Του Θανάση Κουκόπουλου,
Ορισμένα αρχιτεκτονήματα ξεπερνούν τα χρονικά και γεωγραφικά όριά τους, δικαιολογώντας απόλυτα τον χαρακτηρισμό τους ως «μνημείων», δηλαδή έργων μεγάλων διαστάσεων που δημιουργήθηκαν με σκοπό να παραμείνουν στη μνήμη όλων για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Ένα μνημείο της «αιώνιας πόλης» που ανήκει σε αυτή την κατηγορία και ξεχωρίζει για την ιστορικότητα, την αρχιτεκτονική και την τέχνη του, αλλά ίσως δεν είναι πολύ γνωστό στον μέσο επισκέπτη, αποτελεί το Μαυσωλείο (=μνημειακό ταφικό κτίσμα) της Κωνσταντίας, κόρης του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Βρίσκεται στην οδό Nomentana και οικοδομήθηκε έξω από τα τείχη της Ρώμης περί τα μέσα του 4ου αι. μ.Χ. (Η Κωνσταντία πέθανε το 354). Προσκολλήθηκε στην παλαιοχριστιανική κοιμητηριακή βασιλική της Αγίας Αγνής (σήμερα σώζονται μόνο ερείπια). Εκείνοι την περίοδο οι χριστιανοί τηρούσαν ακόμα ένα θεμελιώδες παγανιστικό ταφικό έθιμο, σύμφωνα με το οποίο οι κεκοιμημένοι θάβονταν εκτός των τειχών των πόλεων. Θα έλεγα ότι ήταν περισσότερο ζήτημα συνήθειας, αλλά και χωροταξίας. Επιπλέον, οι χριστιανοί δεν αποτελούσαν ακόμα την πλειοψηφία των υπηκόων του ρωμαϊκού κράτους. Επομένως, μία αλλαγή της συνήθειας αυτής θα προκαλούσε πολύ μεγάλες αντιδράσεις και εντάσεις.
Έτσι, δίπλα από τους τάφους μεγάλων αγίων μαρτύρων, οι οποίοι βρίσκονταν στις κατακόμβες, οι χριστιανοί της Ρώμης άρχισαν να οικοδομούν τεράστιες βασιλικές ιδιόμορφης κάτοψης. Αυτές φαίνεται ότι δεν προορίζονταν για την τέλεση τακτικών ακολουθιών και μυστηρίων, όπως θα συνέβαινε με άλλες βασιλικές εντός των τειχών, αλλά περισσότερο με επιμνημόσυνες δεήσεις ή ακόμα και με την τέλεση νεκρόδειπνων (και πάλι σύμφωνα με τις επιταγές της αρχαίας παράδοσης). Όπως είναι λογικό, επιφανείς προσωπικότητες θεωρούσαν ευλογία την οικοδόμηση της τελευταίας επίγειας κατοικίας τους δίπλα σε αυτούς του αγιασμένους τόπους. Για παράδειγμα, η Αγία Ελένη, μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, προσκόλλησε το μαυσωλείο της στη βασιλική των Αγίων Πέτρου και Μαρκελλίνου. Παρόμοια, επομένως, ήταν και η επιλογή της Κωνσταντίας.
Ήδη από τους ειδωλολατρικούς χρόνους οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες θάβονταν σε μεγαλοπρεπή κτίσματα, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων ήταν η περίκεντρη τυπολογία τους, με άλλα λόγια ο τονισμός του καθ’ ύψος άξονά τους. Για παράδειγμα, ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ο Αύγουστος, είχε κατασκευάσει ένα κυκλικό μαυσωλείο στην πρωτεύουσα, ενώ ο Διοκλητιανός ένα οκτάγωνο στο ανάκτορό του στο Σπαλάτο του Ιλλυρικού (σημερινό Split της Κροατίας).
Είναι προφανές ότι η τυπολογία αυτή προτιμήθηκε και σε μαρτύρια (στην αρχιτεκτονική ο όρος δηλώνει μνημεία που αποτελούν μάρτυρες της παρουσίας και της δράσης ενός προσώπου) που συνδέονται με τον Παντοκράτορα και Επουράνιο Βασιλέα Χριστό (π.χ. Ροτόντα της Ανάστασης ή του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα, Οκτάγωνο της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ). Ωστόσο, τα χριστιανικά παραδείγματα διαφοροποιούνται. Μεταξύ του κεντρικού πυρήνα και της εξωτερικής τοιχοποιίας παρεμβάλλεται ένας περιμετρικός δακτύλιος-διάδρομος, ενώ ο κεντρικός χώρος υπερυψώνεται. Έτσι, διαμορφώνεται ένα κτίριο διπλού κελύφους. Αυτό το πρότυπο βλέπουμε να ακολουθείται και στο υπό εξέταση μαυσωλείο μας. Πολύ πιθανόν πρότυπο της Κωνσταντίας να αποτέλεσε η Ροτόντα του Παναγίου Τάφου.
Στο εσωτερικό, από αρχιτεκτονικής άποψης, είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι συνολικά 24 κίονες που φέρουν τον θόλο του πυρήνα διατάσσονται σε 12 ζεύγη, καθένα από τα οποία έχει κοινό θριγκό, ο οποίος εν προκειμένω αποτελείται από επιστύλιο και επιθήματα μέχρι τη γένεση των τόξων. Ίσως ο αριθμός 12 να παραπέμπει στον στενό κύκλο των πιο οικείων μαθητών Χριστού. Σε αξονική σχέση με την είσοδο, αλλά από την απέναντι πλευρά, υπήρχε ο χώρος, όπου βρισκόταν η σαρκοφάγος της Κωνσταντίας (σήμερα αντίγραφο, η αυθεντική βρίσκεται στο Βατικανό). Πάνω από αυτόν κατασκευάστηκε ένας φωταγωγός.
Το στοιχείο, όμως, που καθηλώνει τον επισκέπτη είναι ο ψηφιδωτός διάκοσμος, ο οποίος σώζεται στην καμάρα του περιμετρικού διαδρόμου, αλλά και σε δύο τεταρτοσφαίρια αψίδων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διάταξη βασίζεται στο στοιχείο της κορύφωσης, αφού πάνω από την είσοδο βλέπει κανείς γεωμετρικά σχέδια, έπειτα κληματίδες και ερωτιδείς, ενώ πλησιάζοντας στο σημείο που βρισκόταν η σαρκοφάγος κλάδους, διάφορα σκεύη και πτηνά. Τόσο η θεματολογία, όσο και η οργάνωση σε διάχωρα (διακριτά τμήματα) παραπέμπουν σε ψηφιδωτά δάπεδα. Ακόμα, κυριαρχούν οι ψηφίδες από πέτρα, ενώ αυτές από υαλόμαζα αναδεικνύουν τις λεπτομέρειες (π.χ. χρυσές ζώνες σε αγγεία).
Τμήμα του διακόσμου έχει καταστραφεί. Ωστόσο, μας σώζονται σχέδια του 16ου αι. και γνωρίζουμε ότι στον φωταγωγό πάνω από τη σαρκοφάγο απεικονιζόταν η Ουράνια Ιερουσαλήμ μαζί με αμνούς, σύμβολα των Αποστόλων, ενώ στον κεντρικό θόλο φαίνεται ότι εικονίζονταν Καρυάτιδες.
Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο στοιχείο, το οποίο χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης, είναι η παρουσία των ερωτιδέων, ενός παγανιστικού μοτίβου, το οποίο βρίσκουμε σε σαρκοφάγους και κατακόμβες. Οι «παιχνιδιάρικες» διαθέσεις και κινήσεις τους στις σχετικές με την άμπελο και την κατεργασία των σταφυλιών εργασίες παραπέμπουν στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας (χαρά και ψυχική ευφορία που απορρέει από τη Θεία Μετάληψη). Και αυτό είναι απολύτως λογικό, δεδομένου ότι ο χριστιανικός κόσμος ανέτειλε από ένα ανεικονικό περιβάλλον (ιουδαϊκό). Επομένως, αναζήτησε τα πατήματά του στην ελληνορωμαϊκή εικονιστική παράδοση. Γι’ αυτό και ο κλασικός πολιτισμός δεν καταστράφηκε, αλλά ενσωματώθηκε στον χριστιανικό.
Ερωτιδείς συναντάμε και στη σαρκοφάγο της Κωνσταντίας (από πορφυρίτη λίθο), η οποία μαζί με το κάλυμμα έχει ύψος 1,28 μ. και μήκος 2,33 μ. Πέρα από αυτούς υπάρχουν και γιρλάντες, αλλά και κεφαλές, π.χ. του Διονύσου, ζώα, όπως πρόβατο (Αμνός του Θεού), παγώνι (σύμβολο της Ανάστασης) κ.α. Η πίσω όψη της σαρκοφάγου είναι λειασμένη και ακόσμητη. Αυτό σημαίνει ότι εξ αρχής βρισκόταν στην κόγχη που βρίσκεται σήμερα το αντίγραφο και όχι πιο μπροστά, στη βάση από πορφυρίτη, όπως έχει υποστηριχθεί.
Τέλος, θα αναλύσουμε τα ψηφιδωτά των δύο αψίδων. Στο πρώτο, ένας γενειοφόρος Χριστός δίνει ένα περίεργο αντικείμενο σε μία τηβεννοφόρο μορφή. Το δεύτερο ειδικά έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Πρόκειται για τη λεγόμενη “Traditio Legis” (Παράδοση του Νόμου, δηλαδή των εντολών του Χριστού) στον Απόστολο Πέτρο, παρουσία του Αποστόλου Παύλου. Φαίνεται ότι υπέστη πολύ έντονες επεμβάσεις, όταν συντηρήθηκε τον 19ο αι.
Υπάρχει διχογνωμία ως προς το μνημείο στο οποίο βρισκόταν το αρχέτυπο. Ήταν το μαυσωλείο της Κωνσταντίας ή μήπως η Παλαιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου; Όποια κι αν είναι η απάντηση, και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με αυτοκρατορικό περιβάλλον (καθότι τη βασιλική του θεμελιωτή της Εκκλησίας της Ρώμης ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος, ενώ δεν αποκλείεται το ψηφιδωτό της κεντρικής αψίδας, όπου εικονιζόταν η Traditio Legis, να φιλοτεχνήθηκε κατόπιν επέμβασης του γιου του, Κωνστάντιου) και η παράσταση αυτή, τουλάχιστον αυτή την πρώιμη περίοδο, δε μπορεί να σχετίζεται με κάποιον «προπαγανδισμό» του παπικού πρωτείου.
Το Μαυσωλείο της Κωνσταντίας οφείλει να παραμείνει εσαεί στη μνήμη μας ένα μνημείο με την πλήρη σημασία του όρου. Γιατί; Γιατί πολύ απλά εδώ ενσαρκώνονται υψηλές αξίες τις οποίες δυστυχώς ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος έχει απωλέσει. Και οι αξίες αυτές συνοψίζονται στην αρμονική συγχώνευση κλασικού πολιτισμού και χριστιανισμού. «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον», λοιπόν, όπως λέει και ο ψαλμωδός…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Bergmeier, Armin, “The Traditio Legis in Late Antiquity and Its Afterlives in the Middle Ages”, Gesta 56:1 (2017), σελ. 27-52
- Delvoye, Charles (2014), Βυζαντινή Τέχνη, μτφρ. Μ. Β. Παπαδάκη, Αθήνα: Εκδ. Παπαδήμα
- James, Liz (2017), Mosaics in the Medieval World: From Late Antiquity to the Fifteenth Century, Cambridge: Cambridge University Press
- Krautheimer, Richard (2006), Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, μτφρ. Φανή Μαλλούχου-Τουφανό, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Ramage, Andrew & Nancy (2000), Ρωμαϊκή Τέχνη, Θεσσαλονίκη: Εκδ. University Studio Press
- Ανδρούδης, Πασχάλης (2019), Βυζαντινή Γλυπτική και Μικροτεχνία, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Μπαρμπουνάκης
- Ανδρούδης, Πασχάλης (2022), Κοσμική Τέχνη και Αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο (4ος-15οςαι.), Θεσσαλονίκη: Εκδ. Μπαρμπουνάκης
- Πανσελήνου, Ναυσικά (2000), Βυζαντινή Ζωγραφική-Η Βυζαντινή Κοινωνία και οι Εικόνες της, Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτη
- Τάντσης, Αναστάσιος (2012), Η αρχιτεκτονική σύνθεση στο Βυζάντιο: Εισαγωγή, Θεσσαλονίκη: Εκδ. University Studio Press