Της Ελισάβετ Τσολάκη,
Πρέπει: μια λέξη αυστηρή, με τόσο βαρυσήμαντη χροιά. Μόνο στο άκουσμα αυτής της λέξης, δημιουργούνται τόσο δυσάρεστα συναισθήματα. Η πρώτη φορά που ερχόμαστε σε επαφή με αυτά είναι στην παιδική ηλικία, όταν καλούμαστε να μάθουμε κάποιους κανόνες, προκειμένου να μάθουμε να συνυπάρχουμε με τους γύρω μας, να υπάρχει μια τάξη, να μπορούμε να ενταχθούμε ομαλά στο κοινωνικό σύνολο. Σε εκείνη την περίοδο, λοιπόν, επρόκειτο περισσότερο για ένα σύνολο κανόνων που αφορούσαν το «καλό» μας και το «καλό» των άλλων, μιας και ως παιδιά, ως άβουλα όντα, δεν ξέραμε τίποτα για τον κόσμο, για τους κινδύνους του, και έπρεπε κάποιος να μας καθοδηγήσει. Μήπως, όμως, όσο μεγαλώνουμε, τα «πρέπει» μας δεν επιτελούν μόνο αυτόν τον ρόλο;
Πράγματι, οδεύοντας προς την ενηλικίωση, δημιουργούμε και άλλων ειδών «πρέπει» μέσα μας, που διαμορφώνονται με βάση σκέψεις και πεποιθήσεις «μας», βάζοντας το μας εσκεμμένα σε εισαγωγικά. Γιατί αυτό; Γιατί ακριβώς δεν πρόκειται για δικές μας πεποιθήσεις, αξίες και επιθυμίες, αλλά για πεποιθήσεις και προσδοκίες τρίτων. Εκεί έγκειται το πρόβλημα, εκεί βρίσκεται η παγίδα. Και αυτό διότι τότε τα «πρέπει» λειτουργούν ως εσωτερικοί καταναγκαστικοί οδηγοί, που μας ωθούν σε πράξεις οι οποίες δεν μας βρίσκουν σύμφωνους, που δεν υπηρετούν τα ιδανικά μας, που οδηγούν σε μια ζωή που δεν επιθυμούμε, που πάνε κόντρα στα «θέλω» μας. Κι έτσι, χάνουμε ευκαιρίες, δεν δημιουργούμε ωραίες εμπειρίες που θα μας κάνουν χαρούμενους, δεν ακούμε το μέσα μας. Υπακούμε σε αυτήν τη φωνή που μας υποδεικνύει τι να κάνουμε, μια φωνή που προέρχεται από άλλους, που δεν είναι δική μας.
Πολλές φορές, τα πρέπει που μας κυβερνούν είναι τόσο αυστηρά, που μπορούν να μας οδηγήσουν σε αρνητική αυτοκριτική, να εντείνουν το αίσθημα της ανεπάρκειας και της ντροπής μας, ενώ αν δεν είναι απόρροια δικών μας αντιλήψεων, μπορούν να δημιουργήσουν σύγχυση με τις αξίες μας και να μας βγάλουν μια ανειλικρινή συμπεριφορά.
Μην ξεχνάμε, όμως, ότι δεν είμαστε πλέον παιδιά και άβουλα όντα, ώστε να «μασάμε» χωρίς δεύτερη σκέψη ό,τι μας σερβίρουν. Ως ενήλικες, οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε τη λογική και την κριτική μας σκέψη για να αξιολογήσουμε αυτά τα πρέπει. Η ερώτηση-κλειδί που θα μας βοηθήσει να ξεδιαλύνουμε πολλά πράγματα στο μυαλό μας είναι η εξής: «Γιατί πρέπει;». Πρόκειται για πρέπει που έχουμε θέσει εμείς στον εαυτό μας και εκπληρώνουν δικά μας ιδανικά; Ή για πρέπει που ικανοποιούν τις προσδοκίες τρίτων για εμάς;
«Πρέπει να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια». Γιατί; «Πρέπει να περάσω σε μια υψηλόβαθμη σχολή». Γιατί; «Πρέπει να είμαι καλό παιδί και να κρατάω τους γύρω μου ευχαριστημένους». Γιατί;
Τα παραπάνω πρέπει, σίγουρα, δεν γεννιούνται από δικά μας θέλω, από δικούς μας στόχους και φιλοδοξίες, αλλά από φιλοδοξίες ή απωθημένα άλλων, από θεωρήσεις που επιβάλλουν τα «καλούπια» της κοινωνίας μας, από τη γνώμη και τα standards άλλων. Γιατί, όμως, «πρέπει» να λογοδοτούμε σε αυτούς για τη ζωή μας και να την «ράβουμε» στα μέτρα τους;
Τα «πρέπει» που πρέπει να τηρούνται χωρίς δεύτερη σκέψη –και εν προκειμένω, με την ανάλογη αυστηρότητα και επιβολή– είναι αυτά που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ευημερία του κοινωνικού συνόλου: πρέπει να σεβόμαστε τον συνάνθρωπό μας, να μην καταπατάμε την ελευθερία του, την ακεραιότητά του. Δεν πρέπει να σκοτώνουμε, να κλέβουμε, να ασκούμε βία, να εξαναγκάζουμε, να απειλούμε. Σε αυτά τα πρέπει δεν «σηκώνεται» δεύτερη κουβέντα, ενώ η καταπάτησή τους δικαίως έπεται ανάλογων ποινών και δικαίως υπάρχουν οι σχετικές αρχές και τα σχετικά όργανα για να τα επιβάλλουν.
Σε προσωπικό και διαπροσωπικό, όμως, επίπεδο –ή έστω, σε επίπεδο που δεν αγγίζει τη νομική διάσταση– τα πρέπει οφείλουν να έχουν τους εξής ρόλους: πρώτον, να μας προστατεύουν από τον κίνδυνο του παρορμητισμού των «θέλω» μας, ώστε να μην πληγωθούμε. Δεύτερον, να υποδεικνύουν βήματα και προϋποθέσεις που είναι αναγκαίο να ακολουθήσουμε προκειμένου να επιτύχουμε κάποιον στόχο, κάποιο όνειρο, κάποιο θέλω. Τρίτον –που δεν πρόκειται τόσο για «πρέπει», όσο για «οφείλω»–, να υπηρετούν ηθικούς κανόνες και αρχές, που στόχο έχουν να μας κάνουν ενάρετους ανθρώπους και αφορούν τη συμπεριφορά μας προς τους συνανθρώπους μας.
Σε προσωπικό πλαίσιο, επομένως, τα «πρέπει» πρέπει να αφορούν εμάς, τις αξίες μας, τα θέλω μας, να τίθενται με γνώμονα την ευτυχία μας, δεδομένου φυσικά ότι δεν καταπατάται η ελευθερία κάποιου άλλου. Αν, όμως, έχουν να κάνουν με υποδείξεις τρίτων και επιταγές της κοινωνίας, με παράγοντες έξω από εμάς, οι οποίοι έχουν πάρει το «τιμόνι» της ζωής μας και την «πιλοτάρουν» για λογαριασμό μας… τότε πρέπει να εξαφανιστούν από τον χάρτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Πρέπει» και «θέλω»: Πώς θα βρούμε τη χρυσή ισορροπία;, vita.gr, διαθέσιμο εδώ
- Το ψυχικό κόστος των «πρέπει», psychologynow.gr, διαθέσιμο εδώ
- Πρέπει ή θέλω;, psychologias.gr, διαθέσιμο εδώ