Του Κωνσταντίνου Γκαμπή,
Η γερμανική οικονομία, ούσα εξαγωγική κατά βάση, στηρίζεται σε δύο συνθήκες, οι οποίες της επέτρεπαν να διατηρεί αυτό το μοντέλο έως και σήμερα. Η μία είναι η Ε.Ε., η οποία με τις πολιτικές του ελεύθερου εμπορίου και την ενοποίηση των ευρωπαϊκών αγορών έχει δώσει στη Γερμανία τη δυνατότητα να εξάγει προϊόντα στην υπόλοιπη Ένωση πολύ εύκολα (εις βάρος των βιομηχανιών των υπολοίπων κρατών). Η δεύτερη συνθήκη είναι η φτηνή ενέργεια που προμηθευόταν η χώρα από τη Ρωσία.
Τα γερμανικά εργοστάσια τα τελευταία 20 χρόνια είχαν το προνόμιο να προμηθεύονται φυσικό αέριο από τη Ρωσία σε χαμηλότερες τιμές από αυτές της αγοράς και με βάση αυτό, την τεχνογνωσία που διαθέτουν οι γερμανικές εταιρείες και το καλά καταρτισμένο εγχώριο εργατικό δυναμικό, μπορούσαν και προσέφεραν στην παγκόσμια αγορά ανταγωνιστικά προϊόντα. Η Γερμανία κατάφερε να «χτίσει» τη βιομηχανία της, ακολουθώντας τις επιταγές του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, παίρνοντας ως δεδομένη την ειρήνη και την «οικονομική ενότητα» του πλανήτη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, όμως, σήμανε το τέλος αυτού του ονείρου που διήρκεσε 3 δεκαετίες.
Αυτή την περίοδο στη Γερμανία, τομείς όπως αυτοί του μετάλλου, του γυαλιού, των κεραμικών και οι υφαντουργίες βρίσκονται σε ιδιαίτερα δεινή κατάσταση. Ειδικότερα, η Κυβέρνηση είχε ανακοινώσει τον προηγούμενο μήνα ότι η παραγωγή σε τέτοιες απαιτητικές –από άποψη ενέργειας– βιομηχανίες έπεσε κατά 10% από την αρχή του έτους, με αυτό να σημαίνει ότι πάνω από 1,5 εκατομμύριο θέσεις εργασίας βρίσκονται «υπό πίεση».
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η περίπτωση της χημικής βιομηχανίας της Γερμανίας, η οποία αποτελεί μακράν τη μεγαλύτερη στην Ευρώπη, με 450.000 απασχολούμενους. H BASF, μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες χημικών στον κόσμο με έδρα το Ludwigshafen, στην αρχή της κρίσης έλαβε μέτρα για την αντιμετώπιση του υψηλού κόστους της ενέργειας, όπως την ακύρωση της παραγωγής αμμωνίας. Παρόλα αυτά, η εταιρεία, λίγους μήνες μετά, αποφάσισε πως τα μέτρα αυτά δεν ήταν αρκετά και ότι θα έπρεπε να αλλάξει εντελώς τον τρόπο λειτουργίας της. Τον Οκτώβριο ανακοίνωσε ότι θα ελαττώσει την παρουσία της στην Ευρώπη μόνιμα. Έτσι, αυτή τη στιγμή στην Κίνα φτιάχνει εγκαταστάσεις, το κόστος των οποίων φτάνει τα €10 δις, που σηματοδοτεί τη μεγαλύτερη επένδυση στην ιστορία της εταιρείας.
Η επιλογή της Κίνας δεν ήταν δύσκολη να γίνει. Η Κίνα αποτελεί εδώ και καιρό μία πολύ ελκυστική αγορά για τις γερμανικές επιχειρήσεις, στην οποία υπάρχει έντονη η παρουσία τους. Η Κίνα, πέραν του ότι πρόκειται για μία αγορά πάνω από 2 φορές μεγαλύτερη αυτής της Ε.Ε., είναι μία αναδυόμενη ακόμη οικονομία, που δίνει πολύ χώρο στις εταιρείες να αναπτυχθούν. Επιπλέον, οι κανονισμοί που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος και τα εργατικά δικαιώματα ήταν ανέκαθεν πιο ελαστικοί από τους ευρωπαϊκούς. Επίσης, πλέον, και η ενέργεια είναι πιο φθηνή στην Κίνα, σε σχέση με τη Γηραιά Ήπειρο. Η τάση των γερμανικών εταιρειών για offshoring δεν αφορά μόνο κολοσσούς όπως την BASF, αλλά και τη Mittelstand. Σύμφωνα με έρευνες, 1 στις 4 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας, σκέφτονται να μεταφέρουν τη λειτουργία τους στο εξωτερικό (αν και όχι απαραίτητα στην Κίνα).
Η Κίνα έχει πολλά θετικά ως αγορά. Παραμένει, όμως, ένα ακόμα αυταρχικό καθεστώς, το οποίο μία μέρα μπορεί να αποφασίσει να κηρύξει πόλεμο σε κάποιον γείτονά του ή να δεσμεύσει την περιουσία μιας εταιρείας με το «έτσι θέλω». Η BASF συγκεκριμένα πιστεύει ότι το κόστος του να μη βασισθεί στην κινέζικη αγορά είναι μεγαλύτερο από το κόστος (τον κίνδυνο) να εγκατασταθεί. Αυτήν την ιδέα τη συμμερίζεται η πλειονότητα των γερμανικών, αλλά και ευρύτερα των δυτικών εταιρειών.
Υπάρχει, όμως, και ένα μέρος του γερμανικού ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, που δεν βλέπει με καλό μάτι την Κίνα και κάνει προσπάθειες απεξάρτησής της από αυτή. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να βρεθεί μια νέα αγορά, η οποία διαθέτει πρώτες ύλες, φθηνό εργατικό δυναμικό και μια δυναμική αναπτυσσόμενη οικονομία.
Πρόσφατα η Ομοσπονδιακή Ένωση της Γερμανικής Βιομηχανίας (B.D.I.) έχει στρέψει το βλέμμα της στην Αφρική. Πριν μερικές εβδομάδες, παρουσίασε ένα έγγραφο αποτελούμενο από 40 σελίδες, το οποίο περιείχε 39 σημεία−συστάσεις για τις γερμανικές εταιρείες, την εθνική Κυβέρνηση και την Ε.Ε. Η Αφρική, όμως, παραμένει μια βαθιά προβληματική ήπειρος, με έναν μεγάλο αριθμό ανεξάρτητων κρατών, όλων πολύ φτωχών και διεφθαρμένων σε σύγκριση με την Ευρώπη.
Για να γίνει η Αφρική, λοιπόν, μια ελκυστική αγορά, η Παγκόσμια Τράπεζα προτείνει αρχικά να προχωρήσει στην υλοποίηση της Παναφρικανικής ζώνης ελεύθερων αγορών (Af.C.F.T.A.), η οποία θα ενοποιούσε τις αγορές της Αφρικής σε μια ενιαία, συγκρίσιμη με αυτή της Ινδίας. Έπειτα, οι γερμανικές εταιρείες θα χρειαζόταν να συνεργαστούν με τα κράτη της Αφρικής για την προμήθεια πρώτων υλών, δηλαδή την εξόρυξή τους, αν και είναι αμφιλεγόμενο το πόσο βιώσιμες θα ήταν τέτοιες ευρωπαϊκές επενδύσεις στην Αφρική. Με λίγα λόγια, η Ε.Ε. είναι απαραίτητο να εντείνει τη συνεργασία της με την Αφρική και την αρωγή της προς αυτή, ιδίως τη στιγμή που και η Κίνα επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτήν.
Τον τελευταίο χρόνο ακούσαμε πολλές φορές τη φράση «Το τέλος της Παγκοσμιοποίησης». Οι γερμανικές επιχειρήσεις σίγουρα ένιωσαν στο πετσί τους τι σημαίνει το εμπόριο να μην είναι πια ελεύθερο. Κάποιοι, μάλιστα, κάνουν λόγο και για αποβιομηχάνιση της Γερμανίας, με σημείο εκκίνησης τον πόλεμο. Αν και λίγο υπερβολικός αυτός ο ισχυρισμός, δηλώνει, όμως, τη σοβαρότητα της κατάστασης και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Η Γερμανία το πρώτο που έχει να κάνει, για να παραμείνει μια ισχυρή οικονομία, είναι να αποκτήσει επιτέλους δικές της πηγές ενέργειας. Αυτό στοχεύει να το κάνει μέσω των Α.Π.Ε. Έχει δεσμευτεί εξάλλου να παράγει το 80% της ενέργειας που χρειάζεται από ανανεώσιμες πηγές μέχρι το 2030, κάτι το οποίο για να το επιτύχει χρειάζεται κάθε χρόνο να παράγει κι 30 gigawatts ηλεκτρικής ενέργειας επιπλέον, από αιολικές και ηλιακές πηγές, τη στιγμή, όμως, που κατά μέσο όρο το μέγεθος αυτό είναι 6,5 G.W.
Το μέλλον προβλέπεται δυσοίωνο, όχι μόνο λόγω της οικολογικής καταστροφής, αλλά και της συνεχιζόμενης αστάθειας σε γεωπολιτικό επίπεδο. Πολλοί προβλέπουν ότι ο κόσμος θα χωριστεί ξανά στα δύο, με τη μία πλευρά να την αποτελούν τα δυτικά κράτη και την άλλη αυταρχικά καθεστώτα, όπως η Κίνα και η Ρωσία. Η Ινδία δεν είναι σίγουρο σε ποια πλευρά θα εισχωρούσε, ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι πρόκειται για μια χώρα που δολοφονεί τις θρησκευτικές μειονότητές της.
Νομίζω πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι μόνο πολύ δυσμενές για ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά και απίθανο αν σκεφτούμε το πόσο πολύ στηρίζεται η οικονομία της Κίνας στη Δύση και το αντίθετο. Παρόλα αυτά, αν μας δίδαξε κάτι ο πόλεμος στην Ουκρανία, αυτό είναι ότι τόσο οι επιχειρήσεις όσο και τα κράτη πρέπει να έχουν από εδώ και στο εξής ως βασικό στόχο τη χάραξη στρατηγικής και την αυτάρκεια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Germany confronts a broken business model, ft.com, διαθέσιμο εδώ
- Στην Αφρική ψάχνουν την εναλλακτική στην Κίνα οι Γερμανοί βιομήχανοι, capital.gr, διαθέσιμο εδώ
- Germany needs a new business model, dw.com, διαθέσιμο εδώ