Της Θεώνης Παπακωνσταντίνου,
Στην Ελλάδα, γνωρίζουμε ότι εάν ένας Έλληνας πολίτης έρθει αντιμέτωπος με ένα ζήτημα αστικού δικαίου –λόγου χάρη αδικοπραξία ή άσκηση κληρονομικού δικαιώματος– και σε αυτή την υπόθεση εμπλέκεται κάποιο άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο επίσης ελληνικής ιθαγένειας ή έδρας αντίστοιχα, τότε θα εφαρμοστεί το ημεδαπό (ελληνικό) δίκαιο και συγκεκριμένα οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Ωσαύτως, εάν χρειαστεί να προσφύγει μια διαφορά στη δικαιοσύνη, τα δικαστήρια της ελληνικής επικράτειας θα έχουν δικαιοδοσία, με άλλα λόγια θα είναι τα αρμόδια προς εκδίκαση της υπόθεσης.
Όμως ποια δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία και ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο, εάν ο υπαίτιος της ζημίας του Έλληνα πολίτη στην περίπτωση της αδικοπραξίας είναι αλλοδαπός ή εάν ο ίδιος πολίτης με την ελληνική ιθαγένεια έχει κληρονομήσει από αποβιώσαντα μόνιμο κάτοικο εξωτερικού δύο ακίνητα και εκ των δύο, το ένα βρίσκεται στην Ελλάδα και το άλλο στην Ιταλία; Στις παραπάνω περιπτώσεις τα πράγματα περιπλέκονται αρκετά και το ελληνικό δίκαιο, καθώς και η ελληνική δικαιοδοσία δε φαντάζουν σε καμία περίπτωση μονόδρομος.
Σε περιπτώσεις, επομένως, που αφορούν σχέσεις ιδιωτικές, οι οποίες φέρουν κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας και εξ αυτού του λόγου είναι δυνατό να μπορούν να ρυθμιστούν από περισσότερες έννομες τάξεις, εφαρμογή έχει ένα ξεχωριστός κλάδος δικαίου, το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο. Σύμφωνα με τον Καθηγητή της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ Χάρη Π. Παμπούκη: «Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο είναι το δίκαιο ρύθμισης της αλλοδαπότητας», η οποία μπορεί να εντοπίζεται είτε σε κάποιο νομικό στοιχείο (βλ. αλλοδαπό υπαίτιο ζημίας στην αδικοπραξία) είτε σε πραγματικό στοιχείο [βλ. τόπο (Ιταλία) που βρίσκεται το κληρονομιαίο ακίνητο]. Στην ουσία, όταν προκύπτει μια ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας χρειάζεται να θέσουμε δύο ερωτήματα: Έχουν τα δικαστήρια της έννομης τάξης που εξετάζει τη διαφορά (forum) δικαιοδοσία επί αυτής; Και δεύτερον, πώς θα ρυθμιστεί η εν λόγω έννομη σχέση, δηλαδή ποιο θα είναι το εφαρμοστέο δίκαιο σε κάθε περίπτωση;
Μία από τις σημαντικότερες μεθόδους που οδηγεί στην απάντηση του δεύτερου ερωτήματος σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο –αν και δεν προτάσσεται χρονικά κατά την εξέταση των λοιπών μεθόδων– είναι αυτή του κανόνα σύγκρουσης.
Ο Κανόνας Σύγκρουσης προσδιορίζεται ως «ένας κανόνας επιλογής μεταξύ κανόνων διαφορετικών εννόμων τάξεων, οι οποίες είναι εν δυνάμει δυνατόν να διέπουν την ίδια έννομη ιδιωτική σχέση». Βάσει του ορισμού του φαίνεται να μην είναι ένας ουσιαστικός κανόνας, αλλά αντίθετα διέπεται από μια ουδετερότητα, δεδομένου ότι αρκείται στην υπόδειξη της κατάλληλης έννομης τάξεως, οι ουσιαστικοί κανόνες της οποίας τελικώς θα εφαρμοστούν.
Ο ως άνω κανόνας φέρει μια συγκεκριμένη δομή, η οποία διακρίνεται σε τρία μέρη: ρυθμιστέα θέση, σύνδεσμος και εφαρμοστέο δίκαιο. Η ρυθμιστέα θέση (ή άλλως συνδετέα έννοια) αναφέρεται σε μια ευρύτερη κατηγορία εννόμων σχέσεων που διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια του ανθρώπινου βίου. Μερικά παραδείγματα είναι οι ενοχές από σύμβαση και από αδικοπραξία, οι σχέσεις γονέων – τέκνων, οι σχέσεις συζύγων μεταξύ τους, οι ενοχές που απορρέουν από κληρονομικά και εμπράγματα δικαιώματα, κ.α. Στη συνέχεια, ο σύνδεσμος (ή συνδετική έννοια) είναι τα πραγματικά και τα νομικά περιστατικά που κατευθύνουν στον προσδιορισμό του εφαρμοστέου, κατά περίπτωση, δικαίου. Διακρίνονται σε ποικίλες κατηγορίες, οι οποίες διαμορφώνονται σύμφωνα με ορισμένα χαρακτηριστικά κάθε συνδέσμου, με βασικότερες τις εξής: κύριοι και επικουρικοί, απλοί και σωρευτικοί, αποκλειστικοί και διαζευκτικοί, σταθεροί και μεταβλητοί και άλλες. Τέλος, τα τρία δομικά στοιχεία ολοκληρώνει το τελευταίο, ήτοι το «εφαρμοστέο δίκαιο», κατ’ ουσίαν η υπόδειξη της έννομης τάξης, το δίκαιο της οποίας πρόκειται να εφαρμοστεί.
Οι έχοντες την ως άνω δομή κανόνες σύγκρουσης διακρίνονται περαιτέρω σε μονομερείς και πολυμερείς. Ως μονομερείς νοούνται οι κανόνες σύγκρουσης, οι οποίοι οδηγούν αποκλειστικά στην εφαρμογή του δικαίου του forum. Αντίθετα, οι πολυμερείς κανόνες σύγκρουσης δύνανται να οδηγήσουν και στην εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου (δικαίου άλλου από αυτού του forum).
Αξίζει να επισημανθεί ότι ο κανόνας σύγκρουσης υπόκειται σε ορισμένες (τρεις) εξαιρέσεις. Η πρώτη είναι αυτή της ρήτρας εξαίρεσης/διαφυγής. Η προαναφερθείσα ρήτρα έχει διορθωτικό χαρακτήρα, στην περίπτωση κατά την οποία το ουσιαστικό δίκαιο που υποδεικνύεται από τον κανόνα σύγκρουσης δεν εξυπηρετεί τον σκοπό του ίδιου του κανόνα συγκρούσεως, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται η απαιτούμενη σύνδεση που χρειάζεται να έχει με τη ρυθμιστέα έννομη σχέση, σύμφωνα με την αρχή της εγγύτητας. Δυνατότητα παραμερισμού του υποδεικνυόμενου από τον κανόνα σύγκρουσης εφαρμοστέου δικαίου και υπόδειξη άλλου καταλληλότερου έχει μόνο και κατ’ εξαίρεση το εξετάζον την υπόθεση δικαστήριο.
Άλλος ένας περιορισμός/εξαίρεση του κανόνα σύγκρουσης είναι η καταστρατήγηση δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, απαγορεύεται η μεταβολή των πραγματικών περιστατικών, όπως αυτά παρατίθενται στον σύνδεσμο του κανόνα σύγκρουσης (αντικειμενικό στοιχείο) με σκοπό την εφαρμογή διαφορετικού ουσιαστικού δικαίου από αυτό που θα εφαρμοζόταν εάν δεν είχε επέλθει η μεταβολή (υποκειμενικό στοιχείο). Παραδείγματος χάρη, ο Α επιδιώκει τη μεταβολή της ιθαγένειάς του από Β σε Γ, με σκοπό να απολαμβάνει τις ευνοϊκές φορολογικές ρυθμίσεις του κράτους Γ. Η κύρωση που προβλέπεται σε περίπτωση καταστρατήγησης δικαίου είναι η εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου που θα ετίθετο σε εφαρμογή εάν δεν είχε προηγηθεί η καταστρατήγηση.
Ακόμα, ένας πολύ σημαντικός περιορισμός είναι η επιφύλαξη της δημόσιας τάξης, η οποία προβλέπεται και στο άρθρο 33 του Αστικού μας Κώδικα ως εξής: «Διάταξη αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζεται, αν η εφαρμογή της προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη». Πρόκειται για αναφορά στη διεθνή δημόσια τάξη, σε αντίθεση προς την εθνική που προβλέπεται στο άρθρο 3 του ΑΚ. Πιο αναλυτικά, προβλέπεται ο αποκλεισμός της εφαρμογής του αλλοδαπού ουσιαστικού δικαίου, στο οποίο παραπέμπει ο κανόνας σύγκρουσης, εάν αυτό είναι ως προς το σύνολο των αρχών και των ρυθμίσεων του forum. Ο ως άνω περιορισμός έχει ως αποτέλεσμα είτε τη μη εφαρμογή του αλλοδαπού κανόνα δικαίου είτε την υποκατάστασή του από έναν συγγενικό θεσμό της έννομης τάξης που λειτουργεί ως forum.
Τέλος, απαραίτητη είναι η αναφορά και στην έννοια της παραπομπής (renvoi). Με τον όρο «παραπομπή» νοείται η περίπτωση κατά την οποία ο κανόνας σύγκρουσης του forum υποδεικνύει ως εφαρμοστέο δίκαιο κάποιον άλλον κανόνα σύγκρουσης της αλλοδαπής έννομης τάξης και όχι έναν ουσιαστικό κανόνα δικαίου. Στο ελληνικό δίκαιο ο μηχανισμός της παραπομπής απαγορεύεται (με κάποιες εξαιρέσεις), με την απαγόρευσή του να προβλέπεται ρητά στο άρθρο 32 του Αστικού Κώδικα. Ποικίλες απόψεις και θεωρίες έχουν αναπτυχθεί γύρω από το ζήτημα της παραπομπής, με μάλλον κρατούσα μια λειτουργική προσέγγιση, βάσει της οποίας η renvoi είναι ένας μηχανισμός που συμβάλλει στην καλύτερη και δικαιότερη λειτουργία του κανόνα σύγκρουσης.
Συμπερασματικά, ύστερα από την παραπάνω ανάλυση του κανόνα συγκρούσεως, αυτού του θεμελιώδους για το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο κανόνα, έγιναν ενδεχομένως αντιληπτά ορισμένα χαρακτηριστικά αυτού, όπως η ουδετερότητά του (έγινε αναφορά και στην αρχή), η αφηρημένη του φύση (δεδομένου ότι στερείται περιεχομένου, αφού κατευθύνει στην εφαρμογή ουσιαστικού δικαίου) και ο έμμεσος χαρακτήρας του, μιας και, σε αντίθεση με άλλους κανόνες του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου που προσδιορίζουν το δίκαιο που θα εφαρμοστεί, δεν υποδεικνύει άμεσα τον κανόνα δικαίου, παρά συνδράμει στον προσδιορισμό της έννομης τάξης, οι κανόνες δικαίου της οποίας πρόκειται τελικώς να εφαρμοστούν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Παμπούκης Χ., Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Εκδόσεις: Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2020