Της Φωτεινής Παπαγιαννοπούλου,
Ζώντας σε μια εποχή που η τεχνολογία εμπλέκεται σε κάθε πτυχή της ζωής, αναρωτιέμαι αν τελικά υπάρχει το στοιχείο της ιδιωτικότητας. Παρατηρώ χρήστες –νεαρούς και μη– να εκθέτουν με ευκολία προσωπικά τους στοιχεία στον παγκόσμιο ιστό, και διερωτώμαι αν το κάνουν από γενναιότητα ή από άγνοια κινδύνου. Περνούν πολλά ερωτήματα από το μυαλό μου όσον αφορά το ζήτημα της ιδιωτικής-προσωπικής ζωής και το κατά πόσο αυτή υπονομεύεται από την άλογη, άμετρη έκθεση στο διαδίκτυο. Αυτά, λοιπόν, θα αποτελέσουν και το σημερινό θέμα του άρθρου μου.
Υπάρχουν πλατφόρμες στο διαδίκτυο που προσφέρουν δωρεάν επικοινωνία, καθώς και πρόσβαση σε προσωπικές πληροφορίες (όπως Facebook, Instagram κτλ.). Οι άνθρωποι που τα χρησιμοποιούν είναι πρόθυμοι να κοινοποιήσουν, για παράδειγμα, τον τόπο διαμονής τους, την οικογενειακή τους κατάσταση, πολιτικές πεποιθήσεις, φωτογραφίες δικές τους ή κοντινών ανθρώπων τους κτλ., γνωστοποιώντας, έτσι, πληθώρα δεδομένων σε μυριάδες χρήστες και διαχειριστές της κάθε πλατφόρμας, με αποτέλεσμα προσωπικές πληροφορίες να γίνονται κεκτημένο ανεξέλεγκτου και ασαφώς προσδιορισμένου αριθμού ανθρώπων, πράγμα που θίγει ζητήματα ασφάλειας.
Είναι σημαντικό να θυμηθούμε τον ιδιαίτερο έλεγχο που ασκήθηκε στις δημοσιεύσεις πλατφορμών την περίοδο του Κορωνοϊού. Είδαμε να «κατεβαίνουν» κοινοποιημένες απόψεις που αντέβαιναν στις κυβερνητικές και ιατρικές αποφάσεις. «Ο Gross (2020) αναφέρει ότι στο Ισραήλ η κυβέρνηση επέτρεψε στις μυστικές υπηρεσίες να προβούν σε μαζική παρακολούθηση κινητών τηλεφώνων χωρίς δικαστική εντολή, προκειμένου να ελεγχθεί η καμπύλη αύξησης των κρουσμάτων του ιού».
«Η “dataveillance” (παρακολούθηση δεδομένων), όπως χαρακτηριστικά έχει ονομάσει το φαινόμενο ο Roger Clarke (1988), επιτρέπει σε κυβερνήσεις και εταιρείες να παρατηρούν τα άτομα, με στόχο μια άνευ προηγουμένου συγκέντρωση προσωπικής πληροφορίας, αλλά και μια μορφή ελέγχου (Clarke, 1994), όπως αποκάλυψαν οι φάκελοι Snowden (Lyon, 2014) ή οι συνεντεύξεις με τον πρώην διευθυντή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών, Michael Hayden (Hayden, 2014), επιβεβαιώνοντας τον Fuchs (2014: 92) ότι «οι πραγματικές πρακτικές της εμπορευματοποίησης δεδομένων του ελέγχου των μέσων ενημέρωσης καθώς και η εταιρική και κρατική επιτήρηση περιορίζουν τη φιλελεύθερη ελευθερία της σκέψης, της γνώμης, της συνάθροισης και της συσχέτισης».
Από τα παραπάνω παραδείγματα, γίνεται αντιληπτή η έλλειψη ιδιωτικότητας εν καιρώ Covid-19. Ο ιός αποτέλεσε την αφορμή για αυτά, εφόσον δημιούργησε το κατάλληλο έδαφος για την πραγματοποίηση των προαναφερθέντων ελέγχων. Ωστόσο, στην κοινωνία της μετα-ιδιωτικότητας, οι άνθρωποι δε φοβούνται ιδιαίτερα, εφόσον, όπως έχει ήδη γίνει μνεία, εκθέτουν με κάθε ευκαιρία στοιχεία και πρόσωπα στα social media, αλλά και αποδέχονται απερίσκεπτα τα cookies. Το 2007, οι Norberg et al. (2007) καθιέρωσαν τον όρο «ιδιωτικό παράδοξο» (privacy paradox) για να περιγράψουν αυτή τη διχοτόμηση ανάμεσα στην προθυμία των ατόμων να παραχωρήσουν πρόσβαση στα δεδομένα τους με σχεδόν μηδαμινά ανταλλάγματα και στις εκπεφρασμένες ανησυχίες τους για την παραβίαση της ιδιωτικότητάς τους (Kokolakis, 2017).
Η ενεργή συμμετοχή στα κοινωνικά δίκτυα που αφορά την αυτοαποκάλυψη σχετίζεται με τρεις βασικές ανάγκες: την ανάγκη για διασκέδαση, την ανάγκη για κοινωνικές σχέσεις και την ανάγκη για την κατασκευή ταυτότητας (Debatin et al., 2009). Κατανοώντας απόλυτα αυτές τις ανάγκες, πρέπει να γνωρίζουμε τους κινδύνους της υπερέκθεσης, της μηχανικής αποδοχής των cookies, καθώς και την πραγματικότητα που λαμβάνει χώρα ασταμάτητα γύρω μας, και φυσικά αναφέρομαι στους ελέγχους και στους αποδέκτες των δημοσιεύσεών μας, που δεν έχουν πάντα καλές προθέσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ιδιωτική ζωή και επιτήρηση στο Διαδίκτυο: η εποχή της μετα-ιδιωτικότητας, ekke.gr, διαθέσιμο εδώ