον στρατό των Φόμορ να τους περιμένει με στρατηγό τον πανίσχυρο Μπάλορ. Ο Μπάλορ είχε δύο μάτια και το ένα από αυτά παρέμενε πάντα κλειστό. Όταν αυτό άνοιγε σκορπούσε τον θάνατο, για αυτό και ο Μπάλορ απαίτησε από τους Τουαθάν να τον δεχτούν ως βασιλιά τους. Ακούγοντάς τα αυτά, ο αρχηγός των Τουαθάν, Ντάγκντα, γέλασε και απάντησε στην απειλή του Μπάλορ με ευθυμία–οι Τουαθάν ήταν ειρηνικός λαός και προσκάλεσαν τα ξωτικά σε ένα μεγάλο τραπέζι. Στο τραπέζι αυτό, οι δύο φυλές αποφάσισαν να συνυπάρξουν ειρηνικά στη γη των Φόμορ. Η συμφωνία σφραγίστηκε με τον γάμο της Μπρίτζιτ, κόρης του Ντάγκντα, με τον Μπρες, γιο του Μπάλορ.

Απεικόνιση των ξωτικών Φόμορ. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Μετά από αυτό, πράγματι, οι δύο φυλές έζησαν πολλά χρόνια χωρίς διαμάχες και συγκρούσεις. Τα πράγματα, όμως, δεν άργησαν να αλλάξουν. Όταν ο Μπρες ανέλαβε τα βασιλικά του καθήκοντα από τον πατέρα του, ακολούθησε την πιο σκληρή πολιτική έναντι των Τουαθάν. Στον βασανισμένο του λαό ο Ντάγκντα ζήτησε να κάνει υπομονή εφτά χρόνια, εφτά χρόνια έπειτα από τα οποία όλοι θα απελευθερώνονταν από τα Φόμορ.

Έτσι και έγινε. Εφτά χρόνια μετά, ο στρατός των Φόμορ κήρυξε τον πόλεμο στους Τουαθάν. Όταν το έμαθε ο Ντάγκντα, ζήτησε από τους δρυΐδές του να σταματήσουν τον στρατό με ξόρκια και πλησίασε τη σκηνή του Μπρες. Ο βασιλιάς, όμως, κοιμόταν τόσο βαθιά, που στάθηκε αδύνατο να τον ξυπνήσουν. Τότε, ο αρχιστράτηγος των Φόμορ προσέφερε στον Ντάγκντα χυλό βρώμης με τον όρο ότι θα έπρεπε να φάει όλο το καζάνι, αλλιώς θα τον σκότωνε. Και στ’ αλήθεια, ο βασιλιάς των Τουαθάν έφαγε όλο τον χυλό, παρόλο που το καζάνι ήταν τόσο μεγάλο όσο ένα σπίτι. Φεύγοντας από το στρατόπεδο, με την κοιλιά φουσκωμένη όσο ποτέ, άκουσε τα Φόμορ να γελούν μαζί του και ορκίστηκε να τους καταστρέψει.

Το επόμενο πρωί, οι δύο στρατιές ήταν ξύπνιες, η μία απέναντι στην άλλη και έτοιμες για επίθεση. Η μάχη ξεκίνησε και τα Φόμορ έμοιαζαν να χάνουν συνεχώς στρατιώτες. Αντίθετα, τα όπλα των Τουαθάν δεν λιγόστευαν και οι νεκροί στρατιώτες επέστεφαν στη μάχη την επόμενη μέρα. Ο Μπρες, τότε, αποφάσισε να στείλει στο αντίπαλο στρατόπεδο κατάσκοπο για να μάθει τι πραγματικά συνέβαινε. Όταν ο κατάσκοπος έφτασε στο στρατόπεδο μεταμφιεσμένος σε στρατιώτη των Τουαθάν, τον οδήγησαν στο σιδηρουργείο. Εκεί ο σιδεράς πήρε το ακόντιό του, το χτύπησε με το σπαθί του πάνω σε δυνατή φωτιά και το επέστρεψε στο Φόμορ ελαφρύτερο και κοφτερότερο από ποτέ. Μόλις το έμαθε αυτό ο Μπρες, διέταξε τον κατάσκοπο να επιστρέψει και να σκοτώσει τον σιδερά. Όταν, όμως, του κάρφωσε το ακόντιο στο στέρνο, ο σιδεράς σηκώθηκε απλά, βυθίστηκε στην Πηγή του Αθάνατου Νερού και σκότωσε τον κατάσκοπο.

Κέλτικος σταυρός σε νεκροταφείο. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Οι Φόμορ δεν άργησαν να βρουν την πηγή και να την κλείσουν με πέτρες. Οι δύο στρατοί πολεμούσαν τώρα επί ίσοις όροις και η μέρα της τελικής μάχης είχε φτάσει. Ο αρχηγός των Τουαθάν, Λουγκ, μάζεψε τους στρατιώτες του για να τους ενθαρρύνει. Ο Λουγκ ήταν τόσο όμορφος που όταν μιλούσε έλαμπε ολόκληρος και τα Φόμορ, μπερδεμένα, είδαν τον «ήλιο» να ανατέλλει από τη Δύση εκείνη τη μέρα–ένας κακός οιωνός.

Όταν η μάχη ξεκίνησε, η κλαγγή των όπλων αντήχησε σε όλη την πεδιάδα και οι νεκροί κάλυψαν το χώμα με τα σώματα τους. Ο Μπρες έπεσε νεκρός. Ο Μπάλορ, όμως, είχε επιζήσει και η στιγμή να ανοίξει το θανατηφόρο μάτι του είχε φτάσει. Πέντε στρατιώτες των Φόμορ έδεσαν με έναν γάντζο το βλέφαρο του Μπάλορ και άρχισαν να το ανασηκώνουν. Ο Λουγκ, χωρίς φόβο, έβγαλε από την τσέπη του ένα κομμάτι γαλαζία και σημάδεψε το θανατηφόρο μάτι με τη σφεντόνα του. Μόλις η κόρη του ματιού εμφανίστηκε, ο χαλαζίας τη διέλυσε οδηγώντας στον ακαριαίο θάνατο του Μπάλορ και των Φόμορ, που πέθαναν από το βλέμμα του ίδιου τους του βασιλιά. Όσοι έμειναν ζωντανοί επέστρεψαν στη θάλασσα, από όπου είχαν εμφανιστεί εκατομμύρια χρόνια πριν.

Μετά τη μάχη αυτή, οι Τουαθάν έζησαν για πολλά χρόνια στη γη των Φόμορ, ώσπου μια νέα φυλή εμφανίστηκε. Αποκαλούσαν τους εαυτούς τους ανθρώπους. Ο Ντάγκντα, γέρος πια, μάζεψε τον λαό του και τους είπε «Είμαστε ευτυχισμένοι σε αυτόν τον τόπο και εδώ θα μείνουμε για πάντα. Από σήμερα, όμως, θα μπορούν να μας δουν μόνο όσοι έχουν αθώα και καθαρή ψυχή. Μόνο αυτοί που μπορούν να δουν πίσω από αυτό που φαίνεται θα μας γνωρίσουν.» Έτσι και έγινε. Οι Τουαθάν συρρικνώθηκαν και γίναν μικροί, μικροί όσο ένα ποντίκι, και σήμερα εμείς τους γνωρίζουμε ως τα ξωτικά της Ιρλανδίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  •  Γκριν, Μιράντα-Τζέιν (1996), Μύθοι των Κελτών, Αθήνα: Εκδ. Παπαδήμας.
  • Muten, Burleigh (2004), Grandfather Mountain: Stories of Gods and Heroes from Many Cultures, Massachusetts: Barefoot Books.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κυριακή Γκουργκούλη
Κυριακή Γκουργκούλη
Γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 2004 και φοιτεί στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στον Βόλο. Ενδιαφέρεται κυρίως για την Κοινωνική Ανθρωπολογία και ειδικότερα τις Σπουδές Φύλου. Στον ελεύθερο χρόνο της διαβάζει λογοτεχνικά (και μη) βιβλία, χορεύει, παίζει βιολί και γράφει.