Του Ιωσήφ Νασσάρ Τράση,
Εδώ και αιώνες οι άνθρωποι αμφιταλαντευόμαστε στο σχοινί της ζωής και του θανάτου, προσπαθώντας να προβούμε σε μια ανατομία των δύο αυτών όρων. Ταυτίζουμε συχνά τη ζωή με την ύπαρξη και τον θάνατο με την ανυπαρξία, δίνοντας έμφαση στη φυσική παρουσία ή απουσία ως απόδειξη των δύο. Ωστόσο, αυτό που δε συνειδητοποιούμε είναι πως ο θάνατος ταυτίζεται με τη ζωή και μάλιστα, πολλές φορές αυτός είναι που διέπει την ύπαρξή μας. Το συγκεκριμένο κείμενο θα αφοσιωθεί στην ταύτιση της φυσικής μας κίνησης, άλλοτε με τη ζωή και την ευτυχία και άλλοτε με τη μελαγχολία και τον θάνατο.
Όλοι ανεξαιρέτως έχουμε παρατηρήσει τη συμπεριφορά μας και τη σωματική μας κίνηση σε ποίκιλες συναισθηματικές μας καταστάσεις. Όταν είμαστε χαρούμενοι, μια ζωτική ενέργεια, μια κινητήριος δύναμη ύπαρξης μας κατακλύζει, προτρέποντάς μας στην αύξηση της κίνησης. Για παράδειγμα, όταν συμβαίνει κάτι καλό, έχουμε την παρόρμηση να χορέψουμε, να τρέξουμε, να μιλήσουμε, να αξιοποιήσουμε, δηλαδή, όλες τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του σώματός μας. Η αχόρταγη φωτιά της ζωής σφύζει μέσα μας και δημιουργεί ένα συναίσθημα ανύψωσης, μια ναρκωτική κατάσταση ευτυχίας. Μας κατακλύζει η επιθυμία για ύπαρξη και εθιζόμαστε στη ζωή. Γινόμαστε παραγωγικοί, δημιουργούμε άπιαστα όνειρα και σχεδιάζουμε με προσμονή το γεμάτο ευκαιρίες μέλλον. Όλα αυτά τη στιγμή της χαράς ή ιδανικά της ευτυχίας μεταφράζονται σε επιθυμία για κίνηση.
Αντίθετα, όταν η στενοχώρια παίρνει τα ηνία, τότε η επιθυμία για κίνηση μηδενίζεται. Σταδιακά, αναδύεται ένα είδος ψυχικού σκότους και αισθανόμαστε τον πυρετό της ψυχής μας να ανεβαίνει. Ταυτόχρονα, το κίνητρο εξαφανίζεται και το μέλλον ξεθωριάζει, καθώς μεταμορφώνεται σε μια πενιχρή αναγκαιότητα. Για παράδειγμα, όταν μαθαίνουμε τον θάνατο κάποιου συγγενούς μας, βυθιζόμαστε στην αδράνεια και καταδικάζουμε το σώμα μας σε ακινησία. Δε θέλουμε να χορέψουμε, να τρέξουμε και να δημιουργήσουμε, αλλά να πράξουμε μόνο τα αναγκαία για την επιβίωσή μας. Και αυτά, όμως, φαίνονται μια αγγαρεία. Συνεπώς, αφού η ευτυχία συνεπάγεται αγάπη για τη ζωή και η ευτυχία μεταφράζεται σε κίνηση, τότε η κίνηση ισοδυναμεί με τη ζωή.
Από την άλλη, αφού η στεναχώρια ταυτίζεται με την ακινησία και αφού η ακινησία είναι το αντίθετο της κίνησης (και αρά της ζωής), τότε η ακινησία ταυτίζεται με τον θάνατο. Όταν, λοιπόν, είμαστε ευτυχισμένοι, μας καταλαμβάνει η επιθυμία για ζωή, η εξωτερίκευση της οποίας γίνεται μέσω της κίνησης. Όταν, αντιθέτως, είμαστε στεναχωρημένοι, υποβόσκει μέσα μας η επιθυμία για αυτοκαταστροφή, εξαφάνιση και θάνατο. Η εξωτερίκευση των τελευταίων γίνεται μέσω της ακινησίας και της μίμησης της αδράνειας του νεκρού σώματος. Θα μπορούσε, δηλαδή, να πει κανείς πως ο στεναχωρημένος είναι ένας ζωντανός νεκρός, καθώς πάρα το γεγονός πως ζει, μιμείται τον σωματικό μηδενισμό του νεκρού, ο οποίος κείτεται ακίνητος. Άρα, λοιπόν, ίσως η στενοχώρια ισοδυναμεί με μια υποσυνείδητη επιθυμία για λυτρωτική εξαφάνιση και ένα είδος «αυτοκαταστροφολαγνείας».
Προς επίρρωσιν των παραπάνω, αξίζει να αναφερθεί μια κεντρική ιδέα της ανατολικής και κυρίως της ινδικής φιλοσοφίας και θρησκείας. Ολόκληρο το ινδικό πνεύμα στρέφεται γύρω από την αξία κατευνασμού των συναισθημάτων, πάταξη της επιθυμίας και πνευματική διαχείριση των ορμών.
Οι παραπάνω ιδέες διατρέχουν και ένα από τα κυριότερα εγχειρίδια του Ινδουισμού και της ινδικής φιλοσοφίας, το «Μπαγκαβάτ Γκιτά». Αξίζει να αναφερθούν ορισμένα αποσπάσματα: «Εκείνος που το πνεύμα του δεν ταράζεται μέσα στις θλίψεις και που ανάμεσα στις απολαύσεις παραμένει ελεύθερος από επιθυμίες, εκείνος που έχει εγκαταλειφθεί από την έλξη, τον φόβο, τον θυμό, εκείνος είναι ο σοφός που η κρίση του είναι σταθερά στερεωμένη. Εκείνος που όπως η χελώνα αποσύρει τα μέλη της μέσα στο καβούκι της, έτσι αποσύρει τις αισθήσεις από τα αντικείμενα των αισθήσεων». «Κρατώντας τις αισθήσεις υποταγμένες στο εγώ και λυτρωμένες από κάθε έλξη και απώθηση, φθάνει κανείς σε μια γλυκιά λάμψη της ψυχής και της ιδιοσυγκρασίας του όπου πια δεν έχουν θέση το πάθος και η θλίψη». «Εκείνος που είναι πάντα ικανοποιημένος με ό,τι δέχεται, που δε ζηλεύει, που μένει όμοιος στην αποτυχία και στην επιτυχία, εκείνος δε δένεται ακόμη και όταν δρα». «Ο άνθρωπος που ετούτα τα πράγματα, ούτε τον ταράζουν, ούτε τον θλίβουν, ο σταθερός και σοφός άνθρωπος που παραμένει όμοιος στην απόλαυση και στον πόνο, τούτος είναι που αξία θα βρει την αθανασία».
Από τα παραπάνω αποσπάσματα γίνεται ορατή η προσέγγιση της ινδικής φιλοσοφίας σχετικά με τα συναισθήματα. Υποστηρίζεται πως ο άνθρωπος οφείλει να καθυποτάξει όλα του τα συναισθήματα και να τα τεμαχίσει με σκοπό να τα εναποθέσει σε μια δεξαμενή ελεγχόμενης αδράνειας. Με λίγα λόγια, ο άνθρωπος, σύμφωνα με τον ινδικό εσωτερισμό, πρέπει να υιοθετήσει μια συναισθηματική απραξία, ώστε να αντιδρά με τον ίδιο τρόπο σε κάθε περίσταση, με σκοπό να αποκτήσει την πολυπόθητη σταθερότητα και αταραξία. Συνεπώς, ο άνθρωπος επιβάλλεται να εναρμονίσει όλα τα συναισθήματά του σε ένα ενιαίο φάσμα ανυπαρξίας, να εξαφανίσει κάθε συναίσθημα και να υιοθετήσει μια στάση ακινησίας και αταραξίας. Είναι σημαντικό πως αυτές οι ιδέες ταυτίζονται με τον στωικισμό και κυρίως τον Επίκτητο.
Ωστόσο, όσο ελκυστικές και αν ακούγονται οι παραπάνω απόψεις, δε μπορώ πάρα να ασκήσω μια ευγενή κριτική προς την ανάγκη του συναισθηματικού τίποτα και της ψυχικής αταραξίας. Είναι πλέον γνωστό πως τα συναισθήματα ισοδυναμούν με τη ζωή και είναι αυτά που μας δημιουργούν την αίσθηση πως είμαστε ζωντανά όντα. Το άγχος μας κινητοποιεί προς την πράξη, η ευτυχία μας ωθεί προς την ύπαρξη, ο φόβος προς την αποφυγή, η ζήλια προς τη δράση και η κατάθλιψη προς τον θάνατο. Η ομοιότητα όλων των παραπάνω συναισθημάτων –πλην της κατάθλιψης– είναι πως εξαναγκάζουν το σώμα στην κίνηση και την παραγωγή δράσης, και συνεπώς στη ζωή. Η μελαγχολία, η κατάθλιψη και η λύπη, όπως ήδη αναφέρθηκε, εξαναγκάζουν το σώμα προς τη νεκρική μίμηση, και άρα τον θάνατο. Συνεπώς, τα συναισθήματα είναι αυτά που μας δίνουν ζωή και κίνητρο.
Η ιδέα, λοιπόν, της αταραξίας και του κατευνασμού του εαυτού καταδικάζει τον άνθρωπο στον θάνατο. Ο μηδενισμός των συναισθημάτων θα οδηγήσει στην ακινησία, την αδράνεια και την ανυπαρξία. Ο άνθρωπος, κενός συναισθημάτων δε θα έχει λόγο ύπαρξης και θα βρίσκεται πιο κοντά στον θάνατο και την εξαφάνιση, όπως ακριβώς στην περίπτωση της μελαγχολίας και της κατάθλιψης. Τα συναισθήματα μας ωθούν στην κίνηση και στη ζωή, ενώ η μελαγχολία, η λύπη, η θλίψη και η κατάθλιψη μας καταδικάζουν στην ακινησία και στον θάνατο, που προϋποθέτει και συγγενεύει με την τελευταία. Συνοψίζοντας, δε θεωρώ τις προαναφερθείσες έννοιες συναισθήματα. Τα θεωρώ απουσία συναισθήματος και κυριαρχία του κενού της «ανυπαρξιακής ανάγκης». Η εξαφάνιση των συναισθημάτων ρουφάει τη ζωή και οδηγεί στην αβυσσαλεότητα της αδειοσύνης.