Του Σωκράτη Κατσαρού,
Ο 19ος αιώνας είναι ένας αιώνας ταραχών και ανακατατάξεων στην Αυτοκρατορική Κίνα της Δυναστείας Τσινγκ (大 清). Η δυναστεία μαντζουριανής προελεύσεως, από τα τέλη του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, βρέθηκε στα όρια της κατάρρευσης.
Το 1839, η Κίνα ηττάται κατά κράτος από τους Βρετανούς στον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου και αναγκάζεται να τους εκχωρήσει δικαιώματα διελεύσεως σε πολλά λιμάνια της, καθώς και να τους παραχωρήσει το Χονγκ Κονγκ. Από εκεί οι Βρετανοί πωλούσαν το καλλιεργημένο από τις αποικίες τους στην Ινδία όπιο. Η κυκλοφορία του οπίου στην κινεζική αγορά προκάλεσε υπερκαταναλωτισμό από εκατομμύρια Κινέζους. Ο εθισμός εκατομμυρίων ανθρώπων οδήγησε, με τη σειρά του, σε μια κοινωνική αναταραχή, καθώς το συγκεκριμένο φυτό σκότωνε πάρα πολλούς και παρέλυε άλλους τόσους. Παράλληλα, εκτός από την είσοδο του οπίου στην αχανή αυτή χώρα, με το άνοιγμα των κινεζικών λιμανιών παρατηρήθηκε και μια σημαντική παρουσία χριστιανών προτεσταντών ιεραποστόλων. Οι ιεραπόστολοι με τις νεοφερμένες ιδέες τους δημιούργησαν σε πολλούς Κινέζους μια αμφισβήτηση, όχι μόνο στην προϋπάρχουσα εχθρότητά τους προς τους Τσινγκ, αλλά και προς τον κομφουκιανισμό και τους εκπροσώπους του.
Το 1850, ως αποτέλεσμα των παραπάνω, γίνεται μια από τις μεγαλύτερες και πιο αιματηρές εξεγέρσεις στην ανθρώπινη ιστορία, η γνωστή ως εξέγερση των Ταϊπίνγκ. Η λέξη Ταϊπίνγκ (太平) στα Μανδαρινικά Κινέζικα σημαίνει Μεγάλη Ειρήνη και ήταν ένα κίνημα ανατροπής της Δυναστείας Τσινγκ και αντικατάστασής της από μια νέα εξουσία, η οποία θα ήταν αρκετά διαφοροποιημένη σε όλους τους τομείς της κινεζικής κοινωνίας. Το κίνημα ιδρύθηκε από έναν Κινέζο Χάκκα (παρακλάδι της εθνότητας Χαν ) γραφειοκράτη, τον Χόνγκ Σιόου-τσιουέν.
Ο Χονγκ Σιόου-τσιουέν, απογοητευμένος μετά από μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών να ανέλθει κοινωνικά, ήρθε σε επαφή με Αμερικανούς Πάστορες, στην Γκουανγκτζόου, και άρχισε να μεταφράζει χριστιανικά κείμενα στη μητρική του γλώσσα, τα Καντονέζικα. Φαίνεται ότι η επαφή του με τα χριστιανικά κείμενα, παρερμηνευμένα ή μη, λειτούργησε παρηγορητικά για την αντιμετώπιση της κατάθλιψής του και τον έκανε να βλέπει συνεχώς οράματα και να συνομιλεί με έναν άνδρα, τον οποίο αποκαλούσε Πρεσβύτερο Αδελφό. Εκείνη η μορφή, σύμφωνα με εκείνον, τον διέταξε να σκοτώσει με ξίφος όλους τους δαίμονες. Στην αρχή δεν πήρε στα σοβαρά αυτά τα οράματα, όμως από το 1843 και μετά, ύστερα από μια νέα αποτυχία του να διοριστεί, έπεσε σε μια νέα χειρότερη μορφή κατάθλιψης. Τότε, ξαναμελέτησε τα χριστιανικά κείμενα και έβγαλε το συμπέρασμα ότι αυτά τα οράματα του τα έστελναν ο Θεός και ο Ιησούς Χριστός, ότι είναι ο ίδιος κατά κάποιο τρόπο αδελφός του Χριστού και υιός του Θεού και ταυτόχρονα ο εκλεκτός να φέρει την βασιλεία του Θεού σε μια άλλη άγνωστη Βιβλικά γη.
Η στροφή του σε αυτή την χριστιανική εκδοχή, που επινόησε ο ίδιος, τον οδήγησε σε ακραίες συμπεριφορές, κατά μνημείων του Κομφούκιου και σε μίσος κατά της σκέψης του. Το μίσος του μπορεί να αιτιολογηθεί από τους διεφθαρμένους διδασκάλους του Κομφούκιου, που είχαν την εύνοια των Τσινγκ, αλλά και στο γεγονός ότι το κοινωνικό σύστημα, που ήταν βασισμένο σε κάποιες από τις απόψεις του Κομφούκιου, δεν του επέτρεπε να ανέλθει κοινωνικά. Ο κοινωνικός του περίγυρος, βλέποντας τη συμπεριφορά του, τον πίεσε να φύγει από την επαρχία της Γκουανγκντόγκ και εκείνος κατέφυγε στην γειτονική επαρχία Γκουανγκσί. Το 1847, επέστρεψε στην Γκουανγκτζόου και συναντήθηκε με τον Αμερικανό Πάστορα, Issachar Jacox Roberts, όπου και μελέτησε μαζί του τη Βίβλο. Εν συνεχεία, επέστρεψε στην Γκουανγκσί, όπου και άρχισε να κηρύττει τις απόψεις του σε εθνοτικές μειονότητες, όπως οι Τζουάνγκ και οι Γιάο, που ήταν αρκετά απομονωμένες και ορεσίβιες, άρα όχι τόσο εύκολα ελεγχόμενες από τους Τσινγκ, καθώς και σε αρκετούς ομοεθνείς του Χάκκα.
Ταυτόχρονα, άρχισε να έχει προσεγγίσεις και με τους Σαν Χε Χουί ,γνωστοί ως Τριάδες. Οι Τριάδες ήταν μια οργάνωση Κινέζων Χαν, από τον 18ο αιώνα, που δραστηριοποιούνταν στις παράκτιες επαρχίες της Κίνας σε θέματα λαθρεμπορίου. Αντικειμενικός στόχος της οργάνωσης ήταν η ανατροπή της άρχουσας ηγεσίας των Μαντζουριανών Τσινγκ και της παλινόρθωσης της δυναστείας Μινγκ, που είχε πέσει το 1644. Οπότε οι δύο πλευρές συμμάχησαν. Οι Τριάδες μπορούσαν να εξοπλίσουν το κίνημα με σύγχρονα όπλα και πολεμοφόδια, λόγω των προσβάσεών τους σε πολλές αποικίες στην Νοτιοανατολική Ασία, ενώ ο Χόνγκ Σιόου-τσιουέν συγκέντρωνε πλήθη ανθρώπων, από τα κατώτερα στρώματα, αλλά και από εθνότητες εχθρικές στο υπάρχων καθεστώς. Το 1851, ο Χόνγκ ονόμασε το κίνημα «Ταϊπίνγκ Τιενγκουό», δηλαδή το Ουράνιο Βασίλειο της Μεγάλης Ειρήνης και χρησιμοποίησε για ορμητήριό του, μια περιοχή ονόματι «το Βουνό με τα Μεγάλα Αγκάθια», ανατολικά της επαρχίας Γκουανγκσί.
Το κίνημα ήταν αρκετά ριζοσπαστικό, καθώς υποστήριζε όχι μόνο την αναδιανομή της γης, αλλά και την κοινοκτημοσύνη, ενώ ήταν υπέρ της βελτίωσης της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία. Μάλιστα πολλές γυναίκες συμμετείχαν στο κίνημα, ούσες πρόθυμες να πολεμήσουν. Άλλο ένα στοιχείο που χαρακτήριζε το κίνημα ήταν η ενδυμασία των μελών του, καθώς φορούσαν κίτρινα ενδύματα και άφηναν τα μαλλιά τους λυτά, ως αντίδραση στη χαρακτηριστική κοτσίδα της κουλτούρας των Τσινγκ.
Το 1851, το κίνημα γιγαντώθηκε στα νότια της χώρας, και ο αυτοκράτορας Τσιανφένγκ έστειλε στρατεύματα να καταστείλουν την εξέγερση, όμως οι Ταϊπίνγκ, αν και ελαφρύτερα εξοπλισμένοι, κατάφεραν να επικρατήσουν λόγω του ευνοϊκού εδάφους. Αυτή η νίκη σε συνδυασμό με την κακή κατάσταση των αυτοκρατορικών στρατευμάτων, εξαιτίας του πολέμου με τους Βρετανούς, αλλά και λόγω της κατανάλωσης οπίου, συνέβαλλε στην επέκταση του κινήματος νοτιοανατολικά της Κίνας και στην αύξηση των επαναστατών έως και 1.000.000. Οι Ταϊπίνγκ άρχισαν να καταλαμβάνουν τη μια πόλη μετά την άλλη στη νότια Κίνα, σκοτώνοντας μαζικά μαντζουριανούς αξιωματούχους και διδασκάλους κομφουκιανισμού και καταστρέφοντας κυβερνητικά κτίρια, ναούς βουδιστών, κομφουκιανιστών και ταοϊστών. Το 1853, οι Ταϊπίνγκ κατέλαβαν τη σημαντικότατη πόλη Ναντζίγνκ και κατέσφαξαν όσους θεωρούσαν εχθρούς τους. Η πόλη αυτή έγινε η πρωτεύουσα του Ουράνιου Βασιλείου των Ταϊπίνγκ.
Ο αυτοκράτορας, προβληματισμένος έβλεπε τους Ταϊπίνγκ να πλησιάζουν το Πεκίνο και έστειλε εναντίον τους Μογγόλους και μαντζουριανούς ιππείς. Οι δύο αυτές μονάδες χάρη στα ευέλικτα άλογά τους και τα αποτελεσματικότατα τόξα τους, διέλυσαν τους Ταϊπίνγκ. Όσοι επέζησαν, αιχμαλωτίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν στο Πεκίνο. Όμως, ο αυτοκράτορας συνειδητοποίησε ότι δεν αρκούσαν μόνο οι ιππείς για να συντρίψει τους Ταϊπίνγκ. Για αυτό προσκάλεσε έναν απόστρατο ικανότατο στρατηγό, τον Τσένγκ Γκουό-φαν, να επανεκπαιδεύσει τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Ο στρατηγός προχώρησε σε εκκαθαρίσεις, στρατολογώντας μη εθισμένους στο όπιο κατοίκους και ήλθε σε επαφή με Βρετανούς, Γάλλους και Αμερικανούς στρατηγούς και προμηθευτές όπλων, με στόχο να εκσυγχρονίσει τον αυτοκρατορικό στρατό.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, το κύμα της εξέγερσης των Ταϊπίνγκ άρχισε να χάνει την ορμή του. Ο Χόνγκ Σιόου-τσιουέν, μεθυσμένος από τη δόξα και τις νίκες, άρχισε να ζει έναν έκλυτο βίο, στο παλάτι του στη Ναντζίνγκ, σχεδόν απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο. Επιπλέον, εντός του κινήματος άρχισαν να γίνονται φανερές αρκετές διαφοροποιήσεις, καθώς οι στόχοι των εθνοτικών ομαδών, που ήταν μειονότητες, των Τριάδων και των σκληροπυρηνικών Ταϊπίνγκ, δεν ήταν όμοιοι πλέον μεταξύ τους.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι Ταϊπίνγκ να χάνουν εδάφη, σε σημείο να βρεθεί η πρωτεύουσά τους υπό μια δεκαετή πολιορκία, που λύθηκε το 1864, όταν ο Χόνγκ Σιόου-τσιουέν και οι εναπομείναντες υποστηρικτές του αυτοκτόνησαν μαζικά για να μην πέσουν στα χέρια των Τσινγκ. Μια άλλη εκδοχή, θεωρεί ότι τους σκότωσαν όλους οι Τσινγκ.
Η εξέγερση των Ταϊπίνγκ δίκαια θεωρείται σημείο τομής για την κινεζική Ιστορία. Ήταν ένα κίνημα εθνικού και κοινωνικού χαρακτήρα, που ανέδειξε τη σύγχρονη Κίνα, καθώς μελλοντικές φυσιογνωμίες, όπως ο Σου Γιατ-σεν και ο Μάο Τσε Τούνγκ, εμπνεύστηκαν από αυτό στις επιτυχημένες πορείες τους το 1911, με την πτώση των Τσινγκ, και το 1949, με την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Facing History, Seeds of Unrest: The Taiping Movement, Διαθέσιμο εδώ
- Hendershot, Margaret E. (1981), Taiping Rebellion and Sino-British relations, 1850-1864, University of Montana