Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη με μακραίωνη ιστορία, η έναρξη της οποίας εντοπίζεται στην ελληνιστική εποχή. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, η «νύμφη του Θερμαϊκού» διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε διάφορους τομείς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποκτώντας επάξια το προσωνύμιο «Συμβασιλεύουσα». Φυσικά ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που συνέβαλλαν στη σπουδαιότητα της πόλης ήταν και η έντονη εμπορική κίνηση που χαρακτήριζε τη Θεσσαλονίκη.
Η άνωθεν κινητικότητα, όμως, δεν υπήρξε κάτι το ξαφνικό και απρόσμενο. Ήδη από τη ρωμαϊκή περίοδο η κατασκευή της Εγνατίας Οδού (2ος αιώνας π.Χ.) βοήθησε σημαντικά στην αύξηση της εμπορικής κίνησης στην πόλη της Μακεδονίας, αυξάνοντας μάλιστα προοδευτικά τη σημασία της για τον ρωμαϊκό κόσμο. Τους επόμενους αιώνες, η εγκατάσταση του Γαλερίου αρχικά και του Κωνσταντίνου Α΄ αργότερα βοήθησαν στην οικοδομική και εμπορική αναβάθμιση της πόλης.
Με την έναρξη της βυζαντινής περιόδου, η «καρδιά» της πόλης σταματά σταδιακά να είναι η ρωμαϊκή αγορά, καθώς όλες οι λειτουργίες που στεγάζονταν σε αυτόν τον χώρο μετατοπίζονται σε άλλα σημεία της πόλης. Τον 5ο αιώνα, η άλλοτε πολυσύχναστη ρωμαϊκή αγορά έχει εγκαταλειφθεί σχεδόν πλήρως. Εξαίρεση αποτελεί η ύπαρξη ορισμένων εργαστηρίων, τα οποία πουλούσαν τα προϊόντα τους στον ίδιο χώρο.
Κάπου εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι η σημασία της λέξης «αγορά» κατά τη βυζαντινή περίοδο μεταβάλλεται και πλέον χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό των χώρων όπου διεξάγονται οι εμπορικές δραστηριότητες. Γνωρίζοντας την παραπάνω αλλαγή, μπορούμε να προχωρήσουμε στην εξέταση των αγορών της βυζαντινής Θεσσαλονίκης. Από τα δεδομένα που υπάρχουν μέχρι και σήμερα γνωρίζουμε ότι η εμπορική κίνηση της πόλης δεν ήταν συγκεντρωμένη σε ένα μόνο σημείο. Ωστόσο, η κεντρικότερη και σπουδαιότερη αγορά απλωνόταν κατά μήκος του decumanus maximus της πόλης, ένας δρόμος ο οποίος συναντάται και με το όνομα «Λεωφόρος» και πρόκειται ουσιαστικά για τη σύγχρονη οδό «Εγνατία».
Σημαντικά δεδομένα για τα καταστήματα σε αυτό τον δρόμο στη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή περίοδο αντλούμε από τις αρχαιολογικές εργασίες που έχουν σημειωθεί, λόγω της ολοκλήρωσης του ΜΕΤΡΟ της Θεσσαλονίκης. Τα κινητά και ακίνητα ευρήματα στους σταθμούς «Βενιζέλου» και «Αγίας Σοφίας» μαρτυρούν την ύπαρξη καταστημάτων εκατέρωθεν του δρόμου, τα οποία είναι παρατακτικά τοποθετημένα. Τα καταστήματα αυτά δραστηριοποιούνταν στην πώληση μη εδώδιμων προϊόντων. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι το γεγονός ότι στον σταθμό «Βενιζέλου» οι εμπορικοί χώροι σχετίζονταν με την αργυροχρυσοχοΐα, κάτι το οποίο ισχύει και για την πλειοψηφία των σύγχρονων εμπορικών χώρων της περιοχής.
Η εμπορική κίνηση της πόλης συνεχιζόταν και σε δρόμους περιμετρικά της ρωμαϊκής αγοράς, αλλά και στον βορειότερο decumanus, τη σύγχρονη οδό «Αγίου Δημητρίου». Προχωρώντας προς τα ανατολικά τείχη της πόλης θα μπορούσε κάποιος να αντικρύσει στην περιοχή της Κασσανδρεωτικής Πύλης την ύπαρξη μιας υπαίθριας αγοράς. Το γεγονός ότι προς το παρόν η ύπαρξή της και ο χαρακτήρας της δε μπορούν να επιβεβαιωθούν αρχαιολογικά, αλλά το σύνολο των στοιχείων που έχουμε προέρχεται από γραπτές πηγές, κάνει δύσκολη τη λεπτομερή περιγραφή της συγκεκριμένης αγοράς. Ενδεχομένως να επρόκειτο για μία υπαίθρια αγορά, η οποία καταλάμβανε ένα χώρο μεταξύ της Ροτόντας και του αδόμητου μέχρι τότε και εγκαταλελειμμένου ιπποδρόμου. Σε αυτά τα υπαίθρια καταστήματα οι παραγωγοί από τη γύρω περιοχή πωλούσαν τα προϊόντα τους, πιθανόν σε εβδομαδιαία βάση.
Μία πόλη όπως η Θεσσαλονίκη δε θα μπορούσε να αφήσει ανεκμετάλλευτο εμπορικά το υδάτινο στοιχείο της. Έτσι, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος Α΄ κατασκευάζει ένα λιμάνι το οποίο με το πέρασμα των αιώνων αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία. Η περίοδος της μέγιστης ακμής του έρχεται, όσο ειρωνικό και αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, μετά την απώλεια των περισσότερων εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία. Αυτό συμβαίνει καθώς η σημασία του, ως ένα από τα λίγα εναπομείναντα σημαντικά λιμάνια της Αυτοκρατορίας, ενισχύεται σημαντικά. Καίριο ρόλο σε αυτό θα διαδραματίσουν και οι Βενετοί με τους Γενουάτες, οι οποίοι από το 1261 ξεκινούν να εκμεταλλεύονται εμπορικά το λιμάνι και να επεκτείνουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες στη γύρω περιοχή, με επίκεντρο τον χώρο γύρω από τον ναό του Αγίου Μηνά. Υποστηρίζεται ότι δε θα έπρεπε να εκλείπουν και εμπορικοί χώροι, οι οποίοι θα ήταν οργανωμένοι περιμετρικά γύρω από μία αυλή και να βρίσκονταν διάσπαρτοι σε διάφορα σημεία της πόλης. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί προς το παρόν αρχαιολογικά.
Η εμπορική κίνηση της πόλης δεν περιορίζονταν μόνο εντός των τειχών, αλλά συνεχιζόταν και εκτός αυτών. Συγκεκριμένα, ένας θεσμός με έντονο εμπορικό χαρακτήρα, τα «Δημήτρια», λάμβανε χώρα για μεγάλο χρονικό διάστημα εκτός των τειχών της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για μία εμποροπανήγυρη, η οποία διεξάγονταν την περίοδο που τιμόταν ο πολιούχος της πόλης, ο Άγιος Δημήτριος. Κατά τη διάρκεια αυτής, πλήθος υπαίθριων πάγκων στήνονταν, τα πρώτα χρόνια πιθανότητα περιμετρικά του ναού του Αγίου Δημητρίου και αργότερα εκτός των δυτικών τειχών της πόλης. Για λίγες ημέρες κατασκευάζονταν μία αγορά πολύ μεγάλης έκτασης, η οποία ήταν οργανωμένη κατά επαγγελματικές ομάδες.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η βυζαντινή Θεσσαλονίκη είχε έντονο εμπορικό χαρακτήρα, σε περιοχές μάλιστα όπου εξακολουθούν να είναι το επίκεντρο των εμπορικών δραστηριοτήτων της σύγχρονης πόλης. Παρά το γεγονός ότι αυτό είναι εντυπωσιακό, αποτελεί ταυτόχρονα και ένα σημαντικό πρόβλημα, καθώς καθιστά δύσκολο το έργο κατανόησης μιας σημαντικής πτυχής της ζωής στον βυζαντινό κόσμο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βακαλόπουλος, Απόστολος (1983), ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 316 Π.Χ.-1912, Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός οίκος Αντ. Σταμούλη
- Λαδόπουλος, Βαγγέλης (2019), Δημήτρια- Η πορεία του θεσμού στη Θεσσαλονίκη από τον 4ο αιώνα μέχρι σήμερα, β΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη-Αθήνα: iwrite
- Ράπτης, Θ. Κωνσταντίνος (2017), «Ο εμπορικός χάρτης της βυζαντινής Θεσσαλονίκης: ιχνηλατώντας τις αγορές της πόλης από τον 9ο αιώνα έως την οθωμανική κατάκτηση», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρίας, Τόμος 38
- Συλλογικό Έργο (2018), Μετρό-ντας την Ιστορία της Θεσσαλονίκης
- Συλλογικό Έργο (2006), Ιστορία της Επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη, Τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη: Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος