9.6 C
Athens
Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ μεσαιωνική πόλη (11ος –13ος): Προάγγελος των πρώτων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων

Η μεσαιωνική πόλη (11ος –13ος): Προάγγελος των πρώτων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων


Του Γεώργιου I. Θεοδωρόπουλου,

Ο Αριστοτέλης, ο σπουδαιότερος Έλληνας φιλόσοφος του 4ου αι. π.Χ., είχε διατυπώσει την άποψη πως: ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον. Ακριβώς αυτή η έμφυτη τάση του ανθρώπου, να συμβιώνει στα πλαίσια μιας πόλης και να προοδεύει εντός της, οδηγεί μοιραία και στην ακμή του άστεως των δυτικοευρωπαϊκών πόλεων τον 11ο αι. και –ταυτόχρονα– στη σταδιακή έκπτωση του φεουδαρχικού συστήματος, όπως επίσης και στην ανάδυση νέων δυνάμεων, οι οποίες προκαλούν νέες ιστορικές εξελίξεις.

Πρωτίστως, αξίζει κανείς να επισημάνει τα γραφόμενα στις πηγές της περιόδου (11ος αι.), σχετικά με τις συνθήκες των πόλεων. Ο Μπονβεζίν ντέλλα Ρίβα αναφέρει για το Μιλάνο:

«Μπροστά του ωχριά κάθε άλλη πόλη στον κόσμο… στην πόλη υπάρχουν δέκα ενορίες […] υπάρχουν δέκα νοσοκομεία για τους ασθενείς […] Απ’ αυτά, το πιο σημαντικό είναι το νοσοκομείο του Μπρόλο… Εδώ νοσηλεύονται πάνω από πεντακόσιοι άποροι […] Επιπλέον, 350 και πλέον βρέφη, που από τη γέννησή του το καθένα έχει την τροφό του, βρίσκονται υπό τη φροντίδα του νοσοκομείου […] Επομένως, ας λογαριάσει ο καθείς πόσες ψυχές ζουν σε μια τέτοια πόλη. Κι αν κάποιος καταφέρει να το κάνει με ακρίβεια, θα μετρήσει μέχρι και 200.000 πάνω κάτω».

Απεικόνιση δυτικών αγροτών να καλλιεργούν την γη τους. Πηγή εικόνας: square.gr

Ενώ, έναν αιώνα νωρίτερα (10ος), ο Ουίλλιαμ Φιτζστήβεν (στον Βίο του Τόμας Μπέκετ) υμνούσε το Λονδίνο, γράφοντας:

«Η πόλη […] είναι τόσο πολυπληθής που, στη διάρκεια των τρομερών πολέμων στα χρόνια του βασιλιά Στεφάνου, οι άνδρες της που πήγαιναν στη μάχη υπολογίζονταν σε είκοσι χιλιάδες ένοπλους ιππείς και εξήντα χιλιάδες πεζικάριους. Οι κάτοικοι του Λονδίνου διακρίνονται για τους αβρούς τους τρόπους, τις φορεσιές τους και τα καλά φαγοπότια τους […] Οι έμποροι όλων των εθνών σπεύδουν να φέρουν σ’ αυτή την πόλη την πραμάτεια τους διά θαλάσσης. Οι Άραβες φέρνουν χρυσό, ενώ από το βασίλειο του Σαβά φτάνουν μπαχαρικά και λίβανος. Οι Σκύθες φέρνουν όπλα, και από τα πλούσια κι εύφορα μέρη της Βαβυλώνας έρχεται το φοινικέλαιο. Ο Νείλος στέλνει πολύτιμους λίθους· οι Νορβηγοί και οι Ρώσοι φέρνουν ζιμπελίνες και άλλα γουναρικά· ούτε η Κίνα απουσιάζει με τα πορφυρά μεταξωτά της, ενώ οι Γαλάτες έρχονται με τα κρασιά τους».

Εν αντιθέσει με τον Ουίλλιαμ Φιτζστήβεν, ο Ριχάρδος του Ντεβίζ παρουσιάζει μια πιο αρνητική οπτική της ίδιας πόλης:

«Κανένας δε ζει εκεί χωρίς να περιπέσει σε κάποιο αμάρτημα […] Όσο πιο διεφθαρμένος είναι ένας άνθρωπος τόσο μεγαλύτερη είναι η υπόληψή του […] Όλα τα κακά του κόσμου θα τα βρεις μαζεμένα σ’ αυτή την πόλη […] Θεατρίνοι, γελωτοποιοί, αγόρια με λείο δέρμα, Μαυριτανοί, κόλακες, μορφονιοί, θηλυπρεπείς, παιδεραστές, νεαρές χορεύτριες και τραγουδίστριες, τσαρλατάνοι, χορεύτριες του χορού της κοιλιάς, μάγισσες, εκβιαστές, ξενύχτηδες, ταχυδακτυλουργοί, μίμοι, επαίτες, κωμικοί, όλο αυτό το σκυλολόι πλημμυρίζει όλα τα καταστήματα».

Αντιπαραβολή της ζωής των αγροτών στην ύπαιθρο με αυτή των αστών στις πόλεις, περί το 1415, Σαντιγύ, Γαλλία. Πηγή εικόνας: peri-grafis.net

Ευλόγως, όμως, κανείς θα διερωτηθεί υπό την επίδραση ποιων δυνάμεων υφαίνεται αυτό το πολύβουο σκηνικό, το οποίο περιγράφουν οι άνω συγγραφείς;

Οι ρηξικέλευθες νέες τεχνικές στη γεωργία, όπως ήταν το φορητό άροτρο επιφανειακής άροσης με το μεταλλικό υνί, ο ζυγός ζεύξης των αλόγων και των βοοειδών, η καθιέρωση της τριζωνικής καλλιέργειας, η επέκταση των αρόσιμων εκτάσεων με εκχερσώσεις δασών και αποξηράνσεις ελών, αλλά και η ανέγερση ανεμόμυλων για το ευκολότερο άλεσμα των σιτηρών, συνέβαλαν τα μέγιστα στη βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας και στην αποθήκευση τροφής, ικανής να θρέψει μεγάλες πληθυσμιακές μάζες. Η συντελούμενη γεωργική πρόοδος, οι ηπιότερες κλιματικές συνθήκες, η υποχώρηση των επιδημιών και η επικράτηση μιας περιόδου σχετικής ηρεμίας, βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο των κοινωνιών και ωθούν την αύξηση του πληθυσμού των πόλεων (τα ακριβή πληθυσμιακά δεδομένα είναι δύσκολο να υπολογιστούν, καθώς οι δημογραφικές εκτιμήσεις παρουσιάζουν σοβαρές αποκλίσεις μεταξύ τους. Ωστόσο, με κάθε επιφύλαξη, θα λέγαμε πως τα αρχειακά τεκμήρια ενοικίασης των γαιών καταδεικνύουν πληθυσμιακό τριπλασιασμό κατά την περίοδο των αρχών του 12ου αι. μέχρι και τα τέλη του 13ου).

Όπως προαναφέρθηκε, οι μεταβολές στην ύπαιθρο ευνοούν την ανάπτυξη των αστικών κέντρων, όπου οι χωρικοί ανταλλάσσουν τα αγροτικά προϊόντα με βιοτεχνικά είδη και εμπορεύματα. Μέχρι τον 10ο αι., η βιοτεχνική παραγωγή είναι πρωτόγονη και διεξάγεται στα μεγάλα αγροκτήματα της υπαίθρου. Από τον 11ο αι., όμως, μεταφέρεται στις πόλεις και βελτιώνεται σημαντικά λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων και των πολυάριθμων εργατικών δυνάμεων που επιδρούν εκεί. Έτσι, οι πόλεις αποτελούν το κέντρο του εμπορίου, της βιοτεχνίας, των τραπεζικών εργασιών και της τεχνολογίας, αφού τεχνικές εξελίξεις, όπως ο νερόμυλος και ο ανεμόμυλος (εισηγμένος εξ ανατολών, μετά και τις σταυροφορίες), διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του μεσαιωνικού κόσμου. Αυτό συνεπάγεται την ίδρυση πολλών «νέων κωμών», ενώ οι προϋπάρχουσες επεκτείνονται εκτός των τειχών, ανακτώντας τον –πάλαι ποτέ– δυναμισμό τους. Δεδομένων των συνθηκών, η συσσώρευση πληθυσμού στα αστικά κέντρα είναι αναμενόμενη, έτσι ώστε μερικά από αυτά αριθμούν δεκάδες χιλιάδες κατοίκους.

Η ιταλική πόλη-κράτος της Φλωρεντία, περί τις αρχές του 14ου αι. Πηγή εικόνας: Western Europe during the High Middle Ages

Οι αλλαγές στην αγροτική οικονομία και η ανάπτυξη των πόλεων είχαν σοβαρές επιπτώσεις στις κοινωνικές σχέσεις και στη δομή της πολιτικής εξουσίας. Οι μεν δουλοπάροικοι εξαγοράζουν τις υποχρεώσεις τους προς τους γαιοκτήμονες και χειραφετούνται, ενώ οι δε ελεύθεροι χωρικοί εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και αναζητούν εργασία στις πόλεις. Στις τελευταίες, όπως έχει ήδη τονιστεί, συρρέουν έμποροι, βιοτέχνες, τραπεζίτες και –γενικώς– όσοι ασχολούνται με τις νέες αυτές οικονομικές δραστηριότητες, συγκροτώντας μια επιπρόσθετη κοινωνική ομάδα, την επονομαζόμενη αστική τάξη και οι σχέσεις –πλέον– εδράζονται επί βάσεως κοινών οικονομικών συμφερόντων, μη αντλούμενων πια από την έγγεια ιδιοκτησία.

Η νέα αστική κοινωνική τάξη που αναδύεται, επιζητεί και πετυχαίνει τον περιορισμό των φεουδαρχικών δικαιωμάτων εντός των αστικών κέντρων, ενισχύοντας –παράλληλα– το δικό τους ρόλο στη διακυβέρνηση των πόλεων, και δημιουργώντας ισχυρούς τριγμούς σε ένα πολιτικοκοινωνικό σύστημα αρκετά αδιάλλακτο ως τότε. Παράλληλα, η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου μέσω των θαλασσίων οδών, που διανοίχθηκαν από τις σταυροφορίες, συνέβαλαν στην άνθηση των δυτικών πόλεων και αυτό με τη σειρά του οδήγησε στην επιβολή ενός ανανεωμένου συστήματος διοίκησης. Η ευρεία χρήση του χρήματος ως ανταλλακτικού μέσου απετέλεσε μια πραγματική επανάσταση. Έτσι, η εγχρηματοποίηση των σχέσεων, που επιφέρει η ραγδαία εξάπλωση των εμπορικών συναλλαγών, οδηγεί στη μεταστροφή της στάσης υψηλών εκκλησιαστικών παραγόντων, όπως ο αρχιεπίσκοπος της Γένουας Ιάκωβος Βοραγινός, ο οποίος φτάνει στο σημείο να παρομοιάσει τον Κύριο με –δυνάμει– έμπορο (υπό την έννοια πως προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να ανταλλάξουν τα επίγεια αγαθά με τα υπέργεια).

Η Βενετία, η πατρίδα του Μάρκο Πόλο και μιας λεγεώνας εμπόρων, προσέλκυσε τεράστια ευημερία από εμπορικές συναλλαγές. Πηγή εικόνας: Western Europe during the High Middle Ages

Οι νέοι κοινωνικοοικονομικοί αυτοί όροι, θα λέγαμε πως συνδιαμορφώνουν ένα ευρύτερο πλαίσιο διεθνοποιημένης οικονομίας (σύμφωνα πάντα με το υπό εξέταση χωροχρονικό συνεχές). Σημαντικές πόλεις της βορείου Ευρώπης, όπως το Λονδίνο, το Νόριτς, το Λίνκολν και το Στάφορντ ήταν σημαντικά υφαντουργικά κέντρα και εξήγαγαν τα προϊόντα τους στη βόρειο Γαλλία, ιδίως στην περιοχή της Φλάνδρας (σημερινό Βέλγιο). Κατόπιν επεξεργασίας του εισαγόμενου –από το Βορρά– μαλλιού ως πρώτη ύλη, οι πόλεις της Ιταλίας το διαμετακόμιζαν σε όλη τη λεκάνη τα Μεσογείου. Επομένως, θα παρατηρούσε κανείς πως η περιοχή της βορείου Ευρώπης, εκτεινόμενη από τη Φλάνδρα έως και τη Νορμανδία, απετέλεσε άτυπα μια «πρωτοβιομηχανική» ζώνη πόλεων. Με προεξάρχουσα την πόλη της Βενετίας και ακολούθως εκείνη της Γένοβας, οι Ιταλοί εκμεταλλευόμενοι τα σπουδαία εμπορικά τους λιμάνια (όπως το Αμάλφι και το Μπάρι), θα πρωτοστατήσουν –για αιώνες– στις εμπορικές συναλλαγές με τις μεγαλύτερες πόλεις της Ανατολής, όπως η Κωνσταντινούπολη και το Κάιρο.

Οι απαιτήσεις του νέου αυτού τοπίου επέτασσαν τη δημιουργία συνθετότερων δομών διοίκησης και τη σχεδίαση ενός λογιστικού συστήματος, που θα καθόριζε την αξία των συναλλαγών και θα εγγυούταν την απρόσκοπτη διακίνηση των εμπορευμάτων εντός κι εκτός του αστικού ιστού. Έτσι, οι πόλεις όρισαν τοπικά συμβούλια διοίκησης (περιορισμένης ισχύος αρχικά), έκοψαν δικό τους νόμισμα και επέβαλαν δασμούς ως προς τη διακίνηση των αγαθών. Η ανάγκη για οικονομική πίστωση των εμπόρων έφερε στην επιφάνεια τους πρώτους Εβραίους πιστωτές, οι οποίοι διαδραμάτισαν θεμελιώδη ρόλο στην εδραίωση αυτής της πρακτικής. Η Εκκλησία και ο μωσαϊκός νόμος απαγόρευε το δανεισμό με επιβολή επιτοκίου ανάμεσα σε «αδελφούς», έτσι δεδομένου ότι χριστιανοί και Εβραίοι δεν αποτελούσαν αδελφοί, οι τελευταίοι έδρασαν ανενόχλητοι. Με τον καιρό, βέβαια, η στάση της Εκκλησίας κάμφθηκε, και έτσι έχουμε τις πρώτες μετοχικές εταιρίες στην Ιταλία του 13ου αι. Η υψηλή συγκέντρωση τόκων από αυτές τις ενδυνάμωσε οικονομικά και –πλέον– είχαν τη δυνατότητα να εκδίδουν νόμισμα, ενώ απαλλάσσονταν από τους δασμούς των τελωνείων και κατείχαν το μονοπώλιο στα προϊόντα που εμπορεύονταν. Οι τραπεζικοί αυτοί οίκοι διαφεντεύονταν από μια οικογένεια και γνωστότεροι –εξ αυτών– ήταν της Λούκκας, της Σιένας και της Φλωρεντίας.

Συμβολαιογραφική σύμβαση για τη διευκόλυνση του εμπορίου και της οικονομίας στη Μασσαλία στα μέσα του 13ου αι. Πηγή εικόνας: medievalists.net

Υπό τα ως άνω κοινωνικοπολιτικά πλαίσια, προκύπτει η πρακτική ανάγκη παραγωγής εγγράμματων γραφειοκρατών, οι οποίοι θα δυνηθούν να στελεχώσουν τις υπό ανέγερση υποδομές, διεκπεραιώνοντας τις εμπορικές συναλλαγές. Δεδομένης της ένδειας, και σε συνδυασμό με την προοπτική κοινωνικής κινητικότητας και τη μεγιστοποίηση των απολαβών, που υπόσχεται η ανώτατη εκπαίδευση, οι επιταγές της κοινωνίας για μάθηση μεγεθύνονται. Όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο ιστορικός Θόδωρος Καρζής, για την παιδεία στον Μεσαίωνα, στο ομώνυμο βιβλίο του: «το ευρωπαϊκό λαϊκό σχολείο γεννήθηκε από τις ανάγκες του εμπορίου, για ν’ αποδειχθεί και πάλι μια προαιώνια αλήθεια: πως ο μορφωμένος άνθρωπος, με κάθε είδος μόρφωσης και σε κάθε μορφή κοινωνίας, διαθέτει μια δική του δύναμη, που τον κάνει να υπερέχει στην αντιπαράθεση με τον αμόρφωτο».

Το εναρκτήριο λάκτισμα, λοιπόν, των πρώτων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων (τα οποία θα διερευνηθούν σε επόμενο άρθρο), αλλά και η καθοριστική τους σημασία για την άνδρωση της ουμανιστικής Αναγέννησης και τη στροφή στην κλασική αρχαιότητα συνδέονται –άρρηκτα– με την ανάπτυξη των πόλεων του ύστερου Μεσαίωνα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • David Nicholas (2013), Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση και Σκέψη στην Ευρώπη 312 – 1500, Μτφ. Μαριάννα Τζιαντζή, Αθήνα: ΜΙΕΤ.
  • Jean CarpentierFrancois Lebrun (2009), Η Ιστορία της Μεσογείου, Μτφ. Δημήτρης Π. Κωστελένος, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
  • N. Elias (1997), Η διαδικασία του πολιτισμού. Μία ιστορία της κοινωνικής συμπεριφοράς στη Δύση, Μτφ. Θεόδωρος Λουπασάκης, Επιμ. Κώστας Λιβιεράτος, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
  • R. H. C. Davis (2011), Ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης. Από τον Μέγα Κωνσταντίνο στον Άγιο Λουδοβίκο, Μτφ. Γ. Χρηστίδης, Επιμ. Ελένη Τούντα, Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική.
  • Serge BersteinPierre Milza (1997), Ιστορία της Ευρώπης: από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά κράτη: 5ος – 18ος αιώνας, τ. 1, Μτφ. Αναστάσιος Κ. Δημητρακόπουλος, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
  • Ελένη Αρβελέρ – M. Aymard (2003), Οι Ευρωπαίοι. Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Αναγέννηση, τ. 1, Μτφ. Π. Μπουρλάκης, Αθήνα: Εκδόσεις Σαββάλα.
  • Ρίκα Μπενβενίστε (2008), Από τους βαρβάρους στους μοντέρνους. Κοινωνική ιστορία και ιστοριογραφικά προβλήματα της μεσαιωνικής Δύσης, Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.
  • Θόδωρος Καρζής (1998), Η Παιδεία στον Μεσαίωνα, Αθήνα: Εκδόσεις Φιλιππότη.
  • Ιωάννης Καραγιαννόπουλος (2000), Η Μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη. Εισαγωγή στη μελέτη της ιστορίας της, του κοινωνικού και οικονομικού της βίου, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.
  • Νίκος Καραπιδάκης (1996), Ιστορία της μεσαιωνικής Δύσης (5ος-11ος αι.), Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
  • Ζαχαρίας Ν. Τσιρπανλής (2004), Η Μεσαιωνική Δύση: 5ος – 15ος αι., Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γεώργιος Ι. Θεοδωρόπουλος
Γεώργιος Ι. Θεοδωρόπουλος
Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Μάιο του 2002, όπου ολοκλήρωσε την εγκύκλια παιδεία του, ενώ εν συνεχεία κατέστη Πτυχιούχος (με κατεύθυνση Ιστορίας) του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Από το 2024 είναι Μεταπτυχιακός φοιτητής του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία: Νέες Θεωρήσεις και Προοπτικές», στο οικείο πανεπιστημιακό τμήμα. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα άπτονται της περιόδου της Νεώτερης Ιστορίας με έμφαση εις ό,τι αφορά την άνδρωση της εθνικής συνείδησης και την διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων (από την Άλωση του 1204 έως και την Επανάσταση του 1821), τον Αγώνα για την Εθνεγερσία και την σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Έχει απευθύνει πλείστες εισηγήσεις σε φοιτητικά - επιστημονικά συνέδρια, ενώ ένεκα της καταγωγής και του επισταμένου ενδιαφέροντος στο επίκεντρο των συστηματικών μελετών του τίθενται οι καταβολές και η δράση του Λοκρού ήρωα της Επανάστασης, Οδυσσέα Ανδρούτσου, και του πατέρα του (Ανδρέα) Ανδρούτσου. Ήδη από το 2023 απασχολείται επαγγελματικά στο κεντρικό βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Πεδίο – Ελληνικά Γράμματα, ενώ φιλοδοξεί να εντρυφήσει περαιτέρω στην ιστορική επιστήμη, διαγράφοντας μια ουσιώδη ακαδημαϊκή πορεία. Τέλος, είναι λάτρης της παράδοσης και ασχολείτο επί σειρά ετών με την δημοτική μουσική και τους παραδοσιακούς χορούς.