Της Ζένιας Κουφοπαντελή,
Γνωστή και με τα εμπορικά ονόματα Zegerid, PriLOSEC, Pyrocalm, η ομεπραζόλη αποτελεί ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο φάρμακο για την αντιμετώπιση ποικίλων παθήσεων του πεπτικού συστήματος. Τέτοιες παθήσεις είναι η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, το πεπτικό έλκος, το έλκος σχετιζόμενο με νόσο του Crohn, οι αιμορραγίες του γαστρεντερικού και το σύνδρομο Zollinger–Ellison. Η ουσία, αρχικά, εγκρίθηκε το 1989 στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και το 1990 στην Ευρώπη, ενώ αποτέλεσε το πρώτο χρήσιμο φάρμακο για αυτές τις ασθένειες. Στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να ληφθεί από ενήλικες, ενώ είναι δυνατή η χρήση της και από παιδιά και βρέφη, εφόσον όμως έχουν λάβει συνταγή από γιατρό.
Η δράση της ομεπραζόλης
Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για μία μονάχα ουσία, αλλά για ένα ρακεμικό μείγμα εναντιομερών, κύριος ρόλος των οποίων είναι η μείωση της έκκρισης του γαστρικού οξέος. Το φάρμακο ανήκει στην κατηγορία των αναστολέων αντλίας πρωτονίων (PPI’s), καθώς αναστέλλει τη δράση της H+, K+–ΑTPάσης, η οποία εκφράζεται σε μεγάλες ποσότητες στα τοιχωματικά κύτταρα του στομάχου. Το ένζυμο αυτό επιτρέπει την ανταλλαγή πρωτονίων (H+) με ιόντα καλίου (K+), οδηγώντας στην εξώθηση των ιόντων καλίου και στον σχηματισμό υδροχλωρίου (HCl), που συνιστά το γαστρικό υγρό. Ως PPI, η ομεπραζόλη σχηματίζει δισουλφιδικούς δεσμούς με κατάλοιπα κυστεΐνης της ATPάσης, με αποτέλεσμα να μειώνει την έκκριση οξέος για χρονικό διάστημα έως και 36 ωρών.
Λήψη του φαρμάκου και απορρόφηση
Το φάρμακο χορηγείται είτε από του στόματος, είτε ενδοφλέβια και διατίθεται στην αγορά ως σκεύασμα με συγκέντρωση της δραστικής ουσίας 10mg, 20mg ή 40mg. Η απορρόφηση της ουσίας πραγματοποιείται ταχέως στο λεπτό έντερο αμέσως μετά την έξοδό της από το στομάχι και επιτυγχάνεται έπειτα από τριάντα λεπτά έως και τρεισήμισι ώρες. Επειδή η ομεπραζόλη είναι ασταθής σε όξινα περιβάλλοντα, ορισμένα σκευάσματα περιλαμβάνουν την ουσία σε κάψουλες περιβαλλόμενες από ένα οξυανθεκτικό κάλυμμα, ώστε να μην επηρεαστεί από το ιδιαίτερα χαμηλό pH που επικρατεί στο στομάχι. Με αυτόν τον τρόπο, αποτρέπεται η αποδόμηση της ομεπραζόλης καθιστώντας δυνατή τη δίοδο της ουσίας στο έντερο και τη μετέπειτα απορρόφησή της.
Άλλοι τρόποι λήψης του φαρμάκου περιλαμβάνουν τη χορήγηση με ενέσιμη σκόνη για διάλυση, ενέσιμο διάλυμα ή με κάψουλα άμεσης αποδέσμευσης. Η βιοδιαθεσιμότητα της ουσίας, δηλαδή η ποσότητα που έχει διέλθει στη συστημική κυκλοφορία σε σχέση με την ποσότητα που λήφθηκε αρχικά, είναι μεγαλύτερη στην περίπτωση ενδοφλέβιας χορήγησης σε σχέση με τη χορήγηση από του στόματος, ενώ μπορεί να αυξηθεί ελαφρά μέσω της επαναλαμβανόμενης χρήσης της. Η ομεπραζόλη έχει, επιπλέον, μεγάλη ικανότητα πρόσδεσης σε πρωτεΐνες, εφόσον σε ποσοστό περίπου 95% βρίσκεται συνδεδεμένη με πρωτεΐνες του πλάσματος και ο όγκος κατανομής της κυμαίνεται στα 0,3 L/Kg.
Μεταβολισμός και αποβολή
Ο μεταβολισμός της ομεπραζόλης λαμβάνει χώρα στο ήπαρ από το σύστημα των κυτοχρωμάτων P450, μέσω των ενζύμων CYP2C19 και CYP3A4. Το ένζυμο CYP2C19, λειτουργώντας ως υδροξυλάση, είναι υπεύθυνο για το κύριο τμήμα του μεταβολισμού του φαρμάκου, οδηγώντας, μέσω υδροξυλίωσης, στην παραγωγή υδροξυομεπραζόλης, η οποία αποτελεί και τον κύριο μεταβολίτη της ουσίας που απαντά στο πλάσμα του αίματος. Το ένζυμο CYP3A4, από την άλλη, ευθύνεται για την παραγωγή της σουλφόνης. Οι μεταβολίτες αυτοί είναι ανενεργοί, συνεπώς δεν δύνανται να επιδείξουν δραστικότητα αναστολής έκκρισης γαστρικού υγρού.
Έχει βρεθεί ότι δεν αποβάλλεται η ίδια η ομεπραζόλη, παρά μόνο σε αμελητέες ποσότητες, μέσω των ούρων. Η μεγαλύτερη ποσότητα της αρχικής ουσίας αποβάλλεται σε ποσοστό περίπου 77% με τη μορφή μεταβολιτών, όπως είναι η υδροξυομεπραζόλη, και άλλων. Το εναπομένον ποσό της αρχικής δόσης εντοπίζεται στα κόπρανα, ως απόρροια έκκρισης μεταβολιτών από τη χολή.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι παρενέργειες του φαρμάκου κυμαίνονται από ελαφρές, οι οποίες είναι πιο συνήθεις και πιο εύκολα αντιμετωπίσιμες, έως σοβαρές, που είναι σπανιότερες και στις οποίες απαιτείται άμεση παρέμβαση από γιατρό.
Στις συχνότερες παρενέργειες περιλαμβάνονται:
- Πονοκέφαλος
- Ναυτίες
- Εμετοί ή διάρροια
- Πόνοι στο στομάχι
- Δυσκοιλιότητα
Πιο σοβαρές παρενέργειες εντοπίζονται, όταν:
- Το χρώμα του δέρματος αποκτά κιτρινωπή απόχρωση
- Τα ούρα αποκτούν πιο σκούρο χρώμα
- Εμφανίζονται δερματικά εξανθήματα, ιδιαίτερα σε περιοχές του σώματος οι οποίες εκτίθενται απευθείας στον ήλιο
- Εμφανίζεται φλεγμονή στο έντερο
- Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, προκαλείται σοβαρή αλλεργική αντίδραση (αναφυλαξία)
Η λήψη του φαρμάκου για παρατεταμένο χρονικό διάστημα ενδέχεται να οδηγήσει στην εμφάνιση μακροπρόθεσμων παρενεργειών, οι οποίες, αρχικά, αφορούν την ελάττωση της συγκέντρωσης μαγνησίου στο αίμα. Η μείωση αυτή είναι πιθανό να οδηγήσει σε αίσθημα κόπωσης ή ζάλης, σε μυϊκούς σπασμούς και αρρυθμίες. Έπειτα από μεγαλύτερο χρονικό διάστημα επηρεάζονται τα οστά, τα οποία καθίστανται πιο επιρρεπή σε κατάγματα, και το έντερο, το οποίο καθίσταται πιο ευαίσθητο σε μολύνσεις. Επιπρόσθετα, εμφανίζεται ανεπάρκεια της βιταμίνης Β12, με αποτέλεσμα την εμφάνιση έλκους του στόματος και ρίγους. Τέλος, πιστεύεται ότι η λήψη PPI’s δύναται να αυξήσει την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του στομάχου, παρότι είναι απαραίτητη η διεξαγωγή περισσότερης έρευνας προκειμένου αυτό να επιβεβαιωθεί και να αποκλειστούν άλλα πιθανά αίτια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Omeprazole: a medicine to treat heartburn and indigestion, nhs.uk. Διαθέσιμο εδώ
- Omeprazole Monograph for Professionals, drugs.com. Διαθέσιμο εδώ
- Omeprazole: Uses, Interactions, Mechanism of Action, drugbank.com. Διαθέσιμο εδώ