Της Ευανθίας Τσαγγάρη,
«Έρωτας υπάρχει μόνο στην αρχή, μετά φεύγει και μένει η αγάπη», «ο Έρωτας δεν μένει για πάντα», «Οι μεγαλύτεροι έρωτες δεν κατέληξαν ποτέ μαζί κι ευτυχισμένοι» και άλλα τέτοια «διδάγματα» ακούμε από μικροί. Λες και θέλει η κοινωνία να μας προετοιμάσει, να μας προστατεύσει από κάτι. Σαν να σου λέει μην περιμένεις και πολλά, οι έρωτες είναι μόνο για τις ταινίες, γειώσου. Και πράγματι, μεγαλώνοντας, έχουμε καλά δασκαλέψει τον πλέον ενήλικα εαυτό μας να μη νιώθει. Θέλουμε απλώς να «περνάμε καλά», να είμαστε «χαλαροί», «ανέμελοι» κι άλλα τέτοια… Δεν μας ενδιαφέρει ο έρωτας.
«Δεν ψάχνω κάτι σοβαρό», μία επαναχρησιμοποιούμενη φράση που πλέον ακούγεται στα αφτιά μου σαν μία πολύωρη και καλά προβαρισμένη ατάκα. Σαν την χρησιμοποιείς, είναι λες και προσπαθείς να πείσεις για κάτι τον ίδιο σου τον εαυτό. Μα αυτή η στάση εν τέλει υποδηλώνει μόνο ένα πράγμα, δειλία. Δειλία γιατί δειλιάζεις, φοβάσαι. Φοβάσαι μην πληγώσεις. Φοβάσαι μην πληγωθείς. Είσαι γεμάτος ανασφάλειες. Αυτές ακριβώς οι ανασφάλειες λειτουργούν κατ’ επέκταση σαν δεσμά, τα οποία σε κρατούν μακριά απ’ το να γνωρίσεις ένα άτομο, να δεις τον κόσμο με τη δική του ματιά. Εσύ, μετά, την ανασφάλεια αυτήν την ερμηνεύεις σαν έλλειψη ενδιαφέροντος. Τάχα βαριέσαι, «ποιος μπλέκει τώρα;» σου λέει, «έχω ήδη αρκετά προβλήματα». Δεν μπορείς απλώς να αφεθείς. Δειλία.
Ίσως να φταίει μία σχέση του παρελθόντος, ίσως κάποιο σύντομο situationship που έληξε άδοξα, ή η εν γένει κουλτούρα του «δεν με νοιάζει» που επικρατεί, που έχουμε αποφασίσει να σηκώσουμε τη μύτη στον Θεό, σαν άμυνα για να μην πληγωθούμε. Πάντως, όλοι ανεξαιρέτως είμαστε πεπεισμένοι πως είναι δύσκολος καιρός για έρωτες. Όταν, λοιπόν, περάσει το διάστημα της άσωτης ζωής, ή αλλιώς το λεγόμενο hoe phase, και έχεις κουραστεί με τις περιστασιακές σχέσεις, αποφασίζεις να «σοβαρευτείς», να κατασταλάξεις κάπου. Τι σημαίνει αυτό; Βρίσκεις την πιο άμεσα διαθέσιμη και την πιο εύκολη επιλογή και συμβιβάζεσαι. Έτσι απλά. Επειδή βαρέθηκες να περιπλανιέσαι και να είσαι μόνος. Βλέποντας, λοιπόν, ορκισμένους single να μπαίνουν σε σχέση, ξέρεις αρκετές φορές ότι δεν πρόκειται για έρωτα, αλλά περισσότερο για συμβιβασμό. Βρήκαν απλώς την πιο εύκολη επιλογή. Την πιο βολική. Ο ερωτευμένος φαίνεται. Α! Και μην ξεχνάμε, «δεν είναι καιρός για έρωτες».
Άπαξ, όμως, και μπεις –για τον οποιονδήποτε λόγο– σε μία σχέση και δεν υπάρχει ο έρωτας, τι την κάνει τότε ενδιαφέρουσα; Κάποιος θα ισχυριστεί πως το παν είναι η αμέριστη αγάπη. Μα αν είναι έτσι, τότε τι διακρίνει τη φιλική από την ερωτική σχέση; Η ερωτική σχέση δεν είναι παρά μία φιλική, στην οποία ωστόσο εμπεριέχεται και η έννοια κι η ουσία του έρωτα. Αν αυτός δεν υπάρχει, τότε η σχέση δεν είναι ερωτική. Εύλογα στην ελληνική γλώσσα διαχωρίζεται η έννοια του έρωτα από αυτή της αγάπης, διότι όντως πρόκειται για δύο διαφορετικές συναισθηματικές καταστάσεις. Φυσικά, είναι όμορφο να αγαπάς και να σε αγαπούν, αν όμως δεν υπάρχει το ερωτικό στοιχείο, τότε μία ερωτική σχέση δεν δύναται να επιβιώσει σε βάθος χρόνου. Και βρισκόμενοι σε μία εποχή που ο καθένας έχει βιώσει διαφορετικές ερωτικές εμπειρίες, αποκτώντας ένα μέτρο σύγκρισης, κάποια στιγμή, αναπόφευκτα θα βαρεθεί μία μέτρια, δίχως έρωτα σχέση.
Υπάρχει, όμως, τελικά ο έρωτας; Ο έρωτας υπάρχει. Μπορεί όχι έτσι όπως τον φαντάζεσαι ή τον βλέπεις στις ταινίες. Αλλά γίνεται να χτυπάει η καρδιά σου σαν τρελή όταν ξέρεις πως θα τον δεις, να τρελαίνεσαι με μία ματιά, να ανατριχιάζεις με ένα άγγιγμα. Ο έρωτας έχει διάφορες μορφές. Μπορεί να είναι τρελός, μπορεί να είναι ήρεμος. Κι όταν ερωτεύεσαι, δεν ερωτεύεσαι το άτομο αυτό καθ’ αυτό. Ερωτεύεσαι τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο, τον τρόπο που αγαπάει ό,τι αγαπάει, τον τρόπο που απλώς υπάρχει. Ο έρωτας υπάρχει, απλώς κανείς δε θέλει να τον δει. Κανείς δεν τον επιδιώκει. Μα και να τον επιδίωκε, δύσκολα θα τον έβρισκε, γιατί έρχεται απρόσμενα, εκεί που δεν το περιμένεις.
Περνάει ο έρωτας; Ναι, περνάει. Όλα περνάνε. Πώς, όμως, κάποιος νοείται να φύγει από τη ζωή αυτή, χωρίς να τον έχει βιώσει; Μία ζωή δίχως έρωτα είναι μία ζωή βαρετή. Πλήττω μόνο στη σκέψη. Σκέψου να ζεις στα μέτρια και στα βαρετά, επειδή απλώς φοβάσαι να αφεθείς. Αυτό κι αν είναι αδυναμία.