Του Γεωργίου Ι. Θεοδωρόπουλου,
Το πανεπιστήμιο συγκροτεί έναν θεμελιώδη θεσμό παροχής ανώτατης εκπαίδευσης στα σύγχρονα εκδημοκρατισμένα κράτη και εξασφαλίζει την εξελιξιμότητα και τη συνοχή του συνόλου της κοινωνίας, αφού εξ ορισμού συνιστά τον χώρο εκείνο, στον οποίο θεραπεύονται ζητήματα επί παντός επιστητού. Η φιλοσοφία της παροχής μιας ανωτέρας γνώσης, καθιστώντας τον πολίτη πεπαιδευμένο, εντοπίζεται ήδη στις αρχαίες πόλεις-κράτη, με προεξάρχουσα αυτή της Αθήνας. Οι δυο σπουδαίες σχολές του αρχαίου κόσμου, αυτή του Πλάτωνα και ακολούθως το Λύκειο του Αριστοτέλη, απετέλεσαν τους φυσικούς προδρόμους των σύγχρονων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Ωστόσο, για να είμαστε ακριβέστεροι, η σημερινή οργανωτική δομή των πανεπιστημίων ομοιάζει και πηγάζει από τον Μεσαίωνα και τα πρώτα Studia generalia.
Ο όρος αυτός γρήγορα αντικαταστάθηκε από τον –περισσότερο οικείο– Universitas που καθιερώθηκε κατόπιν και καταδεικνύει ακριβώς εκείνη την ιδιότητα της συσσωμάτωσης εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων, εν είδει αδελφότητας και υπό όρους συντεχνίας. Η ρήξη της πανεπιστημιακής κοινότητας με την κοσμική και την εκκλησιαστική εξουσία, οδήγησε και στην εμφάνιση των πρώτων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, υπό την προαναφερθείσα μορφή συσσωματώσεων λογίων και σπουδαστών τον 12ο αιώνα. Δηλαδή, η δράση για χειραγώγηση των σχολών –από τις κατά τόπους επισκοπές– πυροδότησε την παρεπόμενη αντίδραση για χειραφέτηση αυτών από τους εκκλησιαστικούς κόλπους. Κατ’ επέκταση, όσο σκοτεινή κι αν τείνει να παρουσιάζεται η περίοδος του Μεσαίωνα, θα ήταν παράλειψη αν δεν αναγνωρίζαμε πως –εκτός των άλλων– ο Μεσαίωνας προσέφερε τα μέγιστα στην οργανωμένη παροχή ανώτατης εκπαίδευσης. Κατά τον Γάλλο φιλόσοφο, Εντγκάρ Μορέν, το πανεπιστήμιο αποτελεί την πρωτότυπη συμβολή της μεσαιωνικής χριστιανοσύνης στην παιδεία.
Η εξασφάλιση των θεμελιωδών αρχών λειτουργίας ενός πανεπιστημίου δεν ήταν ούτε αυτονόητη, ούτε νομοτελειακή· εν αντιθέσει, αποτελεί κεκτημένο σύγκρουσης πολλαπλών δυνάμεων και ρήξης διαφορετικών αξιακών συστημάτων. Άμα τη εμφανίσει, λοιπόν, η πανεπιστημιακή κοινότητα επεδίωξε την οριοθέτηση του ρόλου της ως φραγμού στις έξωθεν παρεμβάσεις –επί των λειτουργιών της– και τη διατράνωση της αυτοτέλειάς της έναντι της εκκλησιαστικής και της μοναρχικής παρεμβατικότητας.
Ο ύστερος Μεσαίωνας συνετέλεσε σε μια εποχή εντυπωσιακής πνευματικής ευδοκίμησης, καθώς η ανάπτυξη αυτή, έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με την πρώιμη κοινωνία της μεσαιωνικής Ευρώπης, όπου το βασικό μέλημα των ανθρώπων της ήταν η επιβίωση. Η εκπαίδευση και η μάθηση θεωρούνταν σημαντικές μόνο σε περίπτωση που κάποιος επιθυμούσε να χειροτονηθεί, αφού πρώτα προσλάμβανε –δια της διδαχής– την έννοια του Θεού. Ορθή είναι η διαπίστωση πως η πνευματική πρωτοκαθεδρία της Εκκλησίας τροφοδότησε την εκπαιδευτική διαδικασία, ήδη από την καρολίγγεια περίοδο, θέτοντας στέρεα θεμέλια για τη μετέπειτα εκπαιδευτική δραστηριότητα.
Ποιο είναι, όμως, το χρονικό σύστασης των πρώτων πανεπιστημίων και ποια η οργανωτική τους δομή;
Τον 11ο αιώνα, οι εξελίξεις οι οποίες σημειώθηκαν στον χώρο της Φιλοσοφίας και της Θεολογίας, επέτειναν την αύξηση της πνευματικής κίνησης του μεσαιωνικού κόσμου. Οι υποστηρικτές του ρεαλισμού αντιτάχθηκαν στη στενή φιλοσοφική σκέψη που πρέσβευε η θρησκεία, ενώ οι φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις αναθερμάνθηκαν μετά την –εκ νέου– ανακάλυψη του έργου του Αριστοτέλη και της έμφασης που αυτός έδινε στον εμπειρισμό. Θα πρέπει να καταστεί σαφές πως μέχρι και τα χρόνια αυτά, η έννοια της εκπαίδευσης ετεροκαθοριζόταν από αυτή της άκρατης θρησκοληψίας και σκοπός ήταν η μόρφωση, η οποία προσέβλεπε αυστηρά στην αναθεώρηση των πατερικών κειμένων και στην επίλυση των δογματικών θεμάτων. Κατά συνέπεια, οι μοναδικές σχολές που διατηρούνταν ήταν από την εκκλησία και στόχος αυτών ήταν η παραγωγή άξιων κληρικών.
Από το δεύτερο ήμισυ του 12ου αιώνα, παρατηρήθηκε άνθηση των εκκλησιαστικών σχολείων στην Ευρώπη, σηματοδοτώντας τη μετάβαση της διδακτικής διαδικασίας από τα μοναστήρια στις μεγάλες πόλεις. Επομένως, οι υπάρχουσες μοναστηριακές σχολές έπαψαν να αποτελούν δυναμικό πόλο έλξης των νέων, λόγω του αποκεντρωτικού τους χαρακτήρα και των αναχρονιστικών μοντέλων διδασκαλίας, αιτίες οι οποίες –κατά τον ιστορικό Ζαχαρία Τσιρπανλή– τις μετέτρεψαν «σ’ ένα μέτριο περιφερειακό σχολείο». Το κέντρο βάρους, πλέον, μετατοπίζεται στις πόλεις, όπου η εκκλησία επιδιώκει την ποδηγέτηση και τον έλεγχο κάθε νέας εκπαιδευτικής δομής.
Ως αντιπρόσωπος και δοτός από την Επισκοπή, ο γραμματέας του καθεδρικού συμβουλίου απειλούσε την αυθυπαρξία των σχολών, καθώς η επίσημη Εκκλησία διατηρούσε κατ’ αποκλειστικότητα τη χορήγηση της licentia ubique docendi (άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του καθηγητή). Έκτοτε, μέσα από σύνθετες κινητοποιήσεις των πανεπιστημιακών κοινοτήτων, ξεκινάει ένας αγώνας αποπομπής του γραμματέα του καθεδρικού από τις υποθέσεις των Universitas Magistrorum et Scholarium (συντεχνίες διδασκάλων και φοιτητών), ο τερματισμός του οποίου επισφραγίζεται το καλοκαίρι του 1231, όταν ο πάπας Γρηγόριος Θ’ επικυρώνει εγγράφως (δια της βούλας parens scientarium) την ανεξαρτησία του πανεπιστημιακού σώματος και καθορίζει τη σχέση του με τις Επισκοπές.
Συναγωνιζόμενοι την παπική εξουσία, οι κοσμικοί άρχοντες θέλησαν, επίσης, να διεκδικήσουν λόγο επί των ζητημάτων των πανεπιστημίων, παραχωρώντας τους μια σειρά προνομίων και εξαπολύοντας έριδες εναντίον όσων δεν συμμορφώνονταν με τις αποφάσεις τους. Η κυριότερη εξ αυτών ήταν η θέσπιση ειδικών δικαστηρίων εκδίκασης των ανομιών που διέπρατταν οι φοιτητές, οι οποίοι σύμφωνα με τις πηγές: «[…] φωτίζουν τον κόσμο με την επιστήμη τους και διδάσκουν τους υπηκόους μας να ζουν με υπακοή στον Θεό και σε μας, τον εκπρόσωπό του».
Η επίδραση –της μιας επί της άλλης– των τριών αυτών δυνάμεων, των βασιλέων, του ιερατείου και του universitas, οδήγησε στην ανάδυση μιας ουδέτερης πανεπιστημιακής ζώνης μάθησης και διανόησης, η οποία με τη σειρά της επέφερε την ασυδοσία και την ελευθεριότητα της φοιτητιώσας νεολαίας. Η ροπή των νέων φοιτητών προς τον έκλυτο βίο είναι καταφανής μέσα από την περιγραφή του μοναχού Ιωάννη του Βιτρί, ο οποίος αποκαλύπτει πως: «ήταν πιο ακόλαστοι από τον απλό λαό. Δεν θεωρούσαν αμάρτημα την μοιχεία. Από την μέση του δρόμου, οι πόρνες τραβούσαν τους περαστικούς κληρικούς μέσα στα πορνεία, σχεδόν με το ζόρι. Αν οι κληρικοί δεν δέχονταν να μπουν εκεί, τους έλεγαν ομοφυλόφιλους […] Στο πρώτο πάτωμα κάποιου σπιτιού δίδασκαν καθηγητές, ενώ στο ισόγειο οι ιερόδουλες ασκούσαν τις επαίσχυντες συναλλαγές τους» (κατά την πρώιμη φάση η εκπαιδευτική διαδικασία, λόγω οικονομικής ένδειας, λάμβανε χώρα σε παντοειδείς χώρους, συνοικώντας ακόμα και σε οικήματα με οίκους ανοχής).
Τα studium generale διαφοροποιούνται από τις κατώτερες εκπαιδευτικές δομές ως προς τη συγκέντρωση scholars (φοιτητών) από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, τη δυνατότητα διδαχής τουλάχιστον μιας ανώτερης επιστήμης (Θεολογία, Κανονικό Δίκαιο ή Ιατρική) και τη διοικητική τους αυτονομία.
Κατά τα τέλη του 11ου αιώνα το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια ήταν το πρώτο που άνοιξε τις πύλες του, έχοντας ως κύριο αντικείμενο σπουδών το κανονικό δίκαιο και λειτουργώντας ως universitas scholarium (πανεπιστήμιο διδασκομένων). Ακολούθως, το Πανεπιστήμιο του Παρισιού αναγνωρίζεται με βούλα του πάπα Ιννοκέντιου Γ’ ως universitas magistrorum (πανεπιστήμιο διδασκόντων). Θα λέγαμε πως άτυπα διαρθρώνονται δυο ξεχωριστά αρχέτυπα πανεπιστημιακής οργάνωσης: αυτό της Μπολόνια στον Νότο και αυτό του Παρισιού στον Βορρά, την οργανωτική δομή των οποίων αντιγράφουν και άλλες σχολές της Ευρώπης (σε πόλεις οι οποίες συνειδητοποιούν την αξία σύστασης μιας ανώτατης σχολής στον αστικό τους ιστό και σπεύδουν να το πράξουν).
Στη μεν Μπολόνια, μέχρι το 1400, το σώμα των φοιτητών επόπτευε τρόπον τινά τους καθηγητές και πολλές φορές δεν δίσταζε να τους επιβάλλει πρόστιμα για ασυνέπεια προς τα ακαδημαϊκά τους καθήκοντα (όπως επί παραδείγματι την αδυναμία έγκαιρης ολοκλήρωσης της ύλης). Στο δε Παρίσι, δεν μπορούμε να πούμε πως ίσχυε κάτι αντίστοιχο. Μια ακόμα σπουδαία πανεπιστημιακή σχολή ήταν αυτή στο Σαλέρνο και αποτελούσε την ειδικότερη για την ιατρική επιστήμη.
Η άρνηση των σχολών στη μετατροπή τους σε φερέφωνα των κοσμικών και των εκκλησιαστικών αρχόντων εκδηλώθηκε πολλάκις μέσω της αποχής τους από την εκπαιδευτική διαδικασία και της ταυτόχρονης πίεσης προς τους θεσμούς, γεγονός που κατέστησε τα ιδρύματα αυτά ισότιμους εταίρους στην κοινωνικοπολιτική σκακιέρα της εποχής. Σε αυτό συνετέλεσε και η εσωτερική τους οργάνωση, η οποία λίγο πολύ ομοιάζει. Ειδικότερα, οι φοιτητές διακρίνονταν κατ’ «έθνη» (nations) –σύμφωνα με την γεωγραφική τους προέλευση– και με την σειρά τους επέλεγαν τους «πληρεξουσίους», οι οποίοι τους εκπροσωπούσαν διοικητικά, και κατόπιν εκείνοι εξέλεγαν τον «ρέκτορα» (ένα είδος κοσμήτορα), ο οποίος ετίθετο επικεφαλής εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων.
Σε ένα πανεπιστήμιο (όπως λχ. αυτό του Παρισιού) η σπουδαιότερη και πολυπληθέστερη σχολή ήταν εκείνη των επτά «ελευθέριων τεχνών» –artes liberales, (δηλ. γραμματική, ρητορική, διαλεκτική/ αστρονομία, γεωμετρία, αριθμητική και μουσική). Ένας φοιτητής όφειλε να φοιτήσει υποχρεωτικά στην προαναφερθείσα σχολή και έπειτα να προαχθεί στη Θεολογία, τη Νομική ή την Ιατρική. Η προκαθορισμένη διοικητική αυτή δομή απέτρεπε την τάση της εκκλησίας να κατευθύνει τον τρόπο λειτουργίας των πανεπιστημίων, καθώς ο πάπας επιχειρούσε διακαώς τη χειραγώγηση μέσω του διορισμού –στο αξίωμα των καθηγητών– μελών των επαιτικών ταγμάτων των Δομινικανών και των Φραγκισκανών.
Η ανάδειξη των πανεπιστημίων ως χώρων παροχής ανώτατης εκπαίδευσης και παιδείας, αλλά και ο διεθνικός τους χαρακτήρας (καθώς πλήθος κόσμου συνέρρεε από όλη την τότε οικουμένη για να γίνουν κοινωνοί της πνευματικής τους προσφοράς), επισφράγισαν τη μακροβιότητά τους. Η μακρά τους πορεία στον χρόνο νοηματοδοτείται και ενδυναμώνεται από την αυτοσυνείδηση των διδασκόντων και των διδασκομένων, όπως και από τους πολλαπλούς λίθους προσκόμματος που –διόλου τυχαία– τοποθετούνταν και τοποθετούνται στο διάβα τους. Η απαλοιφή της κοινωνικής προέλευσης στον βωμό της πανεπιστημιακής κοινότητας θα λέγαμε πως οριοθετεί έναν πρώτο πυρήνα κοινωνικής ισότητας και ελευθερίας. Αυτή η διαμορφωμένη αριστοκρατία του πνεύματος (η οποία προέκυπτε εν συνόλω και όχι προσωποπαγώς) προσδιόρισε τα υψηλά ιδανικά της ακλόνητης αποστολής της, η υγιής συνέχιση της οποίας αποτελεί το εχέγγυο του πνευματικού οργασμού που επιφυλάσσεται σε όποιον θελήσει να τον αδράξει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Καρζής, Θόδωρος (1998), Η Παιδεία στον Μεσαίωνα, Αθήνα: Εκδόσεις Φιλιππότη.
- Ζαχαρίας Ν. Τσιρπανλής (2004), Η Μεσαιωνική Δύση: 5ος – 15ος αι., Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.
- Baldwin, John W. (1971), The Scholastic Culture of the Middle Ages, 1000-1300, Lexington: Εκδόσεις D.C. Heath.
- David, Nicholas (2013), Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση και Σκέψη στην Ευρώπη 312 – 1500, Μτφ. Μαριάννα Τζιαντζή, Αθήνα: ΜΙΕΤ.
- Daly, Lowrie J. (1961), The Medieval University 1200-1400, New York: Sheed and Ward, Νέα Υόρκη.
- Jackson, W.T.H. ( 1960), The Literature of the Middle Ages, New York: Columbia University Press.
- N. Elias (1997), Η διαδικασία του πολιτισμού. Μία ιστορία της κοινωνικής συμπεριφοράς στη Δύση, Μτφ. Θεόδωρος Λουπασάκης, Επιμ. Κώστας Λιβιεράτος, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
- Wieruszowski, Helene (1966), The Medieval University, Princeton: Εκδόσεις D. Van Nostrand.
- Serge Berstein – Pierre Milza (1997), Ιστορία της Ευρώπης: από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά κράτη: 5ος – 18ος αιώνας, τόμος. 1, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.