12.8 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ αγγλογαλλική πολιτική κατευνασμού στην μεσοπολεμική Ευρώπη (Γ΄ Μέρος)

Η αγγλογαλλική πολιτική κατευνασμού στην μεσοπολεμική Ευρώπη (Γ΄ Μέρος)


Του Στέλιου Καραγεώργη,

Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1938, ο Πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας Edvard Beneš πείστηκε να ικανοποιήσει τα αυτονομιστικά-αποσχιστικά αιτήματα του Konrad Henlein, μετά από μεσολάβηση του Βρετανού λόρδου Runciman και ύστερα από ρητή δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας Georges Bonnet, πως οι Γάλλοι δεν θα πολεμούσαν για το ζήτημα της Σουδητίας. Ωστόσο, μετά από πύρινη ομιλία του Adolf Hitler στην Νυρεμβέργη υπέρ των Σουδητών, ο Henlein αποχώρησε από τις διαπραγματεύσεις και ξέσπασαν εξεγέρσεις στις μεγαλύτερες πόλεις της Σουδητίας. Υπό την πίεση των περιστάσεων, στις 15 Σεπτεμβρίου ο Βρετανός Πρωθυπουργός Neville Chamberlain συναντήθηκε με τον Hitler, με τον δεύτερο να δηλώνει έτοιμος να εμπλακεί σε πόλεμο για τους Σουδήτες. Οι δύο άνδρες συμφώνησαν την μεταβίβαση της Σουδητίας στην Γερμανία, μετά από έγκριση και των Γάλλων. Οι Τσέχοι αν και αρχικά απέρριψαν το σχέδιο, ύστερα από γαλλοβρετανικές πιέσεις το αποδέχτηκαν.

Ωστόσο, σε δεύτερη συνάντηση του Hitler με τον Chamberlain, ο Γερμανός Καγκελάριος απαίτησε την ικανοποίηση των πολωνικών, ουγγρικών και σλοβακικών αυτονομιστικών αιτημάτων και άμεση κατάληψη της Σουδητίας από τον γερμανικό στρατό. Η Βρετανία αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις νέες γερμανικές αξιώσεις κινητοποιώντας το Βασιλικό Ναυτικό, ενώ η Γαλλία ξεκίνησε επιστράτευση. Με τον πόλεμο να είναι πιο κοντά από ποτέ, μετά από μεσολάβηση του Benito Mussolini και του Αμερικανού Προέδρου, συμφωνήθηκε συνδιάσκεψη στο Μόναχο για διευθέτηση του σουδητικού ζητήματος. Στις 30 Σεπτεμβρίου, οι Αγγλογάλλοι συμφώνησαν με τον Άξονα σε παραχώρηση της Σουδητίας στην Γερμανία μετά από δημοψήφισμα και διευθέτηση των πολωνικών και ουγγρικών βλέψεων σε καθορισμένο χρόνο. Οι Βρετανοί με τους Γάλλους υποχώρησαν για να αποτρέψουν τον πόλεμο, τον οποίο πίστευαν ότι θα έχαναν, ενώ ο Hitler λόγω των αμφιβολιών των στρατηγών του, ανέβαλε τον πόλεμο που επιθυμούσε.

Ο Konrad Henlein. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Μέσα στους επόμενους δύο μήνες μετά την συμφωνία στο Μόναχο, η Πολωνία θα καταλάβει την περιοχή που διεκδικούσε γύρω από το Τέσεν, ενώ ιταλογερμανική επιτροπή θα επιδικάσει νότιες περιοχές της Τσεχοσλοβακίας στην Ουγγαρία. Οι Αγγλογάλλοι δε διαμαρτυρήθηκαν, έχοντας όμως εντείνει τα εξοπλιστικά τους προγράμματα. Ωστόσο, διαδηλώσεις έξω από την ιταλική βουλή με συνθήματα σχετικά με την Τύνιδα, την Κορσική και την Νίκαια οδήγησαν σε δήλωση του Γάλλου Πρωθυπουργού Édouard Daladier πως η Γαλλία θα υπερασπιστεί το σύνολο της επικράτειάς της. Ο Chamberlain προειδοποίησε από το βήμα της Βουλής των Κοινοτήτων πως οποιαδήποτε απειλή προς τα ζωτικά συμφέροντα της Γαλλίας θα προκαλούσε άμεση βρετανική αντίδραση. Η Βρετανία είχε αναβαθμίσει την υποστήριξή της προς την Γαλλία, με τα στρατιωτικά επιτελεία των δύο χωρών να είναι σε συνεχή συνεργασία, θεωρώντας σίγουρο πλέον τον πόλεμο με τους Γερμανούς.

Την άνοιξη του 1939 η Σλοβακία διακήρυττε την ανεξαρτησία της υπό γερμανική προστασία, ενώ ο Τσέχος Πρόεδρος μετά από απειλές των Γερμανών υπέγραφε έγγραφο με το οποίο έθετε την μοίρα της χώρας του στα χέρια του Βερολίνου. Στις 15 Μαρτίου, γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν την Βοημία και την Μοραβία, με τους Ούγγρους να καταλαμβάνουν την Ρουθηνία μετά από έγκριση του Hitler. Ουσιαστικά μόλις 6 μήνες μετά την συμφωνία του Μονάχου τα υπολείμματα της Τσεχοσλοβακίας εξαφανίστηκαν, ενώ στις 23 Μαρτίου οι Γερμανοί προσαρτούσαν και την πόλη του Μέμελ. Οι Βρετανοί αποδέχτηκαν παθητικά την νέα κατάσταση, με το υπουργικό συμβούλιο να συμφωνεί πως δεν μπορούσαν πλέον να υλοποιηθούν οι εγγυήσεις του Μονάχου. Τις ίδιες ημέρες ο Chamberlain έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη του στο Hitler, δήλωνε πως θα υπάρξει αντίσταση στην προσπάθεια γερμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη.

Ο Chamberlain με τον Mussolini το Σεπτέμβριο του 1938. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Μετά την κατάρρευση των συνομιλιών μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας για ενσωμάτωση του Ντάντσιχ στο Τρίτο Ράιχ και την υπαγωγή της δεύτερης στο σύμφωνο κατά της Κομιντέρν, οι Αγγλογάλλοι εγγυήθηκαν δημοσίως την ανεξαρτησία του πολωνικού κράτους, αλλά όχι των συνόρων του, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο μίας ακόμα συνεννόησης με τον Hitler. Στις 7 Απριλίου η Ιταλία αποβίβασε σημαντικές δυνάμεις στην Αλβανία, η οποία ήταν ήδη υπό την πολιτική και οικονομική επιρροή της Ρώμης. Αυτή η ιταλική ενέργεια υποδήλωνε τον συντονισμό των ιταλογερμανικών σχεδίων και έκανε τους Βρετανούς και τους Γάλλους να δώσουν δημόσιες εγγυήσεις σε Ελλάδα και Ρουμανία.

Τον ίδιο μήνα εκκίνησαν συνομιλίες μεταξύ Αγγλογάλλων και Σοβιετικών, με σκοπό την αντιμετώπιση του Άξονα. Μέχρι τον Αύγουστο οι Γάλλοι προσπάθησαν σκληρά για ευόδωση των διαπραγματεύσεων, ενώ οι Βρετανοί λόγω της απέχθειάς τους προς τον μπολσεβικισμό προσέγγιζαν τις σοβιετικές θέσεις με βραδύτητα. Παράλληλα, οι Βρετανοί δεν πίστευαν στην αξία της συμμαχίας με τους Σοβιετικούς μετά τις εκκαθαρίσεις που είχαν γίνει στον Κόκκινο Στρατό. Την ίδια στιγμή φοβόντουσαν πως ο εναγκαλισμός με την Μόσχα, θα οδηγούσε τα ανατολικά κράτη στην σφαίρα επιρροής του Βερολίνου.

Ο Chamberlain μαζί με τον Hitler. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Στις 21 Αυγούστου μετά από άρνηση των Πολωνών για είσοδο του Κόκκινου Στρατού στην χώρα τους, πριν την εκδήλωση γερμανικής επίθεσης, διακόπηκαν οριστικά οι συνομιλίες. Δύο μέρες αργότερα συνομολογούνταν γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επιθέσεως, με ένα μυστικό πρωτόκολλο να προβλέπει τον διαμελισμό της Πολωνίας, από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου, ο Hitler ξεκίνησε την γερμανική επίθεση εναντίον της Πολωνίας, εκκινώντας τον πόλεμο που επιθυμούσε από πέρυσι και του τον είχε στερήσει η κατευναστική συμφωνία του Μονάχου. Στις 3 Σεπτεμβρίου οι Βρετανοί και οι Γάλλοι θα κηρύξουν τον πόλεμο στους Γερμανούς, έχοντας αποτύχει προηγουμένως να διοργανώσουν μια ακόμα συνδιάσκεψη, μετά από πρόταση του Mussolini.

Συμπερασματικά κατά τα πρώτα έτη μετά την άνοδο του Hitler στην εξουσία, η Γερμανία κατάφερε να απεμπλακεί σταδιακά από όλες τις δεσμεύσεις που απέρρεαν της συνθήκης ειρήνης του 1919. Η Βρετανία θεωρούσε αναπόφευκτο τον γερμανικό επανεξοπλισμό και την επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας, με την Γαλλία να μην αντιδρά δυναμικά, φοβούμενη την απομόνωσή της από το Λονδίνο.

Η διφορούμενη γαλλοβρετανική πολιτική κατά την διάρκεια της αβησσυνιακής κρίσης και του ισπανικού εμφυλίου απαξίωσε πλήρως τον ρόλο της Κοινωνίας των Εθνών σε διεθνή ζητήματα και συνέσφιξε τις σχέσεις μεταξύ Ρώμης-Βερολίνου. Το Άνσλους του 1938 θεωρήθηκε αποκατάσταση μιας παλαιότερης αδικίας, ενώ η συμφωνία του Μονάχου ήταν αποτέλεσμα των ενδοιασμών των Βρετανών και Γάλλων να εμπλακούν σε έναν αυτοκαταστροφικό πόλεμο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Κίσινγκερ, Χένρυ (1995), Διπλωματία, Αθήνα: Λιβάνης.
  • Κολιόπουλος, Ιωάννης Σ. (2001), Νεώτερη ευρωπαϊκή ιστορία, 1789-1945, Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
  • Μπελ, Φίλιπ Μ. Χ. (2002), Τα αίτια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, Αθήνα: Πατάκης.
  • Μπερστάιν Σερζ & Μιλζά Πιερ (1997), Ιστορία της Ευρώπης, τμ. 3, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
  • Στεφανίδης, Γιάννης (1997), Ο τελευταίος ευρωπαϊκός αιώνας. Διπλωματία και πολιτική των Δυνάμεων (1871-1945), Αθήνα: Προσκήνιο.
  • Τούντα-Φεργάδη, Αρετή (2000), Η εξωτερική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων στο Μεσοπόλεμο, Αθήνα: Σιδέρης.
  • Χόμπσμπομ, Έρικ (1995), Η εποχή των άκρων, Ο σύντομος εικοστός αιώνας, 1914-1991, Αθήνα: Θεμέλιο.

 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στυλιανός-Λάμπρος Καραγεώργης
Στυλιανός-Λάμπρος Καραγεώργης
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από το Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου. Έχει λάβει επιμόρφωση στην διοίκηση ναυτιλιακών επιχειρήσεων, και στις σχέσεις του ελληνισμού με την Δύση. Είναι γνώστης της αγγλικής και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία, του 19ου και 20ου αιώνα.