Της Αριάδνης-Παναγιώτας Φατσή,
Η ελευθερία εγκατάστασης, αλλά και το δικαίωμα παροχής υπηρεσιών ρυθμίζονται από την ιδρυτική Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εξής ΣΛΕΕ). Τα άρθρα 56 και 57 της ΣΛΕΕ ρυθμίζουν –κάπως γενικόλογα– το δικαίωμα αυτό, με αποτέλεσμα η περισσότερη εξειδίκευση για την εφαρμογή των διατάξεων να έρχεται κατευθείαν από τη νομολογία του ΔΕΕ. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται με περισσότερη λεπτομέρεια το θεωρητικό πλαίσιο. Η παροχή υπηρεσιών είναι ασφαλώς στενά συνδεδεμένη με την εγκατάσταση. Το δικαίωμα εγκατάστασης, ως μια από τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες στον ενωσιακό χώρο, επιτρέπει να ασκηθούν σταθερές και συνεχείς οικονομικές δραστηριότητες σε άλλα κράτη–μέλη. Η ελευθερία παροχής υπηρεσιών διευκολύνει –κατά κύριο λόγο– την παροχή υπηρεσιών σε προσωρινή βάση σε άλλο κράτος–μέλος.
Παρόλα αυτά, η ελευθερία παροχής υπηρεσιών υπόκειται και σε περιορισμούς. Όπως και οι περισσότερες ελευθερίες που κατοχυρώνονται στη ΣΛΕΕ, προβλέπεται ότι η ελευθερία εγκατάστασης ή παροχής υπηρεσιών μπορεί να περιοριστεί, εάν επιδιώκεται νόμιμος σκοπός με αναλογικό τρόπο. Με εξαίρεση αμιγώς οικονομικούς σκοπούς, το ΔΕΕ έχει δεχθεί ότι νόμιμοι σκοποί, που μπορούν να κάνουν τον περιορισμό των ελευθεριών αυτών νομότυπο από τη μεριά του κράτους–μέλους μπορεί να αφορούν την προστασία του πολιτισμικού στοιχείου, την προστασία των καταναλωτών, την προστασία εργαζομένων από εκμετάλλευση και την αποφυγή καταχρήσεων αυτών των ελευθεριών. Άλλωστε, βασική αρχή του δικαίου της Ευρώπης είναι η αρχή της αναλογικότητας.
Επειδή ακριβώς το τοπίο αναφορικά με την παροχή υπηρεσιών ήταν ενίοτε θολό, η Οδηγία 2006/123/ΕΚ στόχευσε στο να προβλέψει μια μεγαλύτερης κλίμακας εναρμόνιση στα εθνικά δίκαια. Παρόλα αυτά, το νομοθετικό έργο ήρθε αντιμέτωπο με μεγάλες κοινωνικές πιέσεις και αναταραχές, καθώς υπήρξε η ανησυχία ότι η τάση προς εναρμόνιση θα συνέθλιβε τα εργασιακά δικαιώματα των πολιτών σε πολλές περιπτώσεις. Το τελικό κείμενο της Οδηγίας ήταν αρκετά πιο συντηρητικό και δεν παρέχει, ως εκ τούτου, ιδιαίτερα διαφωτιστικές –σε σχέση με το άρθρο 56– προβλέψεις. Εντούτοις, αυτό δε σημαίνει ότι δεν αποτελεί εξέλιξη στο ζήτημα της παροχής υπηρεσιών. Στο άρθρο 4 της Οδηγίας με τίτλο Ορισμοί, γίνεται αναφορά στο ποιοι λόγοι αποτελούν «επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος», για τους οποίους ένα κράτος μπορεί να περιορίσει νόμιμα την παροχή υπηρεσιών.
Τέτοιοι λόγοι, αναφέρει η παραπάνω διάταξη, μπορούν να αφορούν –ιδίως– τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης, την κοινωνική πολιτική, την προστασία δικαιωμάτων και ελευθεριών, την προστασία των καταναλωτών και άλλους πολλούς στόχους υψίστης σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία ενός κράτους, που ουσιαστικά προκύπτουν από τη νομολογία. Ουσιαστικά, η συγκεκριμένη Οδηγία εξειδικεύει πολλά από τα ασαφή πλαίσια του άρθρου 56 της ΣΛΕΕ. Αυτό δεν είναι αμελητέο σε νομοτεχνικό επίπεδο, καθώς αντικατοπτρίζει την ανάδραση ανάμεσα στο πρωτογενές δίκαιο της Ε.Ε. και τη νομολογία του ΔΕΕ. Τέλος, σε πολλά σημεία στην Οδηγία (π.χ. άρθρο 9, 10 και 13) αναφέρεται ότι η διαδικασία χορήγησης αδειών για παροχή υπηρεσιών πρέπει να είναι γνωστή από πριν και να λειτουργεί χωρίς διακρίσεις και ανόμοιες μεταχειρίσεις ίδιων περιπτώσεων.
Εξετάζοντας περισσότερο την ίδια την απόφαση, είναι εμφανές ότι ο προβληματισμός έγκειτο στο εάν και κατά πόσο ο περιορισμός της βραχυχρόνιας μίσθωσης είναι παράνομος περιορισμός της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών. Ουσιαστικά, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας ερωτά, αφενός, αν η Οδηγία του 2006 είναι εφαρμοστέα σε αυτή την περίπτωση και, αφετέρου, αν ο σκοπός της διασφάλισης, ότι δε θα υπάρχει πρόβλημα εξασφάλισης στέγης για μακροχρόνια μίσθωση σε ορισμένες περιοχές, μπορεί να θεωρηθεί επιτακτικός σκοπός δημοσίου συμφέροντος για τον περιορισμό της παροχής υπηρεσιών, αλλά και αν ο περιορισμός είναι αναλογικός.
Πέρα, όμως, από αυτά το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας, ερωτά αν η πρόβλεψη του Δήμου του Παρισιού, που θέτει προϋποθέσεις για τη βραχυχρόνια μίσθωση, αντίκειται στο άρθρο 9 ή 10 της Οδηγίας, που αφορά τη διαδικασία αδειοδοτήσεων και το γεγονός της διατύπωσης αναλογικών, σαφών, αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων. Το πρόβλημα, συνεπώς, είναι το αν ο περιορισμός στη βραχυχρόνια μίσθωση, που αιτιολογείται από την ανάγκη διασφάλισης κατοικιών για τους πολίτες των εν λόγω περιοχών, είναι νόμιμος σύμφωνα με την Οδηγία.
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας και την πρότερη νομολογία του, αποφαίνεται ότι πράγματι η Οδηγία είναι εφαρμοστέα στην περίπτωση, δηλαδή, που η βραχυχρόνια μίσθωση αποτελεί παροχή υπηρεσιών με την έννοια του ΣΛΕΕ 56. Αναφορικά με τα ερωτήματα για τα άρθρα 9 και 10, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι παράνομος περιορισμός που αφορά έναν τόσο επιτακτικό σκοπό γενικού συμφέροντος, όπως την παροχή στέγης στους πολίτες που αναζητούν κατοικία. Συνεπώς, οι περιορισμοί στη βραχυχρόνια μίσθωση, αναφορικά με τη διάρκεια αυτής για συγκεκριμένα ακίνητα κρίθηκαν ως αναλογικοί.
Τέλος, το Δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν ότι τα κριτήρια για την αδειοδότηση τέτοιων επιχειρήσεων ήταν δημοσιευμένα και διαθέσιμα προς όλους, άρα δεν εξέλιπε η προϋπόθεση δημοσιότητας των κριτηρίων του άρθρου 10. Η απόφαση αυτή –ασφαλώς– είναι νομικά κατανοητή, καθώς η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί το βασικό εργαλείο για την απόφανση περί της νομιμότητας περιορισμών, αλλά έχει και αναπόφευκτες κοινωνικές προεκτάσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- ΔΕΕ: Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-724/18 και C-727/18, Απόφαση της 22 Σεπτεμβρίου 2020.
- Cuyvers, A. (2017). Freedom of Establishment and the Freedom to Provide Services in the EU. In book: East African Community Law: Book Subtitle: Institutional, Substantive and Comparative EU Aspects (eds Emmanuel Ugirashebuja, John Eudes Ruhangisa, Tom Ottervanger & Armin Cuyvers), pp. 376-391. Brill Publications.