Της Μαρίας Πέπονα,
Μετά τον τουρκικό πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1919 – 1922), κατά τον οποίο ο Mustafa Kemal Atatürk αναδείχθηκε ως αδιαμφησβήτητη ηγετική προσωπικότητα, και με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, σταθεροποιήθηκαν τα όρια του σύγχρονου τουρκικού κράτους ως μονοκομματική Δημοκρατία με Πρόεδρό της τον ίδιο, καταλύοντας τον θεσμό του σουλτανάτου. Σταδιακά, όλες οι εξουσίες συγκεντρώθηκαν στο πρόσωπο του Kemal. Τότε έγινε η έναρξη του μεταρρυθμιστικού έργου που θα βασίζονταν στην κεμαλική ιδεολογία, δίνοντας τελικά το έναυσμα για τον «εκδυτικισμό», δηλαδή την ενσωμάτωση της κοσμικότητας και του εκσυγχρονισμού στο τουρκικό γίγνεσθαι, απομακρύνοντάς την από τις ισλαμικές παραδόσεις και το οθωμανικό παρελθόν.
Τι είναι, όμως, ο «Κεμαλισμός»; Πρόκειται για μία ιδεολογία που διαμορφώθηκε από τον Atatürk. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο Κεμαλισμός δεν εκφράστηκε ποτέ με απόλυτη σαφήνεια από τον ιδρυτή του, γεγονός που έφερε ως αποτέλεσμα την αλλοίωση του περιεχομένου του με το πέρασμα του χρόνου και τη νόθευσή του για πολιτικές σκοπιμότητες. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ιδεολογία οργανώνεται στα εξής έξι βέλη, τα οποία αποτελούσαν και προγραμματικούς στόχους του κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (Cumhuriyet Halk Partisi – CHP):
- Εθνικισμός (Milliyetçilik)
- Εκκοσμίκευση (Laiklik)
- Λαϊκισμός (Halkçılık)
- Κρατισμός (Devletçilik)
- Ρεπουμπλικανισμός (Cumhürıyetçilik)
- Επαναστατισμός / Μεταρρυθμισμός (Devrimçilik / İnkılâpçılık)
Δομικό συστατικό, το οποίο επιδιώχθηκε από τις κεμαλικές μεταρρυθμίσεις και για την επίτευξη των ανωτέρω, ήταν ο διαχωρισμός της πολιτικής ζωής από εκείνη της θρησκείας. Πιο συγκεκριμένα, οι διεργασίες για τη διαφοροποίηση των πολιτικών υποθέσεων από τις ισλαμικές νουθεσίες επιχειρήθηκε μέσω μιας σειράς θεσμοθετήσεων, που, μεταξύ άλλων, περιλάμβαναν την κατάργηση του χαλιφάτου, των μουσουλμανικών ιεροδιδασκαλείων και αδελφοτήτων, την άρση ισχύος του θρησκευτικού νόμου, αλλά και την απαγόρευση του φεσιού.
Παράλληλα, η θρησκεία και οι σχετιζόμενες με αυτήν πτυχές πλέον ενσωματώνονταν στη δικαιοδοσία της κεντρικής διοίκησης μέσω της ίδρυσης της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet). Η δυναμική κοσμικότητα που προωθούνταν από τους κεμαλικούς κύκλους θα εντάσσονταν στην τουρκική πραγματικότητα ως μια «νέα θρησκεία» που θα ήταν εντελώς ταιριαστή με εκείνη του Ισλάμ.
Οι ισλαμιστές τώρα, όπως και τότε, αντιδρούν στις νεωτερικές μεταρρυθμίσεις, εναντιωμένοι τόσο στις αλλαγές όσο και στα ίδια τα αποτελέσματα του εκσυγχρονισμού, υπό το επιχείρημα –μεταξύ άλλων– ότι αυτά δε συμφωνούν σε μεγάλο μέρος με τις ισλαμικές αξίες. Οι θρησκευόμενοι μουσουλμάνοι εξέλαβαν την εφαρμογή των όρων της αυστηρής εκκοσμίκευσης ως προσπάθεια περιορισμού των διαστάσεων ελέγχου και της θέσης του Ισλάμ στην κοινωνία, ταυτίζοντάς την με τον ρεπουμπλικανικό αυταρχισμό. Η ισλαμιστική τάση, θέτοντας το Ισλάμ στον πυρήνα της πολιτικής δραστηριοποίησης, οδηγεί τους θρησκευόμενους στο να εξωτερικεύουν μια ρητορική περί «ενδοαποικιοκρατίας», προερχόμενη από τις ισχυρές εγχώριες ομάδες που είναι φιλικά προσκείμενες προς τη Δύση. Ταυτόχρονα, καλούν τον λαό σε έναν δεύτερο «Αγώνα Ανεξαρτητοποίησης», όμοιο με εκείνον του Μεγάλου Πολέμου. Οι Τούρκοι ισλαμιστές είναι υπέρμαχοι του ακραίου εθνικισμού και των πολιτικών εκδηλώσεών του και σε πολλές περιπτώσεις τάσσονται υπέρ ενός «μουσουλμανικού ουνιβερσαλισμού».
Προς τούτοις, υποστηρίζουν την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της «χρυσής της περιόδου», όπως την χαρακτηρίζουν, καθώς και την ανακατάληψη μιας θέσης ανάλογης με εκείνη που κατείχε όταν κυριαρχούσε στο διεθνές σκηνικό. Επιπλέον, ο τελευταίος σουλτάνος των Οθωμανών, ο επονομαζόμενος ως «Ερυθρός Σουλτάνος» (εξαιτίας του κομβικού ρόλου του στις πρώτες σφαγές των Αρμενίων κατά το 1895), ο Abdülhamid Β’ αποτελεί σημείο αναφοράς για το ισλαμοεθνικιστικό ιδεολόγημα, αφού εκπροσωπεί τον συντηρητικό εκσυγχρονισμό δια της ανάπτυξης της πολιτικής του πανισλαμικού προσανατολισμού. Συνδυαστικά, η παραμερισμένη από τον κρατικό μηχανισμό ισλαμική συσσωμάτωση άρχισε σταδιακά να εργαλειοποιεί τα παρεχόμενα από τη δημοκρατία μέσα προς όφελός της. Όταν οι κατάλληλες συνθήκες διαμορφώθηκαν, η κοινότητα αυτή που είχε χάσει τη φωνή της εντός του ευρύτερου κεμαλικού πλαισίου μπόρεσε να εκπροσωπηθεί μέσω της δημιουργίας κομμάτων που εξέφραζαν ισλαμικές θέσεις στον πολιτικό τομέα.
Σήμερα το εξέχον κόμμα του πολιτικού Ισλάμ –κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Adalet ve Kalkınma Partısı /AKP)– βρίσκεται στην τουρκική εξουσία από την εκλογική του νίκη το 2002. Στην πραγματικότητα, το κόμμα της συντηρητικής δημοκρατίας καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του ανέδειξε διαδοχικά πολλές διαφορετικές πλευρές. Πρωτίστως, ανέδειξε τον φιλελευθερισμό στο πεδίο της οικονομίας, ενώ ο συντηρητισμός στον πολιτισμικό τομέα και η δημοκρατικότητα στην πολιτική ήταν στη βασική του φαρέτρα, ώστε να προσεγγίσει τη Δύση, αλλά και τη φιλελεύθερη εσωτερική εκλογική βάση που παρέμενε διστακτική. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, επικρατεί όλο και εμφανέστερα η αυταρχική ισλαμο-εθνικιστική όψη του, γεγονός που αποτυπώνεται και στη ρητορική του ηγέτη του.
Η περίοδος Erdoğan συνέβαλε στην πολυεπίπεδη μεταβολή της εξωτερικής και εσωτερικής σύνθεσης της Τουρκίας. Προερχόμενος από την ανανεωτική πτέρυγα του ισλαμιστικού κινήματος, ο Recep Tayyip Erdoğan κατάφερε να μεταμφιέσει τις ισλαμικές αξίες σε συντηρητικές, ώστε να εισαχθούν στον δημόσιο λόγο του κόμματος. Όταν, τελικά, οι ισλαμιστές ανέλαβαν την εξουσία και με το πέρασμα των χρόνων ισχυροποιήθηκαν, θέτοντας υπό τον έλεγχό τους το σύνολο των θεσμών του τουρκικού κράτους, μπόρεσαν να ακολουθήσουν τον δρόμο του αυταρχισμού.
Πιο συγκεκριμένα, δόθηκε έμφαση στην ενδυνάμωση των σχέσεων της Τουρκίας με τα μουσουλμανικά κράτη και αμελήθηκε η ευρωπαϊκή της πορεία, ενώ, παράλληλα, επιδιώχθηκε η εφαρμογή ενός σχεδίου αυταρχικής καπιταλιστικής ανάπτυξης παρόμοια με τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν στις νοτιοανατολικές χώρες της Ασίας. Επαναλειτούργησαν οι θρησκευτικές σχολές, επανεισήχθησαν τα μαθήματα θρησκευτικών στα σχολεία, ενώ η γυναικεία μαντίλα εμφανίστηκε δυναμικά στις δημόσιες υπηρεσίες και τον στρατό. Ακόμη, ενεργοποιήθηκε περαιτέρω η κοινωνική δράση των οργάνων-φορέων του Ισλάμ στην τουρκική κοινωνία, ταυτόχρονα με τον κρατικό έλεγχο και τον περιορισμό των ελευθεριών σε μεγάλο τμήμα της δημόσιας ζωής. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι ο Erdoğan μετέφερε την προεδρική οικία από την Τσανκάγια (Çankaya) στην Άγκυρα, πόλη συνδεδεμένη με τον Κεμάλ (εκείνος ήταν που την έκανε πρωτεύουσα του νέου Τουρκικού κράτους), .
Το κεμαλικό κατεστημένο πολέμησε την άνοδο των αποξενωμένων ισλαμιστών που είχαν αναπτύξει δίκτυα κοινωνικής δράσης, επιδιώκοντας να ανέλθει πολιτικά και να αλλάξει τα κεμαλικά στεγανά και να στραφεί προς τις ισλαμικές ρίζες. Η νίκη του ΑΚΡ αποτελεί νίκη των ισλαμο-εθνικιστών έναντι των κεμαλιστών. Η μεγάλη βαρύτητα που δίνεται από το κυβερνών κόμμα στον ισλαμισμό τεκμηριώνεται και από τη διευρυμένη στήριξη του υπάρχοντος τουρκικού κυβερνητικού συστήματος προς τις ισλαμιστικές οργανώσεις και καθεστώτα σε χώρες, όπως το Σουδάν, το Ιράν κ.ά. Σε κάθε περίπτωση, η κεμαλική ιδεολογία κυριαρχεί ακόμη, αλλά ενυπάρχει βαθιά διαφοροποιημένη στην τουρκική πολιτική κουλτούρα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Baran Zeyno, ”Is Kemalism dead in Turkey?,” Hoover Institution, διαθέσιμο εδώ
- Αναγνωστοπούλου Σία, Τουρκικός Εκσυγχρονισμός: Ισλάμ και Τουρκοκύπριοι στη δαιδαλώδη διαδρομή του Κεμαλισμού, Αθήνα: Εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2004
- İnsel Ahmet, Η νέα Τουρκία του Ερντογάν: Από το δημοκρατικό όνειρο στην αυταρχική εκτροπή, Μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη. Αθήνα: Εκδόσεις Διάμετρος, 2017