Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Το άρθρο 102 της ΣΛΕΕ (ή το εθνικό του ισοδύναμο), σχετικά με την απαγόρευση της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης μπορεί να ισχύσει μόνο όταν μια επιχείρηση (ή όμιλος επιχειρήσεων) κατέχει «δεσπόζουσα» θέση σε σχετική αντιμονοπωλιακή αγορά. Σύμφωνα με τη νομολογία των δικαστηρίων της Ε.Ε. (ιδίως την υπόθεση που εξετάζεται εδώ, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής), μια δεσπόζουσα επιχείρηση κατέχει θέση οικονομικής ισχύος, που της επιτρέπει να συμπεριφέρεται –σε μεγάλο βαθμό– ανεξάρτητα από τις πραγματικές πιέσεις ανταγωνισμού. Το μακρινό 1972, όμως, η εφαρμογή της ΣΛΕΕ δεν ήταν τόσο εξειδικευμένη και διαμορφωμένη, όπως είναι σήμερα. Γι’ αυτό και ο ρόλος του ΔΕΕ (πρώην ΔΕΚ) ήταν και παραμένει κομβικός, καθώς εφαρμόζει τις γενικότερες αρχές του ενωσιακού δικαίου σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, δημιουργώντας ένα προηγούμενο νομολογίας.
Από το 1964 έως και το 1976, έτος κατά το οποίο κατατέθηκε η αίτησή της στο ΔΕΕ (τότε ΔΕΚ), η φαρμακευτική εταιρεία Roche είχε συνάψει συμφωνίες, γνωστές ως «συμφωνίες πιστότητας (fidelity agreements)», για την εξασφάλιση αποκλειστικών ή προνομιακών συμφωνιών με πελάτες. Οι συμφωνίες αυτές προέβλεπαν μια έκπτωση πίστεως. Με άλλα λόγια, η Roche παρείχε έκπτωση κάθε χρόνο ή κάθε έξι μήνες, υπολογιζόμενη επί του συνόλου των αγορών σε εκείνους τους πελάτες, που είχαν καλύψει όλες ή τις περισσότερες ανάγκες τους από τη Roche. Αυτή η έκπτωση κυμαινόταν μεταξύ 1% και 5%, αν και υπήρξε μία εταιρεία, που ελάμβανε εκπτώσεις από 12,5% έως 20%. Μια ρήτρα προέβλεπε ότι οι πελάτες έπρεπε να ενημερώνουν τη Roche, εάν κάποιος άλλος «ευυπόληπτος» –στο αρχικό κείμενο reputable– κατασκευαστής χρεώνει τιμή χαμηλότερη από αυτή που χρεώνει η Roche. Αν η Roche δεν μπορούσε να κατεβάσει την τιμή του συγκεκριμένου προϊόντος σε αυτό το επίπεδο, οι πελάτες ήταν ελεύθεροι να λάβουν προμήθειες από τον άλλο κατασκευαστή, χωρίς να χάσουν την έκπτωση πιστότητας για τις αγορές τους από τη Roche.
Οι συμφωνίες πίστης μπορούν να θεωρηθούν –υπό περιπτώσεις– καταχρηστικές πρακτικές, καθώς συχνά χρησιμοποιούνται για αυτούς τους σκοπούς. Για το αν η εταιρεία είχε πραγματικά δεσπόζουσα θέση, η απάντηση είναι θετική. Πέρα, όμως, από το αν υπάρχει δεσπόζουσα θέση, εδώ το καίριο είναι να διαγνωστεί, αν υπήρξε και κατάχρηση αυτής. Η δεσπόζουσα θέση από μόνη της δεν είναι λόγος επιβολής ποινής. Η Επιτροπή που επέβαλε το πρόστιμο έκρινε ότι υπήρξε κατάχρηση, επειδή: α) όσοι δένονταν με συμφωνίες πίστης είχαν ουσιαστικά ελάχιστη ελευθερία επιλογής άλλων προμηθευτών, β) οι συμφωνίες αυτές θεωρήθηκαν πρακτικές αποκλεισμού άλλων ανταγωνιστών, γ) θεωρήθηκε ότι η ρήτρα περί άλλου «ευυπόληπτου» κατασκευαστή ήταν δύσκολο να ερμηνευτεί και ως εκ τούτου ιδιαίτερα περιοριστική και δ) γιατί η Επιτροπή έκρινε πως αυτές οι ενέργειες συνιστούσαν διάκριση και μπορούσαν να βλάψουν τον ανταγωνισμό στον ενωσιακό χώρο.
Μετά την προσφυγή της εταιρείας στο ΔΕΚ, η υπόθεση πήρε μια ενδιαφέρουσα τροπή. Το Δικαστήριο προέβη σε μείωση του προστίμου, δημιουργώντας, παράλληλα, και νομολογία που χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα στις ανάλογες υποθέσεις. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η δεσπόζουσα θέση του άρθρου 82 δεν ίσχυε στις ολιγοπωλιακές αγορές, όπου υπάρχουν ορισμένες επιχειρήσεις που κατέχουν ισχύ στην αγορά και οι οποίες αντιδρούν η μία στην άλλη με παράλληλο τρόπο. Αυτή η περίπτωση έδωσε, επίσης, έναν ορισμό για τη δεσπόζουσα θέση: «Μια τέτοια θέση δεν αποκλείει τις πρακτικές ανταγωνισμού, αλλά δίνει τη δυνατότητα στην επιχείρηση που κερδίζει από αυτήν αν όχι να καθορίσει, τουλάχιστον να έχει αισθητή επίδραση στις συνθήκες υπό τις οποίες θα αναπτυχθεί αυτός ο ανταγωνισμός».
Ο λόγος για τον οποίο επιλέξαμε και εξαρχής να αναφερθούμε σε μια υπόθεση, που είναι πλέον σχεδόν 50 ετών, είναι το γεγονός ότι σε πλείστες αποφάσεις του ΔΕΕ τα τελευταία χρόνια ο ορισμός της συγκεκριμένης απόφασης για τη δεσπόζουσα θέση, αλλά και άλλες σκέψεις της, έχουν αξιοποιηθεί κατά κόρον ως νομολογία. Έτσι, τεράστιο ενδιαφέρον έχει να δει κανείς τη φάση διαμόρφωσης του Δικαίου Ανταγωνισμού στην Ε.Ε., μέσα όχι μόνο από τις διατάξεις, αλλά και από τη νομολογιακή τους εφαρμογή. Ενδιαφέρον έχει, επίσης, ότι ήδη από αυτήν την απόφαση συμβαίνει το Δικαστήριο να περιορίζει το πρόστιμο της Επιτροπής, όπως συχνά θα δούμε σε πλείστες τέτοιες υποθέσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Σπηλιόπουλος, Ο. (2020). Οικονομικό Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα.
- Case 85/76 Hoffmann-La Roche & Co. AG v Commission of the European Communities.