Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Έχει παρατηρηθεί ότι πολλά από τα κράτη που ανήκαν κάποτε στον κόσμο του υπαρκτού σοσιαλισμού αντιμετώπισαν στη συνέχεια μια σειρά από προκλήσεις, στην προσπάθειά τους να μεταβούν σε ένα νέο καθεστώς. Πρόκειται για ενδιαφέρουσες μελέτες, με πολλούς παράγοντες να συντείνουν σε μια ιδιαίτερα βαριά ιστορική κληρονομιά, η οποία δε θα μπορούσε παρά να επηρεάσει τα κράτη αυτά στη σύγχρονη ζωή τους. Χώρες, όπως η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία παρουσιάζουν συχνά ανάπτυξη των ακροδεξιών κομμάτων. Παράλληλα, η Ευρώπη αλλά και το παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο βρίσκεται σε κρίση, γεγονός που έγινε ιδιαίτερα εμφανές με τα τραγικά γεγονότα στην Ουκρανία.
Το νέο πόνημα του Πέτρου Παπασαραντόπουλου στοχεύει να απαντήσει στο πώς αντλούν τα ακροδεξιά στοιχεία τη νομιμοποίησή τους σε αυτό το συγκείμενο, σε χώρες των Βαλκανίων που ήταν παλαιότερα στη Σοβιετική Ένωση. Το βιβλίο τιτλοφορείται Νεωτερικότητα και Ακροδεξιά στα Mετακομμουνιστικά Βαλκάνια και κυκλοφόρησε φέτος από τις Εκδόσεις Επίκεντρο. Γεννημένος το 1955 στην Καλαμάτα, ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος είναι ιδιαίτερα ενεργός συγγραφέας, γνωστός για τα βιβλία του, που αναλύουν πολιτικά ζητήματα, κυρίως σε ό,τι αφορά την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Είναι, επίσης, Υπεύθυνος Εκδόσεων στις Εκδόσεις Επίκεντρο και δραστηριοποιείται ιδιαίτερα με τις συμβολές του σε περιοδικά και οργανισμούς.
Στο έργο του, ο συγγραφέας, μέσα από τα μετακομμουνιστικά Βαλκάνια, προβαίνει σε μια συγκριτική μελέτη για την πορεία των ακροδεξιών δυνάμεων στις χώρες που προαναφέρθηκαν, και τον τρόπο με τον οποίο οι προϋπάρχοντες θεσμοί και οι ιστορικές συνθήκες επηρέασαν την άνοδο και την πτώση τους. Αν και αυτό το έργο δεν ασχολείται κατά κύριο λόγο με την περίπτωση της Ελλάδας –υπάρχουν συγκριτικές αναφορές– οι θεματικές του αφορούν σε συνολικό επίπεδο τα σύγχρονα κράτη, όπου ο λαϊκισμός αποτελεί πάντα έναν κίνδυνο. Δεν είναι, άλλωστε, καθόλου μακριά χρονικά και γεωγραφικά από εμάς οι περιπτώσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, όπου οι πολιτικοί φορείς που εδραιώθηκαν υιοθετούν ακροδεξιές πολιτικές, συχνά παραβιάζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι βέβαιο ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο που πολλοί από τους θεσμούς της νεωτερικότητας είναι σε κρίση.
Ένα από τα πιο δυνατά σημεία του βιβλίου είναι ότι αναδεικνύει την πολυπαραγοντικότητα των φαινομένων που πραγματεύεται. Ένας βασικός παράγοντας είναι η θρησκεία, την οποία μόνο κατ’ όνομα είχαν αποκηρύξει οι πρώην Σοβιετικές χώρες. Η θρησκεία, με την αυστηρότητα που λαμβάνει σε αυτά τα περιβάλλοντα, αποτελεί συνθήκη που εντείνει τις πιθανότητες να καρποφορήσουν συντηρητικές και αντινεωτερικές ιδέες, οι οποίες κυριότερα εκφράζονται από τον ακροδεξιό χώρο. Παράλληλα, η διαδικασία μετάβασης στη φιλελεύθερη δημοκρατία αποδείχθηκε αρκετά δύσκολη για πολλά από αυτά τα κράτη, καθώς η κομμουνιστική διακυβέρνηση είχε αφήσει βαθιά κατάλοιπα και η διαφθορά των θεσμών δεν άφηνε τους πολίτες να αναπτύξουν εμπιστοσύνη προς αυτούς.
Στο πλαίσιο του έργου τονίζεται ότι δεν γίνεται λόγος για ακροδεξιά κόμματα, αλλά κατά βάση για ακροδεξιές πολιτικές, πράγμα εύλογο αν αναλογιστεί κανείς ότι τα υβρίδια που προέκυψαν στα κράτη αυτά και η σύγχυση που επικράτησε κατέστησαν πολλές δυσχερείς διακρίσεις. Η μελέτη με βάση τη Βουλγαρία, τη Σερβία και τη Ρουμανία έλαβε υπ’ όψιν πλούσια στατιστικά στοιχεία από εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά και από έρευνες που δείχνουν τη σύνθεση και τις απόψεις του πληθυσμού σε αυτά και άλλα κράτη.
Παρόλα αυτά, παρατηρήθηκε ότι τα πρώην Σοβιετικά κράτη της Βαλτικής σημείωσαν καλύτερες συνολικά επιδόσεις από τα Βαλκανικά, ίσως λόγω μιας προηγούμενης καλύτερης υποδομής. Άλλωστε, στη βιβλιογραφία εκφράζεται και η άποψη ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν απλώς ένα «διάλειμμα» στη διαδικασία μετάβασης των χωρών αυτών στο νεωτερικό κράτος. Τέλος, το μεταναστευτικό ζήτημα του 2015, που δίχασε σε μεγάλο βαθμό την Ε.Ε., προώθησε ξενοφοβικά επιχειρήματα και στα Βαλκανικά κράτη. Μένει να δούμε αν αυτές οι τάσεις θα οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερη ξενοφοβία των Βαλκανίων, που οι αντιλήψεις αυτές είναι έτσι κι αλλιώς κοντά στην ιδιοσυγκρασία των κρατών λόγω του συντηρητικού παρελθόντος, ή αν τα Βαλκάνια έχουν ξεπεράσει τελικά το παρελθόν και επιθυμούν ακόμη να ανήκουν στο κοινό ευρωπαϊκό μέλλον. Εν κατακλείδι, το συγκεκριμένο βιβλίο είναι μια ενδιαφέρουσα προσθήκη για τη βιβλιοθήκη όποιου ασχολείται με την πολιτική σε ερευνητικό επίπεδο και ενδιαφέρεται να εντρυφήσει σε ζητήματα Ευρωπαϊκής Ιστορίας, με γνώμονα την επίδρασή τους στο σήμερα.