Της Χρυσούλας Παχή,
Η δημιουργία μιας οικογένειας είναι, για το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή. Για τις περισσότερες γυναίκες, η απόκτηση ενός παιδιού θεωρείται πως είναι αυτονόητο να επιτευχθεί. Ωστόσο, η δυνατότητα επιτυχούς σύλληψης δεν είναι δεδομένη για όλες.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, υπογονιμότητα είναι η αδυναμία επίτευξης εγκυμοσύνης από ένα ζευγάρι μετά από ένα έτος σεξουαλικών σχέσεων χωρίς αντισυλληπτικές προφυλάξεις, ενώ σε γυναίκες μεγαλύτερες από τα 35 έτη, το διάστημα αυτό είναι έξι μήνες. Η γυναικεία υπογονιμότητα συναντάται εξίσου συχνά με την αντρική υπογονιμότητα, σε ποσοστό περίπου 50%.
Η αποτυχία τεκνοποίησης παρατηρείται σε 25% των σεξουαλικά ενεργών ζευγαριών, όπου ένα 5% θα παραμείνει άτεκνο ανεξάρτητα από το εάν θα ακολουθήσει κάποια ιατρική βοήθεια. Η υπογονιμότητα χαρακτηρίζεται ως πρωτοπαθής, όταν δεν έχει υπάρξει ποτέ κάποια σύλληψη, είτε ως δευτεροπαθής –η πιο κοινή– στην οποία υπάρχει προηγούμενο ιστορικό συλλήψεως. Ο κύριος παράγοντας που επηρεάζει τη γονιμότητα της γυναίκας είναι η ηλικία της. Μάλιστα, η υπογονιμότητα μπορεί να φτάσει μέχρι και 30% σε πληθυσμό ηλικίας 35 ετών.
Με την πάροδο των χρόνων, έχει συσχετιστεί με πολλούς άλλους παράγοντες. Ωστόσο, οι πιο διαδεδομένοι και επιστημονικά τεκμηριωμένοι είναι:
- Το στρες
- Το κάπνισμα
- Το χαμηλό ή το υψηλό βάρος σώματος
- Η κατανάλωση αλκοόλ
- Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα
- Η ενδομητρίωση
- Γενετικές ανωμαλίες που επηρεάζουν τη λειτουργία των έσω γεννητικών οργάνων
- Τα ινομυώματα
- Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
Παρόλα αυτά, ένα σημαντικό ποσοστό οφείλεται σε δομικές ανωμαλίες των σαλπίγγων. Αυτές μπορεί να προέρχονται είτε από ξεκάθαρα γενετικούς παράγοντες είτε ως αποτέλεσμα απόφραξης ή φλεγμονής των ιστών λόγω εκδήλωσης κάποιου ΣΜΝ. Τα χλαμύδια και η γονόρροια είναι οι πιο κοινοί υπαίτιοι στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Η διάγνωση της υπογονιμότητας αρχίζει με τη λήψη ιατρικού ιστορικού και την κλινική εξέταση. Έπειτα, ακολουθεί ο ορμονολογικός έλεγχος και στο τέλος, η απεικόνιση για έλεγχο των έσω γεννητικών οργάνων. Ο ορμονολογικός έλεγχος γίνεται για τη μέτρηση των επιπέδων των γυναικείων ορμονών σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές κατά τη διάρκεια ενός εμμηνορροϊκού κύκλου. Ειδικότερα εκτελούνται :
- Η μέτρηση της FSH και των οιστρογόνων, για την αξιολόγηση των ωοθηκικών αποθεμάτων.
- Οι μετρήσεις της λειτουργίας του θυρεοειδούς (τα επίπεδα θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) μεταξύ 1 και 2 θεωρούνται βέλτιστα για τη σύλληψη).
- Η μέτρηση της προγεστερόνης στο δεύτερο μισό του κύκλου για να επιβεβαιωθεί η ωορρηξία.
- Μέτρηση της Anti-Müllerian ορμόνης για την εκτίμηση των ωοθηκικών αποθεμάτων.
Εκτός του ορμονολογικού ελέγχου, εκτελείται και ένα τεστ Παπανικολάου για την εύρεση ανωμαλιών –εάν υπάρχουν– των τραχηλικών κυττάρων. Σε περιπτώσεις που χρειάζεται παραπάνω διερεύνηση πριν τη διάγνωση, διενεργείται μια υστεροσαλπιγγογραφία ή υστεροσκόπηση.
Δυστυχώς, δεν υπάρχει συγκεκριμένη θεραπεία για την υπογονιμότητα. Αναλόγως την περίπτωση, η θεραπεία μπορεί απλά να αυξήσει τις πιθανότητες επιτυχούς σύλληψης, όχι, όμως, να αντιστρέψει την κατάσταση. Το πρόβλημα σπανίως αντιμετωπίζεται στη ρίζα του, αφού ο κύριος στόχος είναι η τεκνοποίηση. Για αυτόν τον λόγο, πολλές γυναίκες νομίζουν πως «θεραπεύονται», εφόσον καταφέρουν να κυοφορήσουν, ωστόσο η υπογονιμότητά τους θα παραμείνει. Αυτή η αντίληψη μπορεί να τις αποθαρρύνει στο μέλλον, εάν τυχόν θελήσουν να προσπαθήσουν ξανά να αποκτήσουν άλλο παιδί.
Όποια γυναίκα στραφεί σε ιατρική βοήθεια μπορεί ως επί το πλείστον να προσπαθήσει να τεκνοποιήσει με ορμονική θεραπεία ή μέσω υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Άλλες αξιοσημείωτες περιπτώσεις συμπεριλαμβάνουν τη συντήρηση ωαρίων και τη χρήση παρένθετης μητέρας.
Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε εμείς, ως κοινωνία, είναι να ευαισθητοποιήσουμε τον πληθυσμό σχετικά με το θέμα αυτό και να προάγουμε τη σωστή αναπαραγωγική υγεία, με προσβάσιμους πόρους για όλους. Τέλος, η στήριξη των γυναικών που παρουσιάζουν υπογονιμότητα είναι εξίσου σημαντική.
Πολλές υπογόνιμες γυναίκες τείνουν να αντιμετωπίζουν τεράστιο άγχος και κοινωνικό στίγμα πίσω από την κατάστασή τους, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε ψυχική δυσφορία. Το μακροχρόνιο άγχος που εμπλέκεται με την προσπάθεια σύλληψης ενός παιδιού και οι κοινωνικές πιέσεις πίσω από τον τοκετό μπορεί να οδηγήσουν σε ψυχολογικούς στρεσογόνους παράγοντες, όπως άρνηση, θυμό, θλίψη, ενοχή και κατάθλιψη.
Η μητρότητα είναι ένα πολύ όμορφο ταξίδι, ωστόσο δεν ορίζεται μόνο από την εγκυμοσύνη. Όπως βλέπουμε συχνά στην καθημερινότητά μας, μητέρα δεν είναι μόνο η γυναίκα που μας φέρνει στον κόσμο, αλλά και αυτή που μας προσφέρει αγάπη και στοργή άνευ όρων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Vander Borght M, Wyns C., Fertility and infertility: Definition and epidemiology., Clin Biochem, Dec;62:2-10. (2018)
- Bala R., Singh V., Rajender S., Singh K., Environment, Lifestyle and Female Infertility, Reprod Sci., Mar;28(3):617-638. (2021)
- Velde, E. R., The variability of female reproductive ageing, Human Reproduction Update, 8 (2): 141–154. (2002)