Του Ιωάννη Περγαντη,
Η παγκόσμια Ιστορία είναι γεμάτη στρατηλάτες, οι οποίοι κοίταξαν το «αδύνατο» κατάματα και προέβησαν σε επιτεύγματα εκτός των ορίων της φαντασίας. Αρχικά, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος σε πολύ μικρή ηλικία κατάφερε να γίνει κύριος ολόκληρης της Ανατολής, μεταφέροντας τον ελληνισμό και τα στοιχεία του έως τον Ινδό ποταμό. Έπειτα ο Ναπολέων, ο οποίος τα έβαλε μόνος του με σχεδόν ολόκληρη την Ευρώπη, χωρίς αυτό να τον εμποδίσει να φτάσει με τα στρατεύματά του μέχρι και τη Μόσχα. Τέλος, ο Ιούλιος Καίσαρας, η στρατηγική ιδιοφυΐα των Ρωμαίων, στον οποίο οφείλουν πολλά οι μεταγενέστεροί του. Μια από τις μάχες τις οποίες έδωσε ο τελευταίος και η οποία στάθηκε αφορμή για την αγόρευση πιθανώς της πιο γνωστής φράσης στον κόσμο δόθηκε στα Ζήλα του Πόντου το 47 π.Χ.
Το υπόβαθρο αυτής της μάχης έχει τις ρίζες της περίπου 20 χρόνια πριν, με το τέλος του Τρίτου Μιθριδατικού Πολέμου, όταν η Ρώμη κατάφερε να πετύχει μια από τις μεγαλύτερες επεκτάσεις των συνόρων της με την προσάρτηση της Μικράς Ασίας, Συρίας, Παλαιστίνης και Αρμενίας. Χαμένος από αυτόν τον πόλεμο (εκτός από τους Σελευκίδες) ήταν ο ίδιος ο Μιθριδάτης ΣΤ΄, ο οποίος είδε σχεδόν ολόκληρο το βασίλειό του να καταλαμβάνεται από τις ρωμαϊκές λεγεώνες του Πομπηίου. Ο Μιθριδάτης, μετά την ήττα του, κατέφυγε στην περιοχή της Κριμαίας, στην οποία βρίσκονταν τα εναπομείναντα εδάφη του άλλοτε πανίσχυρου βασιλείου του. Παρ΄ όλα αυτά, το 63 π.Χ. αυτοκτόνησε λόγω της εξέγερσης που σημειώθηκε από τον γιό του, Φαρνάκη Β΄. Παρ΄ όλο που στην αρχή ο Φαρνάκης ήταν ευχαριστημένος με τις κτήσεις του στα βόρεια του Ευξείνου Πόντου, δεν άργησε η στιγμή στην οποία η φιλοδοξία της ανακατάληψης του βασιλείου του πατέρα του τον οδήγησε να κινηθεί εναντίον της Ρώμης.
Το 48 π.Χ., ο Φαρνάκης ξεκίνησε από το βασίλειό του στην Κριμαία ακολουθώντας τον δρόμο γύρω από το Εύξεινο Πόντο, καταλαμβάνοντας ταυτόχρονα τις περιοχές από τις οποίες περνούσε. Εισέβαλε στην επικράτεια της Ρώμης, θέτοντας υπό τον έλεγχό του περιοχές της Αρμενίας (υποτελές βασίλειο) και ακολουθώντας τον παραθαλάσσιο δρόμο προς τον Πόντο. Ο διοικητής της Μικράς Ασίας Δομίτιος Καλβίνος, θέλοντας να ανακόψει την πορεία του Φαρνάκη, τον αντιμετώπισε στην περιοχή της Νικόπολης (βορειοανατολική Μικρά Ασία). Παρά την αριθμητική υπεροχή του Καλβίνου και τη στήριξη των ντόπιων συμμαχικών λαών (Γαλάτες, Καππαδοκείς), η απουσία έμπειρου στρατιωτικού δυναμικού χάρισε στον Φαρνάκη μια πολύτιμη νίκη, η οποία του προσέφερε τα χαμένα εδάφη του πατέρα του, αλλά του έδινε και τη δυνατότητα να επεκταθεί περαιτέρω σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία. Μετά τη νίκη αυτή, ο Φαρνάκης επιδόθηκε σε λεηλασίες και θηριωδίες εις βάρος των Ρωμαίων κατοίκων της περιοχής, επιδιώκοντας την απόλυτη κυριαρχία του στην περιοχή.
Τη λύση στο πρόβλημα που άκουγε Φαρνάκης θα έδινε η κορυφαία στρατιωτική ιδιοφυΐα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ο Ιούλιος Καίσαρας, ο οποίος εκείνη την περίοδο κέρδισε αποφασιστικά τον Πομπήιο στο πλαίσιο του Ρωμαϊκού Εμφύλιου Πολέμου με τη μάχη στον ποταμό Νείλο. Μετά την επικράτησή του, ο Ιούλιος Καίσαρας πέρασε από την περιοχή της Παλαιστίνης και της Συρίας και από εκεί πεζή εκστράτευσε με προορισμό τον Πόντο. Καθώς πορευόταν εναντίον του Φαρνάκη, δέχθηκε πρεσβεία του βασιλιά, η οποία επεδίωκε τη λήξη του πολέμου μεταξύ των δύο κρατών. Παρά τον αρχικό συμβιβασμό των δύο πλευρών (ο οποίος προέβλεπε την επιστροφή των εδαφών του Πόντου στη Ρώμη), ο Φαρνάκης καθυστερούσε την αναχώρησή του για την Κριμαία, μη δίνοντας άλλη επιλογή στον Ιούλιο Καίσαρα από το να κινηθεί εναντίον του στο πεδίο της μάχης.
Ο Φαρνάκης, όταν ενημερώθηκε για την πορεία του Καίσαρα εναντίον του, στρατοπέδευσε έξω από την πόλη των Ζήλων, κοντά στο σημείο στο οποίο ο πατέρας του Μιθριδάτης είχε πετύχει μια από τις τελευταίες του νίκες, 20 περίπου χρόνια πριν. Η τοπογραφία του τόπου είναι γεμάτη λόφους και πεδιάδες, με τον Φαρνάκη να καταλαμβάνει ένα υψίπεδο της περιοχής. Ο Ιούλιος Καίσαρας στρατοπέδευσε στην πεδιάδα κάτω από τον Φαρνάκη, θέλοντας να περιορίσει τον χώρο ανάπτυξης του στρατού του. Οι Ρωμαίοι είχαν προβεί σε κατασκευή παραπηγμάτων κατά μήκος της πεδιάδας, θέλοντας να αποτρέψουν τον Φαρνάκη να κινηθεί με τον αριθμητικά ανώτερο στρατό του.
Παρ΄ όλα αυτά, η σύγκρουση δεν αποφεύχθηκε και οι δύο στρατοί αντιμετώπισαν ο ένας τον άλλο στο ανοιχτό πεδίο στις 2 Αυγούστου του 47 π.Χ. Ο Καίσαρας, με τη στήριξη του Δεϊόταρου, βασιλιά των Γαλατών, κατάφερε στο τέλος να επικρατήσει του Φαρνάκη, παρά την αρχική προέλαση του βασιλιά του Πόντου. Το κενό το οποίο είχε βρει στις οχυρώσεις των Ρωμαίων δε στάθηκε ικανό να του χαρίσει μια μεγάλη νίκη, υποχρεώνοντάς τον να προβεί σε άτακτη φυγή, ακολουθώντας τον κατήφορο του λόφου, εκεί όπου οι ρωμαϊκές λεγεώνες αποδιάρθρωσαν τελείως τα στρατεύματά του.
Μετά την ήττα του, ο Φαρνάκης γύρισε πίσω στις κτήσεις του στην Κριμαία. Η βασιλεία του, όμως, δε θα διαρκέσει για πολύ ακόμη, καθώς το επόμενο μόλις έτος θα ηττηθεί από τον Άσανδρο, θετό αδελφό και σφετεριστή του θρόνου του, κατά τη διάρκεια διαμαχών για την κατάληψη της εξουσίας. Ο Ιούλιος Καίσαρας, σύμφωνα με πηγές, προτού αναχωρήσει για τη βόρεια Αφρική ώστε να αρχίσει εκ νέου ο κύκλος των εμφύλιων διαμαχών, έστειλε επιστολή στη Σύγκλητο για να ενημερώσει για τις εξελίξεις στη Μικρά Ασία. Το περιεχόμενο αυτής της επιστολής αποτελείτο από 3 λέξεις, οι οποίες θα ασκήσουν μεγάλη επιρροή στη μετέπειτα πορεία της Δημοκρατίας (και μετά της Αυτοκρατορίας): “Veni, vidi, vici” ή στα ελληνικά «Ήρθα, είδα, νίκησα», υποδηλώνοντας τη γρήγορη επικράτηση του Καίσαρα, με μια εκστρατεία η οποία κράτησε μόνο 5 μέρες. Για ακόμη μια φορά, ο Ιούλιος Καίσαρας έδειξε τον λόγο για τον οποίο θεωρείται μια από τις κορυφαίες στρατιωτικές προσωπικότητες της παγκόσμιας Ιστορίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- History of War, Battle of Zela, Διαθέσιμο εδώ
- Imperium Romanum, Battle of Zela, Διαθέσιμο εδώ
- Matthew Bunson (2002), Encyclopedia OF The Roman Empire: Revised Edition, Facts On File, Inc.