Του Γιάννη Μάρκελλου,
Μέσα σε μια φρενίτιδα έντονου παρασκηνίου, ο 17ος αιώνας αποτελεί για τη Ρωσία σταθμό και κέντρο αναφοράς των κατοπινών της χρόνων. Τα γεγονότα που συνόδευσαν τον 17ο αιώνα στη Ρωσία, μόνο σαν ένα μαύρο πέπλο άκριτου σκοταδισμού και θρησκευτικής παραφροσύνης μπορούν να χαρακτηριστούν. Αυτή η έξαρση θρησκευτικής κυρίως παραφροσύνης προκλήθηκε από το γεγονός του σχίσματος, το οποίο προκλήθηκε εντός των κόλπων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας βίωσε την αποδυνάμωσή της κατά την περίοδο του τσάρου Ιβάν Δ΄ του Τρομερού. Μια ιδιαιτέρως θρυλική προσωπικότητα, η οποία σημάδεψε εντελώς διαφορετικά τις καρδιές των Ρώσων και αλλιώς ερμηνεύθηκε από την Ιστορία. Η ρωσική λαϊκή παράδοση θέλει τη μορφή του Ιβάν του Τρομερού πιο ωραιοποιημένη από αυτήν που μαρτυρά η ιστορία. Τα διδακτικά παραμύθια της εποχής εκείνης, όπου εξαιρούνται τα χαρακτηριστικά της σοφίας και της δικαιοσύνης, του τσάρου Ιβάν του Τρομερού, δε συγκαταλέγουν τις αρνητικές όψεις της προσωπικότητάς του, όπως οι εκτελέσεις εν ψυχρώ φίλων και εχθρών του, χωρίς κανέναν δισταγμό. Μια ρεαλιστική ανάγλυφη παρουσίαση της προσωπικότητας του τσάρου Ιβάν Δ΄ υπάρχει στην πρώτη ταινία της σειράς Ιβάν ο Τρομερός, η οποία αναμφίβολα σημάδεψε τον παγκόσμιο κινηματογράφο.
Το βαθύ σχίσμα εντός της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας προκλήθηκε όταν πλέον η κοσμική εξουσία έγινε κύριος φορέας της Εκκλησίας και κατά συνέπεια, την ενσωμάτωσε στον κρατικό μηχανισμό. Αυτή η δυνατότητα, την οποία απέκτησε σταδιακά το ρωσικό κράτος, οδήγησε την Εκκλησία στο να απωλέσει τον κύριο λόγο ύπαρξής της, δηλαδή να αποτελεί πνευματικό καταφύγιο των πιστών.
Βρισκόμαστε στην «περίοδο των αναταραχών», η οποία έχει χαρακτηριστεί από τους ειδικούς ως η πιο ταραγμένη περίοδος του Ρωσικού Βασιλείου. Αυτή η περίοδος διήρκησε δεκαπέντε χρόνια (1598-1613), κατά τα οποία ολόκληρο το Ρωσικό Βασίλειο βρέθηκε στη δίνη της πλήρους ακυβερνησίας και της ξένης κατοχής. Ενώ ο πόλεμος και ο διωγμοί είχαν παραλύσει πλήρως τον κοινωνικό και παραγωγικό ιστό της χώρας, μια νέα εποχή ξημέρωνε για την Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία. Την ίδια εποχή, Πολωνοί και Σουηδοί διεκδικούσαν τον θρόνο. Η Εκκλησία εκείνα τα δύσκολα χρόνια αποκατέστησε επί πατριάρχου Φιλαρέτου την παλιά της θέση στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Έτσι, λοιπόν, σφραγίζεται ο 17ος αιώνας, ο οποίος θεωρείται από τους μελετητές η περίοδος του δεύτερου εκβυζαντινισμού της Ρωσίας στον εκκλησιαστικό και πνευματικό τομέα.
Ο δεύτερος εκβυζαντινισμός της Ρωσίας έδωσε την ευκαιρία για νέες επιδράσεις στον μορφωτικό και πνευματικό τομέα. Βρισκόμαστε σε μια εποχή, όπου η Εκκλησία δεν αποδεχόταν τίποτε το ελληνικό. Η Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία ήθελε να δημιουργήσει εκ νέου την παράδοσή της, προκειμένου να καταστεί ανεξάρτητη από τους Έλληνες. Αυτή η αμφισβήτηση κάθε τι ελληνικού προήλθε από τη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας. Η Σύνοδος αυτή, παρόλο που δεν είχε πολιτικά οφέλη για τους Έλληνες, έπαιξε καταλυτικό ρόλο, καθότι έφερε κοντά τους διανοούμενους των δύο πολιτισμών, όπως τον Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα. Παράλληλα, έθεσε τα θεμέλια δημιουργίας του κινήματος του Διαφωτισμού στη Δύση. Παρά τη θεολογική και εκκλησιαστική χροιά αυτής της συνόδου, δεν πρέπει να λησμονείται η επίδρασή της στην πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως αυτή η σύνοδος αποτέλεσε για τους Ρώσους την αιχμή του δόρατος, προκειμένου να απογαλακτιστούν από τους Έλληνες και εκκλησιαστικά από την Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό πυροδότησε καίτοι περισσότερο τις φιλοδοξίες του Πατριαρχείου της Ρωσίας, χαρακτηρίζοντας τη Μόσχα ως Τρίτη Ρώμη. Αυτός ο υπερβάλλων ζήλος εκ μέρους της Ρωσίας κρατεί έως και σήμερα.
Οι παραπάνω μονομερείς απόψεις της Ρωσίας γρήγορα οδήγησαν σε μια ματαιοδοξία. Επί πατριαρχίας Νίκωνος, καταβλήθηκαν προσπάθειες για την ενδυνάμωση των ρωσοελληνικών εκκλησιαστικών σχέσεων. Το Πατριαρχείο της Ρωσίας ένιωθε την ανάγκη να στελεχωθεί με νέο μορφωμένο προσωπικό, το οποίο θα επιδιδόταν σε έναν αγώνα δρόμου για παραγωγή βιβλίων και κειμένων. Έτσι, η Ρωσία στράφηκε στην Ουκρανία, προκειμένου να βρει Έλληνες που θα μπορούσαν να διεκπεραιώσουν αυτήν την αποστολή, δηλαδή την πλήρη αναδιοργάνωση στα θεολογικά και λειτουργικά ζητήματα. Οι αναγκαίες αυτές μεταρρυθμίσεις που ανήγγειλε το διορατικό πνεύμα του Νίκωνος προσέκρουσαν στην αντίδραση μερίδας του κλήρου και των πιστών. Όμως, ο πατριάρχης προχώρησε αποτελεσματικά στην εμπέδωση των μεταρρυθμίσεών του στην κοινωνική ζωή. Έτσι, απαγορεύτηκε το ποτό και η χαρτοπαιξία, που είχαν γίνει αγαπημένες συνήθειες των Ρώσων. Αυτές οι τομές επεξέτειναν τον ρόλο του πατριάρχη, καθιστώντας τον ανώτερο του τσάρου. Αυτό βέβαια προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις του τελευταίου.
Ο τσάρος συγκάλεσε εκκλησιαστική σύνοδο με τη συμμετοχή του πατριάρχη Αντιοχείας και του Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Αυτή η σύνοδος έθετε τέρμα στην προσπάθεια του Πατριαρχείου της Ρωσίας να διαδραματίζει ρόλο στην κοσμική εξουσία. Μετά από αυτή την απόφαση, ο Πατριάρχης Νίκων, έχοντας χάσει το κύρος του ενώπιον της συνόδου, οδηγήθηκε σε παραίτηση.
Παράλληλα, δεν εξέλειπαν οι αντιδράσεις, προερχόμενες από τον ρωσικό λαό στις αλλαγές του Πατριάρχου Νίκωνος. Οι Ρώσοι έβλεπαν το Βυζάντιο ως εχθρό του ίδιου του ορθού δόγματος, δηλαδή της χριστιανοσύνης, καθότι τον 15ο αιώνα αποδέχθηκε την ένωσή του με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Όσον αφορά τις αλλαγές των λατρευτικών πρακτικών, οι Ρώσοι το εξελάμβαναν ως εκμηδενισμό της ίδιας τους της παράδοσης. Αυτό θα επέφερε την οργή του Θεού, ως άλλος πίνακας του Έντβαρτ Μουνκ (Η Κραυγή). Ο ρωσικός λαός έβλεπε τη θρησκευτική λατρεία ως το πνευματικό δοχείο της θέωσής του και οποιαδήποτε παραχάραξη της ιστορικής τους πορείας ήταν για αυτόν ένα μέσο αυτοκαταστροφής. Κύριος εκφραστής των αντιμεταρρυθμιστών υπήρξε ο ιεροκήρυκας Αββακούμ Πέτροβιτς, ο οποίος για τις απόψεις του υπέφερε βασανιστήρια, έως ότου πεθάνει στην πυρά το 1682.
Οι αντιμεταρρυθμιστές χαρακτηρίστηκαν παλαιόπιστοι, με αποτέλεσμα να διώκονται από το ίδιο το κράτος για την εμμονή στις αντιλήψεις τους. Οι παλαιόπιστοι θεωρούσαν πως η λατρεία θα έπρεπε να συνεχίζεται αδιάκοπα, χωρίς να πραγματοποιούνται αλλαγές, ακολουθώντας την παλαιά λατρευτική παράδοση. Αυτό οδήγησε στην απρόσμενη πρακτική επί Μεγάλου Πέτρου, να καταβάλλουν οι παλαιόπιστοι διπλή φορολογία. Ως αντίδραση, οι παλαιόπιστοι δεν υποστήριξαν μόνο τη διατήρηση της παλαιάς λατρευτικής παράδοσης της Εκκλησίας, αλλά επεξέτειναν περισσότερο τα επιχειρήματά τους, υποστηρίζοντας πως ο πατριάρχης Νίκων λειτουργούσε ως Αντίχριστος. Έτσι, η κοσμική εξουσία προέβη σε μαζικές διώξεις και θανατώσεις παλαιόπιστων. Πολλοί από αυτούς, για να ξεφύγουν, κλείστηκαν μόνοι τους σε φέρετρα και αυτοπυρπολήθηκαν, καθότι δε μπορούσαν να αποδεχθούν τον Αντίχριστο. Αυτή η πρακτική εκ μέρους των παλαιόπιστων θα μπορούσε να παραλληλιστεί με το «Σπήλαιο της Απόγνωσης» του Μπέντζαμιν Γουέστ. Στον συγκεκριμένο πίνακα, ο Γουέστ παρουσιάζει έναν ιππότη έτοιμο να αυτοκτονήσει, μη μπορώντας να βλέπει τη ματαιότητα της ζωής.
Εν κατακλείδι, το παραπάνω σχίσμα απετέλεσε μια καταστροφική εξέλιξη για την Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία. Παρά ταύτα, η Εκκλησία της Ρωσίας αφιέρωσε χρόνο στην ιεραποστολική δράση της, προωθώντας τη χριστιανική πίστη σε αλλόθρησκους. Παράλληλα, ανέπτυξε μια διαλεκτική ανάμεσα στον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ και τον Βουδισμό. Από τη μεριά τους, οι Εβραίοι ανήκαν στα σοσιαλιστικά κινήματα, και το Ισλάμ είχε εισχωρήσει στη ρωσική συνείδηση, καθότι είχε ιδρυθεί κεντρικό μουσουλμανικό πνευματικό όργανο με προϊστάμενο μουφτή. Τελικά και ο Βουδισμός αναπτύχθηκε κατά τον 17ο αιώνα, με τη μορφή του λαμαϊσμού. Όλα αυτά έκριναν αναγκαία την παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη, Γιάννα (2008), Η Αυτοκρατορική Ρωσία, 1613-1917, Αθήνα: Gutenberg.
- Παμπούδη, Παυλίνα (2012), Ο Ιβάν ο Τρομερός, Αθήνα: Ροές.
- Troyat, Henri (2001), Ιβάν ο Τρομερός, Αθήνα: Ωκεανία.