Του Νίκου Διονυσάτου,
Η Ευρώπη είναι μια ήπειρος με σημαντική γλωσσική και πολιτισμική ποικιλομορφία, που αν και ωχριά μπρος στα μωσαϊκά της Ασίας και της Αφρικής, σίγουρα απασχολεί συχνότερα τη διεθνή σκηνή. Η γηραιά ήπειρος, ωστόσο, παρά τις πολλές διαφορές των λαών της μεταξύ τους, από την όψιμη αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα μέχρι σήμερα, έχει υπάρξει μια ήπειρος με κοινό παρονομαστή τις αβρααμικές θρησκείες. Ο χριστιανισμός αποτελούσε από τη ρωμαϊκή εποχή ακόμα την κύρια δύναμη θρησκευτικού ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη, ενώ ακολούθησαν το Ισλάμ, αλλά και ο Ιουδαϊσμός, σε μικρότερη κλίμακα.
Οι περισσότερες από τις παλαιές θρησκείες – δηλαδή οι παγανιστικές, ως επί το πλείστον ινδοευρωπαϊκές λατρείες της αρχαιότητας – μέσα στην πρώτη χιλιετία μετά Χριστόν, είχαν ήδη αρχίσει να εξαφανίζονται. Πρώτοι οι πληθυσμοί της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και, στη συνέχεια, οι Γερμανικοί και Σλαβικοί πληθυσμοί εκχριστιανίστηκαν είτε με τη βία είτε με τη θέλησή τους και η τάση έδειχνε σταθερή μέχρι περίπου τον 13ο και τον 14ο αιώνα. Εκείνη την εποχή ωστόσο, και παρά τις Σταυροφορίες και την Reconquista που παράλληλα λάμβαναν χώρα, στον δρόμο του πλήρους ευρωπαϊκού εκχριστιανισμού στεκόταν και ένα επιπλέον εμπόδιο. Οι Βάλτες, που ζούσαν για αιώνες απομονωμένοι στη βορειανατολική δασώδη ζώνη της Ευρώπης, ήταν οι τελευταίοι από τους μη νομαδικούς λαούς που δεν είχαν υιοθετήσει ακόμα κάποια μονοθεϊστική θρησκεία. Αυτό ήταν κάτι που οι Πάπες της Ρώμης θεωρούσαν απαράδεκτο, γι’ αυτό και προχώρησαν σε επανειλημμένες εκκλήσεις για μια βόρεια σταυροφορία, προκειμένου να εξαλειφθούν από προσώπου γης οι επικίνδυνοι Βάλτες παγανιστές.
Σταδιακά οι Βάλτες Πρώσοι, οι Κουρόνιοι, οι Σεμιγκάλιοι, οι Σελόνιοι και οι Λατγκάλιοι, υποτάχθηκαν στους Τεύτονες Γερμανούς ιππότες, που προχώρησαν στον μαζικό εκχριστιανισμό των περιοχών τους και στα μέσα του 14ου αιώνα η μόνη χώρα της Ευρώπης που κυβερνιόταν από παγανιστή βασιλιά ήταν η Λιθουανία. Το πρόβλημα για τους σταυροφόρους ήταν, ωστόσο, ότι η Λιθουανία, στη διάρκεια του αιώνα αυτού, είχε εξελιχθεί στη μεγαλύτερη σε έκταση και ισχυρότερη χώρα στην Ευρώπη. Συμβολικά, αυτό αποτελούσε έναν λεκέ για τη φήμη της Καθολικής Εκκλησίας, που είχε αναλάβει το έργο του προσηλυτισμού των Λιθουανών. Έτσι, το έτος 1387 ακολουθήθηκε μια διαφορετική τακτική. Ο δούκας της Λιθουανίας παντρεύτηκε τελικά την κόρη του βασιλιά της Πολωνίας και, ακολούθως, βαπτίστηκε χριστιανός μαζί με τους ευγενείς του και τους περισσότερους ιππότες του. Αυτό ήταν η αρχή του τέλους για την κραταιά παγανιστική παράδοση της Λιθουανίας, μιας και μέσα στους επόμενους αιώνες η χριστιανική πίστη υιοθετήθηκε πλήρως και από τον απλό λιθουανικό λαό.
Παρόλα αυτά και παρόλο που ο χριστιανικός χαρακτήρας της Λιθουανίας για αιώνες ενισχύθηκε συστηματικά, ειδικά στα πλαίσια της Πολωνο-λιθουανικής Κοινοπολιτείας, ο Καθολικισμός, όπως αναπτύχθηκε στη χώρα, από κοινού με τον εξαιρετικά πρόσφατο, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, εκχριστιανισμό της, άφησε κι ένα σαφώς μεγαλύτερο παγανιστικό αποτύπωμα στις αντιλήψεις των ανθρώπων. Οι ιστορίες και οι μνήμες από τα χρόνια της παλαιάς θρησκείας διατηρήθηκαν στον χρόνο και τον 19ο αιώνα, με την εθνική αφύπνιση των Λιθουανών και το έντονο πνεύμα ανεξαρτησίας που τους διέπνεε απέναντι στον νέο Ρώσο δυνάστη τους, η αρχέγονη πολυθεϊστική πίστη αυτού του λαού άρχισε να επιστρέφει. Έτσι, στα πλαίσια του εθνικιστικού, ρομαντικού πυρετού της εποχής, διάφοροι διανοούμενοι φέρνουν στο προσκήνιο στοιχεία από την παλαιά εθνο-θρησκεία των Λιθουανών, τη λεγόμενη Romuva, όπως ο Κοραής, ο Φεραίος και πολλοί ακόμα λόγιοι έθεσαν αντίστοιχα στο προσκήνιο την ανακατασκευασμένη Αρχαία Ελληνική γλώσσα, στα πλαίσια της ιδεολογικής προετοιμασίας για τον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα των σύγχρονων Ελλήνων.
Το εθνικιστικό κίνημα των Λιθουανών δυνάμωνε ολοένα, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα, πολλές από τις διεκδικήσεις του, όπως η αναγνώριση της λιθουανικής γλώσσας από το τσαρικό καθεστώς και, στη συνέχεια, η ανεξαρτησία της χώρας από τη Ρωσία, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, έγιναν πραγματικότητα. Στο νέο κράτος, που σαφώς εξακολουθούσε να διαθέτει τον χριστιανικό του χαρακτήρα, η φολκλορική ρομαντική εκδοχή της αρχαίας θρησκείας εξακολούθησε να ανθεί, αν και πάντοτε σε πολιτιστικό επίπεδο και όχι σε άμεση σύγκρουση με τον Καθολικισμό.
Η εποχή κατά την οποία, ωστόσο, η παγανιστική λιθουανική θρησκεία θα πληττόταν περισσότερο, ήταν η σοβιετική κατοχή μετά τον Β’ Παγκόσμιο, όταν η χριστιανική πίστη απαγορεύθηκε και μαζί της και η παγανιστική θρησκεία της Romuva. Μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’80, η Romuva είχε βρεθεί συστηματικά στο στόχαστρο των σοβιετικών αρχών, όμως η λατρεία επιβίωσε, και όταν η Λιθουανία ανέκτησε την ανεξαρτησία της το 1990, νομιμοποιήθηκε εκ νέου. Έτσι, από τη δεκαετία του ’90 μέχρι σήμερα, οι πιστοί της Romuva έχουν αυξηθεί και η Λιθουανία λόγω της ιστορίας και της κουλτούρας της αποτελεί έναν από τους πλέον ενδιαφέροντες προορισμούς πολιτιστικού τουρισμού στην Ευρώπη.
Σε ό,τι έχει να κάνει τώρα με την πίστη αυτή καθ’ εαυτή, η Romuva, όπως και η λιθουανική γλώσσα αντίστοιχα, διαθέτει πολλά εξαιρετικά αρχαία ινδοευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Οι θεότητες, η μυθολογία και τα έθιμα των μελών της θρησκείας θυμίζουν τα αντίστοιχα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά, ενώ υπάρχουν στενότατες επαφές και με τον σύγχρονο Ινδουισμό. Μάλιστα, οι νεο-παγανιστικές κοινότητες της Λιθουανίας διατηρούν διάφορους δεσμούς με θρησκευτικούς οργανισμούς και ιδρύματα από την Ινδία εξαιτίας αυτού του στοιχείου. Κεντρικό ρόλο, επίσης, στη λατρεία αυτή έχουν οι βωμοί της φωτιάς, αλλά και τα ειδώλια των θεών που οι πιστοί χρησιμοποιούν στις τελετές τους. Τέλος, παρά τον συνήθως πατριαρχικό χαρακτήρα πολλών αρχαίων θρησκειών, η Romuva είναι οργανωμένη αρκετά μητριαρχικά, με την εθνολόγο Inija Trinkūnienė να είναι σήμερα ανώτατη ιέρεια της θρησκείας, μετά τον θάνατο του άντρα της, του επίσης εθνολόγου Jonas Trinkūnienė, το 2015.
Μάλιστα, ο μητριαρχικός αυτός χαρακτήρας, μαζί με το ελευθεριακό στην ερμηνεία περιεχόμενο και τον σχετικά μικρό αριθμό των πιστών της (κάποιες χιλιάδες, κυρίως εντός της Λιθουανίας), φαίνεται πως είναι οι λόγοι που η Romuva δεν έχει καπηλευθεί από τον χώρο της εξτρεμιστικής ακροδεξιάς. Έτσι, για άλλη μια φορά, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει διεθνώς στον χώρο των παλαιών θρησκειών, εξαιτίας της σύνδεσής τους με νεο-ναζιστικούς και υπερεθνικιστικούς κύκλους, στη Λιθουανία οι πολιτικές δυνάμεις της ακροδεξιάς τονίζουν κυρίως τον Καθολικισμό ως βασικό συστατικό στοιχείο της λιθουανικής ταυτότητας, κατηγορώντας, μάλιστα, και τα τελευταία χρόνια το νεο-παγανιστικό κίνημα ως υποκινούμενο από το Κρεμλίνο, κάτι το οποίο δεν έχει αποδειχθεί φυσικά.
Επομένως, το συμπέρασμα είναι ότι αν και η παραδοσιακή θρησκεία των Λιθουανών σίγουρα δεν είναι τέλεια και δεν είναι μια μορφή θρησκευτικότητας που θα έλεγε κανείς ότι ταιριάζει απόλυτα στον 21ο αιώνα, αποτελεί ένα πολύτιμο κομμάτι του βαλτικού φολκλόρ, μια ιδιαίτερη πολιτική και πολιτισμική πτυχή του λιθουανικού λαού και μια από τις ελάχιστες πολυθεϊστικές θρησκείες στην Ευρώπη, η οποία δεν έχει πέσει ακόμα θύμα της εγχώριας ακροδεξιάς της προπαγάνδας…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The ancient Lithuanian religion bidding for state recognition: What next for Romuva?, Euronews, διαθέσιμο εδώ
- Why Folk Religions Are Booming in Lithuania?, OZY, διαθέσιμο εδώ
- The Many Faces of the Far Right in the Post-Communist Space, CBEES, διαθέσιμο εδώ