15.3 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ πολιτική ιδεολογία των Βαλκανικών κρατών κατά τη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή εποχή

Η πολιτική ιδεολογία των Βαλκανικών κρατών κατά τη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή εποχή


Του Γιάννη Μάρκελλου,

Η μεταφορά της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε απαρχή νέων εξελίξεων. Η πολιτική έκφραση του Βυζαντινού κράτους βασίστηκε στην αντίληψη της θείας προέλευσης της εξουσίας. Ως εκ τούτου, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας ήταν το πρόσωπο εκείνο που θεωρήθηκε «σκεύος εκλογής» της θείας πρόνοιας. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Αυτοκράτορα να αποτελέσει τον μοναδικό φορέα της παγκοσμιότητας της κοσμικής εξουσίας. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βασίστηκε στο imperium, ενώ η μεταφορά της έδρας από τη Ρώμη στη νέα Ρώμη κληροδότησε τον Χριστιανισμό και τη Χριστιανική διδασκαλία. Όπως οι Απόστολοι κληθέντες από τον Ιησού Χριστό να διασκορπιστούν ανά τον κόσμο υπό την προσταγή του θείου κελεύσματος «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα Έθνη», έτσι και σε αυτή την περίπτωση, θα υπήρχε η ευκαιρία να «κυοφορηθεί» και η οικουμενικότητα της Αυτοκρατορίας.

Στην ιστορική αναδρομή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, παρά τις διακυμάνσεις που υπήρχαν ανά την οικουμένη στη χιλιετή ιστορική της πορεία, το «σκεύος της εκλογής», ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας δηλαδή, αποτελούσε τον ενοποιητικό παράγοντα και διασφάλιζε την ενότητα με παγκόσμια επιρροή και ισχύ. Αυτή η ενότητα αποτελούσε απόρροια της σαφούς ιεράρχησης που υπήρχε ως πολιτικό εχέγγυο. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας βρισκόταν στην κορυφή με σαφή κοσμική και θρησκευτική ισχύ, ενώ ακολουθούσαν οι ηγεμόνες ανά τον κόσμο. Από τις γραπτές πηγές που διαθέτουμε από ιστοριογράφους δεν δίνεται η δυνατότητα να αντιληφθούμε την έννοια της αυτοκρατορικής εξουσίας. Εν αντιθέσει, πληροφορίες μπορούν να γεννηθούν αν ανατρέξουμε σε νομοθετικά έργα και σε πατριαρχικά έγγραφα.

Τα Βαλκανικά κράτη επηρεάστηκαν καταλυτικά, όπως και το Βυζάντιο, σε ποικίλους τομείς της ανθρώπινης παρουσίας. Το κρατικό ιδεολόγημα στα κράτη αυτά διαφαίνεται ξεκάθαρα στην πολιτική, το δίκαιο, στο τυπικό της αυλής, το εκκλησιαστικό τυπικό επί των τελετουργιών και στα σύμβολα. Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τον τομέα της τέχνης, τη μνημειακή ζωγραφική, όπως σε προηγούμενο άρθρο μελετήσαμε. Η θρησκευτική τέχνη αποτελούσε μια ήπιας ισχύος μετάδοση των αυτοκρατορικών διαταγμάτων με σαφή προσανατολισμό, χωρίς να αποτελεί αλληγορία.

Χάρτης της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Το πολιτικό ιδεολόγημα, κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, εκφράστηκε σε έναν μεγάλο βαθμό στο Α΄ Βουλγαρικό κράτος (681–1018). Επί ηγεμονίας Ομουρτάγ, απέκτησε τεράστια πολιτική ισχύ με σαφείς τις επιδράσεις του Βυζαντινού ιδεολογήματος επί της άσκησης της κρατικής εξουσίας. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η θεία πρόνοια καθιστούσε τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα «σκεύος εκλογής», έτσι και σε πρωτοβουλγαρικές επιγραφές εμφανίζεται ο Ομουρτάγ ως εκ θεού άρχων. Η χρήση αυτού του τίτλου είχε σαφή πολιτικό αντίκτυπο προκειμένου μέσω της θείας πρόνοιας να ισχυροποιήσει τα ηγετικά του δικαιώματα. Πολλοί ήταν εκείνοι που αντέδρασαν με αυτήν την άποψη. Δεν έλειψαν πάντως οι μελετητές, όπως η Vasilka Tapkova– Zaimova, που υποστήριζαν ότι αυτός ο τίτλος του Ομουρτάγ προσιδίαζε στην αντίληψη περί μοναρχίας και θείας προέλευσης της εξουσίας των Χαγάνων. Δεν σταμάτησε εδώ το ζήτημα να απασχολεί τους μελετητές, καθώς μετέπειτα στον χρόνο, η Μαρία Νυσταζοπούλου– Πελεκίδου θα συμφωνήσει με την άποψη του Beshevliev ότι ο τίτλος «εκ θεού άρχων» είχε να κάνει με το «εκ θεού βασιλεύς» που έφεραν οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες. Με αυτόν τον έντονο διαχωρισμό ανάμεσα στο «εκ θεού άρχων» και «εκ θεού βασιλεύς» διαφαίνεται η πλήρης ανεξαρτητοποίηση του Βουλγάρου ηγεμόνα από τη θέληση του Βυζαντινού Αυτοκράτορα.

Κατά τη διάρκεια της διαμόρφωσης του πρωτοβουλγαρικού κράτους, παρατηρήθηκε η τάση του κρατικού συγκεντρωτισμού που έδωσε την ευκαιρία να εδραιωθεί περισσότερο η επιβολή του Βούλγαρου ηγεμόνα, να εκλείψουν οι φυλετικές διαιρέσεις και να υπάρχει μια σαφής διοικητική και στρατιωτική οργάνωση. Ο σκοπός θα ήταν η ενίσχυση του κύρους του ηγεμόνα και κατ’ επέκταση ολοκλήρου του Βουλγαρικού κράτους. Ο εκ θεού άρχων πέρασε από νεφελώδεις καταστάσεις μέχρις ότου το Βυζαντινό κράτος αναγνωρίσει τον τίτλο του Βούλγάαου ηγεμόνα. Αυτό πραγματοποιήθηκε μόλις το 864 με τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων, όπως πληροφορούμαστε από τον Beshevliev.

Ο Άγιος Συμεών ο Χιλανδαρινός (Στέφανος Νεμάνια κατά τον κόσμο). Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Μέσα σε αυτήν την έκρυθμη κατάσταση, προκειμένου ο Βούλγαρος ηγεμόνας να ισχυροποιηθεί τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ώστε να απαγκιστρωθεί από οποιαδήποτε προσπάθεια επιρροής του Βυζαντινού Κράτους, η εποχή του Συμεών ίσως μπορεί να χαρακτηριστεί ως η πιο ελπιδοφόρος περίοδος για το Βουλγαρικό Κράτος. Ο Συμεών κατάφερε να ισχυροποιήσει τη θεία προέλευση της εξουσίας. Γαλουχημένος με γενική μόρφωση στην Κωνσταντινούπολη, ήθελε να επιδιώξει τη δημιουργία οικουμενικής αυτοκρατορίας με παγκόσμια ισχύ. Αυτό προκάλεσε έριδες ανάμεσα στο Βουλγαρικό κράτος και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, καθώς η δεύτερη σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να δεχθεί κάτι τέτοιο. Μέσα σε αυτή τη φρενίτιδα, το πολιτικό ιδεολόγημα του Συμεώνος βρήκε το Βυζαντινό κράτος να συγκρούεται μετωπικά μαζί του.

Υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις, κύριος σταθμός στην επίδραση του Βυζαντίου στα Βαλκανικά κράτη ήταν το 1204 όταν η Δ΄ Σταυροφορία, κυρίως, προκάλεσε σοβαρές αλλαγές στη γραμμή των Βαλκανικών λαών. Το Σερβικό κράτος ιδρύθηκε το 1180 από τον Στέφανο Νεμάνια και η Βυζαντινή ιδεολογία επηρέασε σημαντικότατα τη διαμόρφωση του Σερβικού κράτους. Ο Νεμάνια δεν παρέλειψε να εκφράσει τη θεϊκή προέλευση της εξουσίας του. Αυτό το γεγονός γίνεται αντιληπτό καλύτερα από την απεικόνιση ηγεμόνων και άλλων ιστορικών προσώπων σε τοιχογραφίες διαφόρων ναών και μοναστηριών. Σε προηγούμενο άρθρο αναδείξαμε τη σημαντικότητα της μνημειακής ζωγραφικής ως έκφραση αυτοκρατορικής πολιτικής. Αυτό γίνεται ακόμα πιο πιστευτό από το πορτρέτο της Σιμωνίδας, η οποία ήταν σύζυγος του Στέφανου Μιλούτιν, και βρίσκεται στο μοναστήρι της Gracanica.

Ο τσάρος της Βουλγαρίας, Ιβάν Ασέν Β’. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Στο Β’ Βουλγαρικό κράτος, το οποίο ιδρύθηκε το 1185, εκφράστηκε η ίδια τάση των ηγεμόνων να εγκαθιδρύσουν μια εξουσία, η οποία εκπορεύεται κυριολεκτικά από τη θεία προέλευση. Πρωτεργάτες αυτής της εκφραστικής πολιτικής, υπήρξαν οι αδελφοί Θεόδωρος–Πέτρος και Ασέν. Αυτό που προσπάθησαν να κάνουν οι δύο αδελφοί ήταν να υποστηρίξουν τη συνέχεια από το Α΄ Βουλγαρικό κράτος στο Β΄ Βουλγαρικό κράτος. Αυτό, όμως, αποτελούσε την αρχή. Ο ισχυρός και κραταιός ηγεμόνας, Ιβάν Ασέν Β΄, ο οποίος με διορατικότητα και ρώμη αντιλαμβανόμενος τη διάσπαση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οιστρηλατήθηκε από ένα μεγαλεπήβολο όνειρο προκειμένου να ιδρύσει μια Βουλγαρο–βυζαντινή Αυτοκρατορία, με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Αυτό το όνειρο θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα, παρόλα αυτά, η συμμαχία με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας τον έκανε να επιδοθεί στον κοινό αντιλατινικό αγώνα.

Στο παρόν άρθρο, δόθηκε η ευκαιρία να ανιχνεύσουμε από συγκριτικής άποψης τη βυζαντινή πολιτική, που έβρισκε εκ θεού παρμένη την πολιτική εξουσία. Αυτό το γεγονός το είδαμε να γίνεται πράξη τόσο στη Βουλγαρία όσο και στη Σερβία. Βέβαια, κάθε κράτος είχε τις δικές του καταβολές και τα δικά του χρονικά πλαίσια μέσα στα οποία διαμορφώθηκε. Επομένως, είναι πασιφανές πως η εξέλιξη της πολιτικής ιδεολογίας σε κάθε κράτος υπήρξε διαφορετική ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες και τις δυνατότητες κάθε πολιτικού μορφώματος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Θεοδοσίου, Στράτος, (2015), Βυζάντιο και Σλάβοι, Αθήνα: Δίαυλος.
  • Νυσταζοπούλου, Πελεκίδου, Μαρία, (2021), Γεωπολιτική και πολιτισμός στα μεσαιωνικά Βαλκάνια: Το Βυζαντινό πρότυπο, Αθήνα: Λειμών.
  • Φιλίππου Κ., Φίλιππος, (2001), Το πρώτο Βουλγαρικό κράτος και η Βυζαντινή Οικουμενική Αυτοκρατορία (681-852), Αθήνα: Ηρόδοτος.
  • Luttwark, Edward, (2009), Η υψηλή στρατηγική της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Αθήνα: Τουρίκης.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιάννης Μάρκελλος
Γιάννης Μάρκελλος
Γεννήθηκε το 2000 και μεγάλωσε στην Κόρινθο. Φοιτητής του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων. Γνωρίζει πολύ καλά Αγγλικά και Γερμανικά, ενώ μαθαίνει Κινέζικα. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται επισταμένως με τη μελέτη των θρησκειών, διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία και μελετά τον Ασιατικό πολιτισμό. Ακόμα, συμμετέχει σε σεμινάρια πολιτισμικής διπλωματίας.