Του Μανώλη Πέρου,
Αν παρατηρήσει κανείς τα ποσοστά τηλεθέασης των καναλιών εν καιρώ Μουντιάλ, θα διαπιστώσει –με σιγουριά– το εμφατικό προβάδισμα αυτών, που προβάλλουν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες. Αγώνες υψηλού επιπέδου, που παρουσιάζονται σε άμεση συνέχεια, ο ένας μετά τον άλλον, καθηλώνοντας επί ώρες το φίλαθλο –και όχι μόνο– κοινό μπροστά στις οθόνες των τηλεοράσεών τους.
Στο σημείο αυτό, ένας εξωτερικός παρατηρητής, θα αναρωτηθεί για το πώς είναι δυνατόν αυτό το άθλημα να έχει τόσο μεγάλο αντίκτυπο στις ζωές των ανθρώπων, σε χρονικό διάστημα λιγότερο των δύο αιώνων, μετά την επικύρωση των κανονισμών του.
Ξεκινώντας, αξίζει να τονιστεί ότι οι ρίζες του αθλήματος χρονολογούνται –περίπου– ήδη από τον 19ο αιώνα και βρίσκονται στην Αγγλία, όπου το ποδόσφαιρο αποτελούσε, αρχικά, προνόμιο της υψηλής κοινωνικής τάξης. Αργότερα, όταν οι εργάτες κέρδισαν το δικαίωμα για ελεύθερο απόγευμα Σαββάτου, αναδύθηκε η ανάγκη για την κάλυψη του ελεύθερου χρόνου τους, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό ποσοστό αυτών να γεμίζει κάθε εβδομάδα τις κερκίδες των γηπέδων. Στη συνέχεια, οι Βρετανοί ναυτικοί φρόντισαν να το διαδώσουν στις αποικίες τους και από εκεί στον υπόλοιπο κόσμο, ωσότου σήμερα να αποτελεί το δημοφιλέστερο άθλημα της υφηλίου.
Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς τη διαχρονική σχέση των ανθρώπων με το άθλημα, αλλά και τη θελκτικότητά του, για κάποιον που έρχεται πρώτη φορά σε επαφή μαζί του. Η προαναφερθείσα σχέση, βέβαια, όπως και κάθε όμοιά της σε πάθος και ένταση, επιφέρει –σταδιακά– τόσο τον εξωραϊσμό του αντικειμένου λατρείας (του ποδοσφαίρου, εν προκειμένω) όσο και τη σταδιακή αποξένωση του ατόμου από τα πράγματα, που δεν έχουν άμεση συνάφεια με αυτό. Χαρακτηριστικότερη εφαρμογή της ανωτέρω θεωρίας αποτελεί ο αποπροσανατολισμός της κοινωνίας, μέσω του ποδοσφαίρου, σε περιόδους καταπίεσης του λαού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν περίοδοι, όπως αυτή της οικονομικής κρίσης, αλλά και αυτή της περιστολής των κοινωνικών δικαιωμάτων, που ακούει στο όνομα «περίοδος πανδημίας».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο ποδοσφαιρικός φανατισμός, που –ενίοτε– αποκτά μορφή χουλιγκανισμού, ποδηγετώντας σημαντικές μερίδες «ποδοσφαιρόφιλου» πληθυσμού, αφού φαντάζει ως ο ιδανικός τρόπος να εκτονώσει κανείς την πίεση της απαιτητικής του καθημερινότητας, όπως και τα άλογα ένστικτά του. Τα αποτελέσματά του, άλλωστε, μονοπωλούν καθημερινά τα δελτία ειδήσεων, με συνηθέστερα τα έκτροπα που διαδραματίζονται μεταξύ των οπαδών αντίπαλων ομάδων. Έτσι, γίνεται φανερό ότι το εν λόγω άθλημα έχει πολλές προεκτάσεις, πέραν του αγωνιστικού σκέλους, οι οποίες –μάλιστα– δε γίνονται πάντοτε αντιληπτές δια γυμνού οφθαλμού.
Συμπερασματικά, είναι φανερό ότι το ποδόσφαιρο αποτελεί –κατά μία έννοια– το «όπιο του λαού», αφού χάρη στην ιδιομορφία και τη δημοτικότητά του καταφέρνει να καθηλώνει τον κόσμο, απομακρύνοντάς τον, ταυτοχρόνως, από πολύ σημαντικότερα ζητήματα. Για τον λόγο αυτό, ο εκάστοτε φίλαθλος θα πρέπει, αφενός να φροντίζει να μην υπερβαίνει τα εσκαμμένα για χάρη της αγαπημένης του ομάδας και, αφετέρου να διατηρεί την πνευματική του διαύγεια και την κριτική του ικανότητα, σε περιόδους που εξωγενείς παράγοντες (π.χ. ποδόσφαιρο) επιχειρούν σκόπιμα να τη φαλκιδεύσουν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Η ιστορία του ποδοσφαίρου, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ν. Κοταρίδης και Γ. Ζαϊμάκης (επιμ.), Ποδόσφαιρο και κοινότητες οπαδών (συλ.), Αθήνα, Πλεθρόν, 2013.