Της Θεώνης Παπακωνσταντίνου,
Ο Τομ Ρίπλεϊ, όπως παρουσιάζεται στην ταινία με τίτλο Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ, είναι ένας νέος από οικογένεια χαμηλής κοινωνικής τάξης, ο οποίος έχει όνειρο μια ζωή πλούσια και πετυχημένη. Προς επίτευξη του άνω σκοπού, εκμεταλλεύεται τη γνωριμία του με έναν επιφανή Αμερικάνο, ο οποίος του ζητά να πείσει τον εγκατεστημένο στην Ιταλία γιό του να επιστρέψει στην Αμερική. Αποφασίζει, λοιπόν, με αφορμή αυτή του την αποστολή, να «πάρει» τη ζωή του πλούσιου και μποέμ Ντίκι Γκρίνλιφ, εκμεταλλευόμενος το «ταλέντο» που διαθέτει στην πλαστογραφία και στα ψέματα.
Ήδη κατά την προετοιμασία του για το ταξίδι, τον βλέπουμε να προσπαθεί να μιμηθεί τον Ντίκι, αναφορικά με τον τρόπο συμπεριφοράς και τα ενδιαφέροντά του. Η προσπάθειά του κλιμακώνεται κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιταλία. Το αποκορύφωμα όλων αυτών είναι ότι, αφού πρώτα καταφέρνει να μπει στη ζωή του Ντίκι, έπειτα από έναν διαπληκτισμό μεταξύ τους, του αφαιρεί τη ζωή και –τελικώς– του παίρνει κυριολεκτικά τη θέση, αφού συνεχίζει να ζει σαν να είναι ο Ντίκι. Ένας από τους τρόπους που το επιτυγχάνει αυτό είναι μέσα από την αλλοίωση του διαβατηρίου του αποβιώσαντος –πλέον– Ντίκι, το οποίο δε διστάζει, μάλιστα, να το χρησιμοποιήσει σε διάφορες συναλλαγές του, αλλά συνάμα και μέσα από τις επιστολές που στέλνει, υπογράφοντας ως «Ντίκι Γκρίνλιφ».
Με μια αρχική εκτίμηση, αναφορικά με το διαβατήριο και τις επιστολές, φαίνεται να διαπράττει το έγκλημα της πλαστογραφίας. Προτού, όμως, καταλήξουμε σε κάποιο επιπόλαιο συμπέρασμα, χρειάζεται να εξετάσουμε το είδος και την ειδική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος.
Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 216 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα ορίζεται ότι: «Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή». Η πλαστογραφία, επομένως, είναι ένα σωρευτικώς μικτό έγκλημα, που σημαίνει ότι μπορεί να τελεστεί είτε με κατάρτιση πλαστού εγγράφου είτε με νόθευση γνησίου και, σε περίπτωση που ο δράστης προβεί στις δύο παραπάνω ενέργειες, τελεί δύο αυτοτελή εγκλήματα και όχι ένα.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ως άνω διάταξη φαίνεται να έχει η έννοια του εγγράφου. Για τον λόγο αυτό, προτού προχωρήσουμε στην ανάλυση του εγκλήματος, σκόπιμο θα ήταν να προσεγγίσουμε την έννοια αυτή. Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει στο άρθρο 13 περίπτωση γ’ ότι: «Έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. Έγγραφο είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή, αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία.». Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, ως «έγγραφο» ορίζεται κάθε ανθρώπινο διανόημα που ενσωματώνεται σε έναν υλικό φορέα.
Επιπλέον, «έγγραφο», σύμφωνα με τη θεωρία και τη νομολογία, νοείται αυτό που πληροί τρεις επιμέρους λειτουργίες: διαιωνιστική, εγγυητική και αποδεικτική. Η διαιωνιστική λειτουργία σχετίζεται με τη σταθερή σύνδεση του διανοήματος με τον υλικό φορέα, ανεξάρτητα από το είδος του φορέα, αρκεί με αυτόν να ικανοποιούνται οι συναλλαγές. Στη συνέχεια, η εγγυητική λειτουργία αναφέρεται στην ευθύνη του εκδότη του εγγράφου. Συνεπώς, στο έγγραφο χρειάζεται να προκύπτει με σαφήνεια το όνομα του προσώπου, από το οποίο προέρχεται το διανόημα. Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας του εγγράφου είναι να έχει αποδεικτική λειτουργία, πράγμα που σημαίνει ότι χρειάζεται να είναι είτε προορισμένο, δηλαδή η κατάρτισή του να έγινε εξ αρχής για αυτόν το σκοπό, είτε πρόσφορο, δηλαδή να είναι αντικειμενικά δυνατό να χρησιμοποιηθεί –ανεξαρτήτως πρόθεσης– προς απόδειξη γεγονότος με έννομη σημασία.
Όσον αφορά την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, αυτή μπορεί, όπως προαναφέρθηκε, να πληρωθεί με κατάρτιση πλαστού εγγράφου. Πιο συγκεκριμένα, κατάρτιση στοιχειοθετείται με την εξ αρχής δημιουργία εγγράφου, το οποίο δεν υπήρχε πρωτύτερα και στο οποίο ο αληθινός εκδότης δε συμπίπτει με τον φερόμενο ως εκδότη του. «Εκδότης», κατά την κανονιστική–πνευματική θεωρία, θεωρείται αυτός που επιθυμεί, θέτοντας την υπογραφή του, να φέρει την ευθύνη, αναφορικά με το διανόημα που ενσωματώνεται στον υλικό φορέα, ως πνευματικός δημιουργός αυτού. Αξίζει να επισημανθεί ότι παραπλάνηση είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί ως προς την ταυτότητα του εκδότη και όχι ως προς το αληθές του περιεχομένου του εγγράφου. Ακόμα κι ένα έγγραφο με αληθές περιεχόμενο ενδέχεται να είναι πλαστό.
Από την άλλη πλευρά, η νόθευση προϋποθέτει την ύπαρξη γνήσιου εγγράφου και θεμελιώνεται με τη μεταβολή του περιεχομένου αυτού από το αρχικό, αλλοιώνοντας, δηλαδή, το νόημά του, ενώ αντίθετα, η κατάρτιση μπορεί να πραγματωθεί και με παράλειψη. Μια ιδιαίτερη περίπτωση νόθευσης είναι η νόθευση από τον ίδιο τον εκδότη του εγγράφου. Μια τέτοιου είδους κατάσταση φαντάζει, αρχικά, αντιφατική, όμως, εάν το εξετάσουμε πιο προσεκτικά, βλέπουμε ότι, εάν ένα έγγραφο έχει τεθεί ήδη σε κυκλοφορία και ο εκδότης αυτού μεταβάλει εκ των υστέρων και χωρίς να έχει σχετικό δικαίωμα το περιεχόμενό του, αλλάζει την ευθύνη που ανέλαβε αρχικώς, με αποτέλεσμα να πλήττεται η εγγυητική λειτουργία του εγγράφου.
Στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου αναγράφεται, επίσης, ότι: «Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο.». Η ως άνω παράγραφος αναφέρεται στη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί απλώς με το να καταστήσει το έγγραφο προσιτό σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι στόχος παραπλάνησης, ανεξάρτητα από το εάν λάβει γνώση τελικώς ή παραπλανηθεί ο τρίτος. Το μόνο που χρειάζεται είναι να περιέλθει στη σφαίρα εξουσίας του παθόντος.
Σε αντίθεση με τη ρύθμιση που ίσχυε πριν από την τροποποίηση με τον Νόμο 4637/2019, η χρήση πλαστού εγγράφου δεν αποτελεί επιβαρυντική περίσταση του βασικού εγκλήματος της πλαστογραφίας, αλλά αυτοτελές έγκλημα. Εάν, μάλιστα, τελεστεί από αυτόν που πλαστογράφησε το έγγραφο, ο εν λόγω δράστης θα έχει διαπράξει δύο αξιόποινες πράξεις, οι οποίες συρρέουν φαινομενικά. Η δε χρήση του πλαστού εγγράφου απορροφάται ως συντιμωρητή ύστερη πράξη από τη βασική πράξη της πλαστογραφίας.
Ως προς την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, ο δράστης αρκεί να έχει ενδεχόμενο δόλο, δεδομένου ότι το γράμμα της διάταξης δεν προσδιορίζει ειδικώς το είδος του δόλου. Πιο συγκεκριμένα, αρκεί ο δράστης να γνωρίζει ότι υπάρχει ενδεχόμενο ένα έγγραφο να είναι πλαστό, αλλά να αποδέχεται αυτή του την υποψία, χωρίς τελικά να διστάσει να το χρησιμοποιήσει. Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση του αδίκου του εγκλήματος είναι ο δράστης να έχει σκοπό τόσο να κάνει χρήση του πλαστού εγγράφου όσο και να παραπλανήσει κάποιον χρησιμοποιώντας το. Ο ως άνω σκοπός αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου και δίχως αυτόν δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε το κατ’ αρχήν άδικο της πράξης.
Έπειτα από την περιληπτική ανάλυση των προϋποθέσεων στοιχειοθέτησης του εγκλήματος της πλαστογραφίας, σκόπιμο είναι να εξετάσουμε, εάν τελικά διέπραξε τη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη ο Ρίπλεϊ. Απαραίτητο είναι να επισημανθεί ότι αναφορά γίνεται στο περιστατικό με τις επιστολές και την ταυτότητα, διότι εάν λάβουμε υπόψη όσα εγκλήματα διαπράττει στην εν λόγω ταινία, δε θα έφτανε ένα άρθρο προς ανάλυση αυτών.
Επομένως, ο Τομ (δράστης) καταρτίζει από την αρχή έγγραφα πλαστά, συγκεκριμένα επιστολές, τα οποία φέρουν την υπογραφή του Ντίκι, υπάρχει, δηλαδή, διάσταση μεταξύ του αληθινού εκδότη (Τομ) και του φερόμενου ως εκδότη (Ντίκι). Αυτές οι επιστολές, μάλιστα, αποκτούν νομική σημασία, διότι τις αποστέλλει σε διάφορα κοντινά πρόσωπα του αποθανόντος. Αναφορικά με το διαβατήριο, το οποίο αποτελεί σύνθετο έγγραφο (γραπτό διαβατήριο μαζί με αντικείμενο αυτοψίας, τη φωτογραφία), προβαίνει στη νόθευση αυτού, καθότι αλλοιώνει τη φωτογραφία του Ντίκι, η οποία βρίσκεται σε ένα καθόλα γνήσιο έγγραφο, σβήνοντάς τη, ούτως ώστε να μην είναι ξεκάθαρα τα χαρακτηριστικά του εικονιζόμενου προσώπου. Στη συνέχεια, μάλιστα, το χρησιμοποιεί σε διάφορες περιστάσεις.
Φαίνεται να επιδιώκει (δόλος α’ βαθμού) τις παραπάνω ενέργειες και μάλιστα, όλες αυτές τις τελεί με απώτερο σκοπό την παραπλάνηση. Συνεπώς, έως τώρα, σύμφωνα με την προηγούμενη ανάλυση, ο Τομ Ρίπλεϊ τελεί –σύμφωνα με τον τροποποιημένο Ποινικό Κώδικα– τις εξής αξιόποινες πράξεις: πλαστογραφία (ΠΚ 216, παρ. 1 και στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις) και χρήση πλαστού εγγράφου (ΠΚ 216, παρ. 2 και στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις), οι οποίες μεταξύ τους συρρέουν φαινομενικώς (πρόκειται κατ’ ουσίαν για συρροή διατάξεων), διότι η χρήση απορροφάται από την πλαστογραφία, όσον αφορά τόσο τη νόθευση του διαβατηρίου όσο και την κατάρτιση των πλαστών επιστολών αντίστοιχα. Με τη σειρά τους, τα δύο –σε κάθε περίπτωση– εγκλήματα που συρρέουν φαινομενικά, σχηματίζουν σχέση αληθούς πραγματικής συρροής, διότι –όπως επισημάναμε και πρωτύτερα– οι δύο τρόποι (κατάρτιση και νόθευση) που περιγράφονται παραπάνω, δεν μπορούν να συναλλαγούν στο ίδιο υλικό αντικείμενο.
Όπως, πολλάκις έχει αναφερθεί, ο Τομ, κατά τη διάρκεια των 139 λεπτών της ταινίας, τελεί πληθώρα σοβαρών εγκλημάτων, τα οποία το καθένα χωριστά θα μπορούσαν να αποτελέσουν θέμα ειδικού άρθρου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μυλωνόπουλος Χρίστος, ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ – ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ, Εκδόσεις: Π. Ν. Σάκκουλας (3η έκδοση), Αθήνα, 2016
- Η χρήση πλαστού εγγράφου δεν αποτελεί πλέον επιβαρυντική περίσταση, αλλά αυτοτελή πράξη (ΑΠ ποιν. 642/2020), lawspot.gr, διαθέσιμο εδώ