12.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟι εμπορικές δραστηριότητες στην Κωνσταντινούπολη επί βυζαντινής περιόδου

Οι εμπορικές δραστηριότητες στην Κωνσταντινούπολη επί βυζαντινής περιόδου


Της Χρυσοβαλάντου Μανουσαρίδου, 

Το εμπόριο και οι συναλλαγές ήταν ευρέως διαδεδομένα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, καθώς οι εμπορικές δραστηριότητες ήταν αυτές που ανέκαθεν συνέβαλλαν στην οικονομική ευρωστία μιας αυτοκρατορίας, μιας πολιτείας, μιας οργανωμένης κοινωνίας γενικότερα. Από τις πρωτόγονες ήδη κοινωνίες, η σημασία του εμπορίου ήταν καθοριστική για την ανάπτυξη και βελτίωση της κοινότητας. Μια τόσο μεγάλη αυτοκρατορία όπως η Βυζαντινή και μια τόσο μεγάλη πόλη όπως η Κωνσταντινούπολη είχαν επιδωθεί σε διάφορους εμπορικούς κλάδους και θα είχαν εμπορικές σχέσεις με πολλές πόλεις και λιμάνια.

Η ανάπτυξη του εμπορίου στην Κωνσταντινούπολη οφειλόταν προφανώς στην ιδανική γεωγραφική της θέση, και τη στενή σχέση της με τη θάλασσα. Υπήρχαν τρεις κατηγορίες εμπορίου, ανάλογα με τις αποστάσεις και τα είδη των εμπορευμάτων: α) το τοπικό εμπόριο, που αφορούσε περιοχές εμβέλειας μικρότερης των 50 χλμ., β) το περιφερειακό εμπόριο, που αφορούσε ανταλλαγές προϊόντων σε εμβέλεια μικρότερη των 300 χλμ., και γ) το διαπεριφερειακό εμπόριο, που κάλυπτε αποστάσεις μεγαλύτερες των 300 χλμ. και αφορούσε κυρίως εισαγωγές και εξαγωγές ειδών πολυτελείας. Το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων γινόταν με μεγάλα ιστιοφόρα πλοία που έπλεαν σε όλη την Μεσόγειο και έφταναν μέχρι την Αγγλία και τις μακρινές Ινδίες. Ευνοϊκότεροι μήνες για τα μακρινά ταξίδια ήταν το διάστημα από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο, που οι καιρικές συνθήκες ήταν καλύτερες και οι κίνδυνοι σαφώς λιγότεροι.

Χάρτης της Κωνσταντινούπολης κατά την βυζαντινή περίοδο. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Μιας και η Βυζαντινή αυτοκρατορία υπήρξε μια πανίσχυρη δύναμη που διήρκεσε αρκετούς αιώνες πριν την οριστική της πτώση, πρέπει να λάβουμε υπόψιν τις διάφορες χρονικές περιόδους και τις εμπορικές δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν σε κάθε εποχή. Κατά τον 4ο-6ο αιώνα, οι ανάγκες του πληθυσμού της Πόλης ήταν ιδιαίτερα αυξημένες, καθώς η πρωτεύουσα της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αριθμούσε περίπου 300.000-500.000 ψυχές. Εισαγωγές σιτηρών, λαδιού και κρασιού γίνονταν για να καλυφθούν οι επισιτιστικές ανάγκες. Το μεγαλύτερο μέρος των σιτηρών προερχόταν από την Αίγυπτο. Δύο με τρεις φορές το χρόνο, μεγάλος στόλος με πολυάριθμα πλοία ξεφόρτωνε στα λιμάνια της Κωνσταντινούπολης τις απαιτούμενες ποσότητες σιτηρών. Γίνονταν, επίσης, εισαγωγές ψαριών και κρεάτων, προϊόντα τα οποία πωλούνταν σε εξειδικευμένες αγορές. Για τη μεταφορά, εκφόρτωση και αποθήκευση των προϊόντων υπήρχαν και οι κατάλληλες υποδομές. Το λιμάνι του Ιουλιανού και αργότερα του Θεοδοσίου, μαζί με σιταποθήκες, βοήθησαν στην αύξηση της χωρητικότητας των υποδομών.

Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα, πολιτικές, θρησκευτικές και κοινωνικές συγκρούσεις διαταράσσουν την αυτοκρατορία. Ασφαλώς η οικονομία δεν έμεινε ανεπηρέαστη. Το εμπόριο περνά σοβαρή κρίση, καθώς η Αίγυπτος και άλλες περιοχές της Ανατολής καταλαμβάνονται από τις αραβικές δυνάμεις. Οι θαλάσσιες συγκοινωνίες μαστίζονται από την πειρατεία και οι χερσαίοι δρόμοι περιορίζονται αρκετά λόγω των αραβοσλαβικών επιδρομών. Ουσιαστικά, μόνο το τοπικό εμπόριο λαμβάνει χώρα, μιας και η επαφή με μακρινές περιοχές δεν είναι ακατόρθωτη, σίγουρα όμως είναι πολύ δύσκολη.

Ο 9ος και 10ος αιώνας χαρακτηρίζονται από πολιτική και οικονομική άνθιση. Το περιφερειακό εμπόριο στηριζόταν στις περιοχές της Θράκης, της Βουλγαρίας και του Εύξεινου Πόντου. Βούλγαροι και Ρώσοι έμποροι εισήγαγαν μέλι, κερί γούνες και λινά, ενώ Βυζαντινοί έμποροι εξήγαγαν είδη πολυτελείας. Το εσωτερικό εμπόριο στις αγορές της Κωνσταντινούπολης αποτελούνταν από κρασί, ελαιόλαδο, κρέατα, παστά ψάρια, αλάτι, ξυλεία, κεραμικά είδη και μάλλινα υφάσματα.

Τον 11ο και 12ο αιώνα, η «Εμπορική Επανάσταση» ενίσχυσε σημαντικά τις εμπορικές δραστηριότητες των Βυζαντινών, κυρίως με τις ιταλικές πόλεις. Οι εξαγωγές μεταξωτών και τροφίμων, καθώς και οι εισαγωγές μπαχαρικών, αρωμάτων και πολύτιμων λίθων παρέμεναν σταθερές εμπορικές συναλλαγές. Το 1082, ωστόσο, λόγω οικονομικών δυσκολιών, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός προχωρά στην παραχώρηση εμπορικών προνομίων στους Ιταλούς. Ιδιαίτερα η Βενετία, αλλά και αργότερα η Γένουα και η Πίζα, επωφελούνται από τις καινούριες εμπορικές διατάξεις και κυριαρχούν σιγά σιγά στον Βόσπορο, εκτοπίζοντας σημαντικά τους βυζαντινούς εμπόρους.

Αξονομετρική απεικόνιση της Κωνσταντινούπολης. Πηγή εικόνας: worldhistory.org

Οι τελευταίοι αιώνες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας βρίσκουν το εμπόριο σε δεινή θέση. Η «αρχή του τέλους» φαίνεται να είναι προ των πυλών. Η τέταρτη σταυροφορία, η οποία ήταν και η πιο οδυνηρή για το Βυζάντιο, έμελλε να δυσχεράνει ακόμη περισσότερο τις εμπορικές κινήσεις. Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, η Βενετία παίρνει μεγάλο μερίδιο της πόλης ελέγχοντας τα λιμάνια και συνεπώς το εμπόριο. Βενετοί έμποροι εγκαθίστανται στην πόλη, δημιουργώντας πλέον και δικές τους συνοικίες. Επιρροή άσκησαν επίσης και οι Γενουάτες έμποροι, οι οποίοι απαλλαγμένοι από φορολογικούς δασμούς κυριάρχησαν στον Εύξεινο Πόντο. Είναι γνωστό ότι μετά το 1261 η εισαγωγή σιτηρών στην πρωτεύουσα γινόταν από Γενουάτες εμπόρους.

Γεγονός αποτελεί ότι η αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης άρχισε από τον 14ο και 15ο αιώνα να ασχολείται με το εμπόριο, μετά τη σημαντική απώλεια επαρχιών της από τις οθωμανικές κατακτήσεις. Για την ανώτερη τάξη, η ενασχόληση με τον εμπορικό κλάδο θεωρούνταν ταπεινωτική, καθώς παρά τις οικονομικές απολαβές που προσέφερε το επάγγελμα, η ιδιότητα του εμπόρου ήταν αμφιβόλου αξίας. Στην ίδια κατηγορία υπάγονταν οι τραπεζίτες και οι επιχειρηματίες. Η δραστηριότητά τους δε θεωρείτο ιδιαίτερα ευυπόληπτη ούτε από το κράτος, ούτε από τους πολίτες, και μάλλον αυτό οφειλόταν στη γενικότερη πεποίθηση ότι ήταν απατεώνες. Η δυσπιστία του κράτους προς τους εμπόρους δικαιολογεί τον διαρκή και αυστηρό έλεγχο. Κρατικοί υπάλληλοι εισέπρατταν τους δασμούς, τελωνιακοί σταθμοί υπήρχαν για την εύρυθμη λειτουργία του εμπορίου, μέχρι και ειδικό βιβλίο υπήρχε, το «Επαρχικόν Βιβλίον», για την ομαλή λειτουργία των συντεχνιών.

Όπως κάθε οργανωμένη κοινωνία, έτσι και το Βυζάντιο ανέπτυξε τις εμπορικές του δραστηριότητες και κατάφερε να επιβιώσει παρά τις πολλαπλές αναταραχές που υπέστη. Η ενίσχυση του εμπορίου επέφερε μεγαλύτερες οικονομικές ανέσεις και συνέβαλε στη λαμπρή πορεία της βυζαντινής αυτοκρατορίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • World History Encyclopedia, Το εμπόριο στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Διαθέσιμο εδώ
  • Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ως κέντρο εμπορίου, Διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χρυσοβαλάντου Μανουσαρίδου
Χρυσοβαλάντου Μανουσαρίδου
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1999, έλκοντας την καταγωγή της από το Πρόχωμα Χαλκηδόνας όπου και μεγάλωσε. Είναι τελειόφοιτη φοιτήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα εργάζεται στην ιδιωτική εκπαίδευση. Γνωρίζει άριστα αγγλικά και κατέχει βασικές γνώσεις ισπανικών. Στον ελεύθερό της χρόνο διαβάζει βιβλία και παίζει τένις.