Του Σταύρου Μητσιάνη,
Στο προηγούμενο μέρος, είδαμε την πρώτη σύγκρουση των Ιλλυριών με το ρωμαϊκό κράτος, και τη διεύρυνση της επιρροής της Ρώμης –για πρώτη φορά– στον ελληνικό χώρο. Στο παρόν άρθρο, θα δούμε τον Β΄ και Γ΄ ιλλυρικό πόλεμο, δηλαδή την προδοσία του Δημητρίου της Φάρου, άλλα και την τελευταία σύγκρουση με τη Ρώμη υπό την αρχηγία του Ιλλυριού Βασιλιά Γένθιου.
Μετά τα γεγονότα του 229-228 π.Χ., ο Δημήτριος απολάμβανε τα προνόμια της ισχυρής του εξουσίας. Για να εδραιώσει ακόμη περισσότερο τον εαυτό του στην πολιτική, παντρεύτηκε την Τρίτευτα, η οποία ήταν η πρώτη γυναίκα του Βασιλιά Άγρωνος και η μητέρα του ανήλικου Πίννη, τον οποίο επιτρόπευε η Τεύτα. Με αυτή τη σύζευξη, ο Δημήτριος είχε πια βασιλική υπόσταση και εξουσία. Επίσης, δεν έχασε χρόνο και άρχισε να αναμιγνύεται στα τεκταινόμενα του ελλαδικού χώρου, ξεκινώντας –πάλι– τις πειρατικές πρακτικές και την προσπάθεια ενδυνάμωσης του βασιλείου του, χωρίς –αρχικά– να παραβιάζει τους όρους της συνθήκης που είχε υπογράψει η Τεύτα με του Ρωμαίους.
Το 222 π.Χ., ανανέωσε τη συμμαχία με το βασίλειο της Μακεδονίας και εκστράτευσε μαζί τους, παρέχοντας σημαντική βοήθεια στους Μακεδόνες στη μάχη της Σελλασίας εναντίον των Σπαρτιατών. Έπειτα, άρχισε να παίρνει με το μέρος του τουμερικές ιλλυρικές φυλές, οι οποίες βρίσκονταν υπό ρωμαϊκή επιρροή, και το 220 π.Χ. έπλευσε από το λιμάνι της Λισσού με σημαντικό στόλο και στρατό, καθώς και τον διοικητή του στρατού και αργότερα βασιλιά, τον Σκερδελαίδα. Ο σκοπός της εκστρατείας ήταν η λεηλασία περιοχών της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου, γεγονός που έκανε φανερή την προδοσία του στους Ρωμαίους, καθώς είχε παραβιάσει τους περισσότερους από τους όρους της συνθήκης, όπως την απαγόρευση πλεύσης από το λιμάνι της Λισσού με παραπάνω από δύο πλοιάρια.
Από την πλευρά της Ρώμης, η προδοσία αυτή αναδείχθηκε σε μεγάλο πρόβλημα και δεν ήταν δυνατό να την ανεχθεί, καθώς υπήρχαν πολλοί λόγοι, που ο Δημήτριος έπρεπε να εξουδετερωθεί. Αρχικά, η Ρώμη έπρεπε να προστατέψει τα συμφέροντά της στην Αδριατική θάλασσα, να υποστηρίξει τις συμμαχικές ιταλικές, αλλά και τις ελληνικές πόλεις, έτσι ώστε να λειτουργήσει το περίπλοκο σύστημα που είχε εγκαθιδρύσει και τέλος, έπρεπε να σταθεροποιήσει το ανατολικό της μέτωπο, καθώς η σύγκρουση με την Καρχηδόνα του Αννίβα ήταν –πλέον– θέμα χρόνου. Ο Δημήτριος αν και δεν ανέμενε η επίθεση των Ρωμαίων να έρθει τόσο γρήγορα, είχε ήδη προνοήσει και προετοιμαστεί αναλόγως. Ενίσχυσε τα δύο σημαντικότερα φρούρια, που ήταν καίρια για την καθιέρωση της δύναμής του, αλλά και την ασφάλεια του βασιλείου του. Αρχικά, ενίσχυσε την πατρίδα του, το νησί της Φάρου, με αξιόμαχους άνδρες και το οχυρό της Διμάλης στην ενδοχώρα του βασιλείου του.
Οι Ρωμαίοι –για άλλη μια φορά– κήρυξαν τον πόλεμο στους Ιλλυριούς και απέστειλαν στρατό και στόλο, τους οποίους συνόδευαν οι δύο Ύπατοι του έτους 219 π.Χ. Βέβαια, η γρήγορη νίκη προήλθε από τις ικανότητες του Αιμιλίου Παύλου, χάρη στον οποίο κατακτήθηκε εύκολα η Διμάλη μαζί με πολλές περιοχές και φυλές των Ιλλυριών, συνθηκολογώντας μαζί τους και ορίζοντας όρους, όπως την προηγούμενη φορά. Μετά την επιτυχή εκστρατεία των Ρωμαίων στην ενδοχώρα της Ιλλυρίας, το θέατρο του πολέμου μεταφέρθηκε στο νησί της Φάρου, όπου ο Δημήτριος περίμενε τους Ρωμαίους με τους επίλεκτους άνδρες του. Αν και το νησί ήταν εξαιρετικά οχυρωμένο και δύσκολο να καταλειφθεί, οι Ρωμαίοι με τεχνάσματα και αντιπερισπασμούς κατάφεραν να απομακρύνουν τους Ιλλυριούς αρκετά μακριά από τα οχυρά τους σε ανοικτό πεδίο, οπού τους αποδεκάτισαν. Ο Δημήτριος, όμως, κατά τη διάρκεια της μάχης, παράτησε τους συμπολεμιστές του και κατάφυγε στη Μακεδονία στην αυλή του Φιλίππου Ε΄.
Οι συνέπειες ήταν εμφανείς. Οι Ρωμαίοι σταθεροποίησαν το ανατολικό τους μέτωπο, και προετοιμάζονταν για τη σύγκρουση με την Καρχηδόνα. Ωστόσο, η καταφυγή του Δημητρίου στο μακεδονικό βασίλειο, και η περίθαλψή του από τον Μακεδόνα Βασιλιά, όντας εχθρός της Ρώμης, επίσπευσε την ρήξη με τη Ρώμη. Επίσης, η προσπάθεια συμμαχίας του Φιλίππου και του Αννίβα μυστικά από την Ρώμη, και η παραμονή του Δημητρίου στη μακεδονική αυλή, κατέστησε την αναμέτρηση Ρώμης και Μακεδονίας αναπόφευκτη. Μετά από τα παραπάνω γεγονότα, ο Α΄ Μακεδονικός πόλεμος (215-204 π.Χ.) δεν άργησε να συμβεί. Επιπλέον, μέχρι το 181 π.Χ. οι Ρωμαίοι κατάφεραν να νικήσουν –για άλλη μια φορά– τους Μακεδόνες το 197 π.Χ. στις Κυνός Κεφαλές στον Β΄ Μακεδονικό πόλεμο (200-197 π.Χ.). Αυτή την περίοδο, στον ιλλυρικό θρόνο βρισκόταν ο Πλευράτος, γιος του Σκερδελαίδα, ο οποίος αποδείχθηκε σύμμαχος και φίλος της Ρώμης, όμως το 181 π.Χ. τον διαδέχτηκε ο γιος του Γένθιος. Ο τελευταίος επιχείρησε για ακόμη μια φορά να επιβληθεί στα γειτονικά ιλλυρικά φύλα και να επεκτείνει τα σύνορα του βασιλείου του, αλλά και την εξουσία του.
Το 169 π.Χ., κοντά στο τέλος δηλαδή του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου (172-168 π.Χ.), ο Μακεδόνας Βασιλιάς Περσέας προσέγγισε τον Γένθιο με μια συμμαχία κατά των Ρωμαίων, χωρίς, όμως, αρχικά να υπάρχει καθαρή συνεννόηση. Βέβαια, το 168 π.Χ. στην Πύδνα, ο μακεδονικός στρατός υπέστη μια συντριπτική ήττα από τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Έπειτα, ο Γένθιος προσπάθησε να στρατολογήσει ένα αξιόμαχο σώμα στρατιωτών και να επιβληθεί στη Ρώμη, αλλά η σύγκρουσή του με τους Ρωμαίους κράτησε μόνο τριάντα μέρες και τελείωσε με συντριπτική ήττα των Ιλλυριών. Το βασίλειο των Αρδιαίων καταλύθηκε και στη θέση του διαμορφώθηκαν από τους Ρωμαίους τρεις μεγάλες περιφέρειες. Το 167 π.Χ., έλαβε χώρα στη Ρώμη ένας πολυτελής θρίαμβος για τη νίκη των Ρωμαίων –αποφασιστική αυτή την φορά– κατά των Ιλλυριών και του Γενθίου.
Συνολικά, το βασίλειο των Αρδιαίων της Ιλλυρίας υπήρξε ένας μόνιμος κίνδυνος για τις γειτονικές περιοχές λόγω της πρόσβασής τους στην θάλασσα, των πειρατικών πρακτικών τους, αλλά και της δυσπρόσιτης φύσης της ενδοχώρας τους. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να επωφεληθεί επαρκώς από αυτά, και τελικά υπέκυψε στη ρωμαϊκή δύναμη. Επιπλέον, μέσω της Ιλλυρίας –μεταξύ άλλων– η Ρώμη βρήκε την αφορμή να διευρύνει την επιρροή της στον ελλαδικό χώρο και τη βαλκανική χερσόνησο, γεγονός που την ώθησε σε πόλεμο με τον ελληνιστικό κόσμο. Τέλος, η Ιλλυρία οργανώθηκε αργότερα σε μια επαρχία, το Ιλλυρικό (Ιllyricum), ενισχυμένη, βέβαια, και από τις γύρω περιοχές. Υπήρξε μια σημαντική επαρχία, η οποία ήταν μια από τις βασικές «δεξαμενές» στρατιωτών της αυτοκρατορίας για πολλούς αιώνες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χανιώτης, Άγγελος, (2021), Η εποχή των κατακτήσεων: O ελληνικός κόσμος από τον Αλέξανδρο στον Αδριανό 336 π.Χ. – 138 μ.Χ, Κρήτη: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.
- Crawford, Michael, (2013), Η Ρεπουμπλικανική Ρώμη, Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
- Wilkes, John, (1999), Οι Ιλλυριοί, Αθήνα: Οδυσσέας.