Του Στέλιου Καραγεώργη,
Το κενό που άφησε ο βασιλιάς Όθωνας στον ελληνικό θρόνο, οι Έλληνες επέλεξαν να καλύψουν με τον πρίγκιπα Αλφρέδο, γιo της βασίλισσας της Αγγλίας, ελπίζοντας ότι θα φέρει ως προίκα τα Επτάνησα. Ωστόσο, αυτή η επιλογή προσέκρουσε στις αντιρρήσεις των άλλων δύο προστάτιδων δυνάμεων, με αποτέλεσμα να επιλεγεί ως νέος μονάρχης της Ελλάδος ο πρίγκιπας Γεώργιος, γιoς του διαδόχου της Δανίας. Η Μ. Βρετανία ήταν διατεθειμένη να προικοδοτήσει τον νέο βασιλιά με τα Επτάνησα, ώστε να ενισχύσει τα ερείσματά της στην ελληνική κοινή γνώμη, και, παράλληλα, να απωλέσει μια ιδιότυπη αποικία, στην οποία ξεσπούσαν συνέχεια εξεγέρσεις. Ωστόσο, πριν αποχωριστεί τις ιόνιες κτήσεις της, επιθυμούσε να επιβληθεί στα νησιά ουδετερότητα και να κατεδαφιστούν τα οχυρά τους. Ο Έλληνας εκπρόσωπος στο Λονδίνο, Χαρίλαος Τρικούπης, μέσα από δύσκολες διαπραγματεύσεις κατάφερε να περιορίσει την ουδετερότητα μόνο στην Κέρκυρα και στους Παξούς, αλλά δεν απέφυγε την κατεδάφιση κάποιων οχυρών, απαίτηση η οποία αποτελούσε κόκκινη γραμμή από πλευράς Αγγλίας, για να ολοκληρωθεί η ένωση.
Η Συνθήκη Ένωσης των Επτανήσων υπογράφηκε τον Μάρτιο του 1864, και δύο μήνες μετά, ο τελευταίος Βρετανός Αρμοστής παρέδωσε τα νησιά στον Έλληνα απεσταλμένο Θρασύβουλο Ζαΐμη. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, 66 βουλευτές των Ιονίων εισήλθαν πανηγυρικά στο ελληνικό κοινοβούλιο. Η πρώτη εδαφική επέκταση του ελληνικού βασιλείου –μετά την Επανάσταση του 1821– είχε επιτευχθεί μέσω διπλωματίας και όχι πολέμου. Η ενσωμάτωση των Ιονίων στον εθνικό κορμό αποτέλεσε το πρώτο βήμα πραγμάτωσης της Μεγάλης Ιδέας, επεκτείνοντας τα σύνορα της Ελλάδος κατά 1.813 τετραγωνικά μίλια, και αυξάνοντας τον πληθυσμού της κατά 236.00 κατοίκους.
Την άνοιξη του 1866, οι Κρητικοί αποστέλλουν υπόμνημα στην Υψηλή Πύλη και στις Μεγάλες Δυνάμεις, απαιτώντας μείωση της φορολογίας, συμμετοχή των χριστιανών στη διοίκηση, και απονομή της δικαιοσύνης επί ίσοις όροις. Ο σουλτάνος αρνήθηκε να συμμορφωθεί στις απαιτήσεις του κρητικού λαού και τα ευρωπαϊκά κράτη αδιαφόρησαν, με αποτέλεσμα οι Κρητικοί να προβούν σε εξέγερση και μονομερή ανακήρυξη της ένωσης με το βασίλειο της Ελλάδος. Η Ελλάδα υπό την πρωθυπουργία του Βούλγαρη, αδύναμη στρατιωτικά, δεν μπορούσε να επέμβει επισήμως, αλλά απέστειλε στην Κρήτη πολεμοφόδια και εθελοντές, ανάμεσα τους και αξιωματικοί.
Σχεδόν έναν χρόνο μετά, η νέα ελληνική κυβέρνηση υπό τον Κουμουνδούρο προχωράει στην υπογραφή της Συνθήκης του Φεσλάου με τη Σερβία. Η συνθήκη προέβλεπε την από κοινού κήρυξη πολέμου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με σκοπό την απελευθέρωση ολόκληρων των Βαλκανίων και των νησιών του Αιγαίου. Η Ελλάδα αναλάμβανε την υποχρέωση να διαθέσει 30.000 στρατό, συν το σύνολο του στόλου της, και η Σερβία 60.000 στρατιώτες. Ωστόσο, αν το φιλόδοξο σχέδιο δεν ευδοκιμούσε, οι δυο χώρες δεσμεύονταν να μην καταθέσουν τα όπλα, μέχρις ότου η Ελλάδα να απελευθερώσει τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, και η Σερβία την Βοσνία και την Ερζεγοβίνη. Παρά τις επιφυλάξεις του βασιλιά Γεωργίου, η συνθήκη επικυρώθηκε, αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ μετά την παραίτηση της κυβερνήσεως Κουμουνδούρου και τον θάνατο του Σέρβου μονάρχη.
Μέσα στο 1867, ο Ομάρ πασάς κατέφτασε στην Κρήτη με στρατιωτική δύναμη 30.000 ανδρών, προχωρώντας στην καταστροφή 600 πόλεων και χωριών. Η Κωνσταντινούπολη κάλεσε την Αθήνα να διαλύσει τα σώματα εθελοντών της στην Κρήτη, και να ανακαλέσει τους Έλληνες αξιωματικούς που είχε αποστείλει. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε να συμμορφωθεί, με τις διπλωματικές σχέσεις των δύο κρατών να διακόπτονται. Οι τουρκικές αγριότητες στο νησί οδήγησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις σε διάσκεψη στο Παρίσι, χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδος. Η απόφαση που πάρθηκε στη διάσκεψη υποχρέωνε το ελληνικό βασίλειο να παρεμποδίσει οποιαδήποτε αποστολή εθελοντών και πολεμικού υλικού στο νησί, και τους Οθωμανούς να προβούν σε διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Τον Ιανουάριο του 1869, μετά την πλήρη καταστολή των εξεγέρσεων στην Κρήτη, η Αθήνα αποδέχθηκε τις αποφάσεις της διασκέψεως, μη έχοντας άλλη επιλογή. Η Ελλάς ακολούθησε την ίδια τακτική, που είχε εφαρμόσει κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, όντας ανέτοιμη στρατιωτικά. Αρκέστηκε στην αποστολή σωμάτων ανταρτών, χωρίς να διαθέτει διεθνή ερείσματα, αποτυγχάνοντας να προσαρτήσει την Κρήτη στα εδάφη της, παρά τις θυσίες του κρητικού λαού.
Το 1870, συντελείται ένα δυσάρεστο γεγονός για τη μοίρα του ελληνισμού της Μακεδονίας. Με σουλτανικό φιρμάνι αναγνωρίζεται η απόσπαση της βουλγαρικής Εξαρχίας από τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Στόχος της Εξαρχίας, ο προσεταιρισμός των σλαβόφωνων πληθυσμών της Μακεδονίας μέσω της θρησκείας. Οι χριστιανικές κοινότητες καλούνταν να επιλέξουν αν θα παραμείνουν «πατριαρχικές», ή αν θα γίνουν «εξαρχικές». Η Ελλάς, ειδικότερα μετά το 1872, με πρωτοστάτη τον βασιλιά Γεώργιο θα επιδοθεί σε έναν αντισλαβικό αγώνα με την ίδρυση ελληνικών σχολείων, επιχειρώντας την ενίσχυση της ελληνικής συνείδησης των τοπικών πληθυσμών. Ωστόσο, το μακεδονικό ζήτημα θα παραμένει –έως τις αρχές του 20ου αιώνα– σε δεύτερη μοίρα, καθώς προτεραιότητες της εδαφικής επέκτασης της χώρας αποτελούσαν οι περιοχές της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Κρήτης.
Μετά το ξέσπασμα εξεγέρσεων στη Βοσνία, στην Ερζεγοβίνη και στη Βουλγαρία κατά των οθωμανικών αρχών, τον Ιούνιο του 1876 η Σερβία και το Μαυροβούνιο κηρύττουν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τον ίδιο –περίπου– καιρό, διαρρέει στον τύπο μια μυστική συμφωνία ανάμεσα στην Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία, η οποία προέβλεπε την ανεξαρτητοποίηση της Βουλγαρίας, της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Αλβανίας. Παράλληλα, εκχωρούσε στην Ελλάδα την Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Κρήτη, ενώ καθιστούσε την Κωνσταντινούπολη ελεύθερη πόλη. Παρά τον ενθουσιασμό της ελληνικής κοινής γνώμης, η Ελλάς μετά από συστάσεις της Μ. Βρετανίας δεν πήρε μέρος στις εχθροπραξίες.
Τον Δεκέμβριο του 1876, συγκαλείται συνδιάσκεψη στην Κωνσταντινούπολη με παρέμβαση της Ρωσίας, για να συζητηθεί η διαδικασία ειρήνευσης ανάμεσα στη Σερβία και στο Μαυροβούνιο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την ήττα των δύο πρώτων στα πεδία των μαχών. Στην συνδιάσκεψη προτάθηκε στους Οθωμανούς η παραχώρηση αυτονομίας στη Βοσνία, στην Ερζεγοβίνη και στη Βουλγαρία, χωρίς, ωστόσο, να γίνεται καμία αναφορά στις ελληνικές εδαφικές προσαρτήσεις, που προέβλεπε η μυστική συμφωνία Ρωσίας–Αυστροουγγαρίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία απέρριψε τις παραπάνω προτάσεις, με αποτέλεσμα η Ρωσία να της κηρύξει πόλεμο τον Απρίλιο του 1877.
Στην Ελλάδα, λόγω της αναμενόμενης πίεσης την κοινής γνώμης για συμμετοχή στον πόλεμο, σχηματίζεται οικουμενική κυβέρνηση υπό τον ναύαρχο Κωνσταντίνο Κανάρη μετά από εισήγηση του βασιλιά. Την ώρα που ξεκινούσαν στρατιωτικές προετοιμασίες στη χώρα, ο υπουργούς Εξωτερικών Τρικούπης διαβεβαίωνε του Άγγλους πως η Ελλάδα δεν θα συμμετείχε σε πολεμικές επιχειρήσεις, ούτε θα υπέθαλπε εξεγέρσεις. Στις 21 Ιανουαρίου του 1878, μετά τη ρωσική προέλαση έως την Αδριανούπολη, σε συνδυασμό με την ασφυκτική πίεση της κοινής γνώμης, ο ελληνικός στρατός εισβάλει στη Θεσσαλία με το πρόσχημα της προστασίας των χριστιανικών πληθυσμών, χωρίς να έχει κηρυχθεί πόλεμος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για κακή τύχη της Ελλάδος, οι Ρώσοι είχαν συνάψει ανακωχή με τους Οθωμανούς δύο ημέρες πριν. Η ελληνική κυβέρνηση ανακάλεσε αμέσως τις στρατιωτικές της δυνάμεις που είχαν περάσει τα σύνορα, αλλά –ταυτόχρονα– ενίσχυσε τις τοπικές επαναστάσεις, ώστε να διαθέτει ένα διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στις διασκέψεις που θα ακολουθούσαν.
Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Ρωσία και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οδήγησαν στη συνομολόγηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, τον Φεβρουάριο του 1878. Η συνθήκη προέβλεπε την ίδρυση ανεξάρτητου βουλγαρικού κράτους, και την προσάρτηση σε αυτό της Ανατολικής Ρωμυλίας, ενός τμήματος της Θράκης, και –σχεδόν– ολόκληρης της Μακεδονίας, εκτός της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής. Για τις ελληνικές διεκδικήσεις, προέβλεπε μόνο την τήρηση των συνθηκών που προϋπήρχαν, αλλά δεν τηρούνταν σε μεγάλο βαθμό στη Κρήτη, η οποία είχε εξεγερθεί και πάλι στις αρχές του έτους. Η στάση της Ρωσίας έφερε απογοήτευση στην Ελλάδα, και –ταυτόχρονα– θορύβησε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, ιδιαίτερα την Αγγλία και την Αυστροουγγαρία, για τη ρωσική διείσδυση στα Βαλκάνια μέσω της ίδρυσης ενός σλαβικού κράτους–δορυφόρου με εκτεταμένα σύνορα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Διβάνη Λένα, Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας, 1830-1947, Καστανιώτης, Αθήνα 2000.
- Κλάψης, Αντώνης, Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923, Πεδίο, Αθήνα 2019.
- Κοτινά Μαρία Α., Το ριζοσπαστικό κίνημα στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα 2011.
- Μάζης Γιάννης Α., Ίων Δραγούμης, Ο ασυμβίβαστος, Μεταίχμιο, Αθήνα 2016.