Του Νίκου Χριστοδούλου,
Η αυγή του 19ου αι. αποτέλεσε μια εξαιρετικά ταραχώδη περίοδο για ολόκληρη την Ευρώπη. Η ρευστή αυτή κατάσταση, αποτέλεσμα πολλαπλών πολεμικών συγκρούσεων, αποτυπώνεται ανάγλυφα στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και περιπετειώδη πορεία του δυτικού άκρου της σύγχρονης Ελλάδας, των Ιονίων Νήσων. Μετά τη Mάχη του Friedland και το νικηφόρο αποτέλεσμα για τις δυνάμεις του Μεγάλου Ναπολέοντα, ο λεγόμενος Δ’ Συνασπισμός, ο οποίος είχε στραφεί εναντίον του, κατέρρευσε. Στον απόηχο γεγονότων αυτών υπεγράφησαν οι Συνθήκες του Tilsit ανάμεσα στη Γαλλική Αυτοκρατορία, τη Ρωσική Αυτοκρατορία (η πρώτη) και το Βασίλειο της Πρωσίας (η δεύτερη). Με τις συνθήκες αυτές τα Ιόνια Νησιά πέρασαν από τον έλεγχο της Ρωσίας πίσω στη Γαλλία.
Σύντομα, όμως, νέες πολεμικές συγκρούσεις ξέσπασαν μεταξύ της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο βαθμιαία κατέλαβε μέσα στο 1809 τη Ζάκυνθο, τα Κύθηρα και την Κεφαλονιά. Το 1910 στον βρετανικό έλεγχο περιέρχεται και η Λευκάδα. Η Κέρκυρα θα προσαρτηθεί τελευταία το 1814 και με τη Συνθήκη των Παρισίων αποφασίζεται η ίδρυση του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων (“Stati Uniti delle Isole Ionie”) ή αλλιώς της Ιονίου Πολιτείας. Αρχικά προβλεπόταν να εγκαθιδρυθεί ένα τελείως ανεξάρτητο καθεστώς, όμως μετά το Συνέδριο της Βιέννης τέθηκε υπό τη σκιώδη προστασία του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο θα όριζε τον «Λόρδο Ύπατο Αρμοστή», ο οποίος με τη σειρά του θα ηγείτο της εκτελεστικής εξουσίας.
Το νέο αυτό καθεστώς είχε αρχικά μεγάλη ιστορική σημασία, καθώς αποτέλεσε το πρώτο αυτόνομο κρατίδιο στον ελλαδικό χώρο για αιώνες. Παράλληλα, γεννούσε ελπίδες στον κόσμο των Ιονίων Νήσων ότι θα έδινε ένα τέλος στις τερατώδεις κοινωνικές ανισότητες που κυριαρχούσαν στα νησιά από την εποχή της Ενετοκρατίας (Libro d’oro) και θα προωθούνταν ριζικές, όσο και απαραίτητες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Οι αρχικές ελπίδες του επτανησιακού λαού δεν ευοδώθηκαν. Η Μεγάλη Βρετανία έδινε μια πολλή διαφορετική ερμηνεία του ρόλου της ως προστάτιδας δύναμης, με το Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων να καθίσταται στην πράξη προτεκτοράτο. Ευθύνη, βέβαια, μπορεί να καταλογιστεί και σε μέλη της παλιάς αριστοκρατίας, τα οποία, προκειμένου να μη χάσουν τα προνόμια που ως τότε απολάμβαναν, συντάχθηκαν με τις αγγλικές αρχές, οι οποίες τους χρειάζονταν για να βρουν τα πατήματά τους στα πολιτικά πράγματα των νησιών. Παράλληλα, μετά την Επανάσταση του 1821, στην οποία οι Επτανήσιοι συμμετείχαν ενεργά ως εθελοντές, γεννήθηκαν ελπίδες για μελλοντική ένταξη των Ιονίων Νήσων στο νεότευκτο κράτος. Όμως, η επέμβαση της Μεγάλης Βρετανίας προκάλεσε την οργή του κόσμου, μια οργή που σύντομα μεταφράστηκε σε έντονη πολιτική κινητικότητα.
Πρώτοι που συνέλαβαν και συμμερίζονταν αυτές τις αντιλήψεις ήταν κάποια μέλη της ανερχόμενης αστικής τάξης της Κεφαλονιάς, τα οποία είχαν σπουδάσει νομικές και κοινωνικές επιστήμες στο εξωτερικό και ιδίως στη Γένοβα. Εκεί ήρθαν σε επαφή με αναδυόμενες σοσιαλιστικές ιδέες και ριζοσπαστικές αντιλήψεις που πρωτοδιατυπώθηκαν κατά τη Γαλλική Επανάσταση. Οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι είδαν τις προσδοκίες τους να ματαιώνονται, ήταν βέβαιοι ότι ο κόσμος, δηλαδή τα αστικά και ευάλωτα κοινωνικά στρώματα, αναζητούσε μια εναλλακτική απέναντι στον «συνασπισμό» βρετανικών αρχών-ευγενούς τάξης.
Το μεγάλο βήμα έγινε το 1840 με την ίδρυση του κόμματος των Ριζοσπαστών με εξέχοντα μέλη τον Ηλία Ζερβό-Ιακωβάτο και τον Ιωσήφ Μομφεράτο. Η κίνηση αυτή αποτέλεσε μια ιστορική στιγμή, καθώς για πρώτη φορά ιδρύθηκε κόμμα με οργάνωση και συγκροτημένη ιδεολογία. Αντιθέτως, τα «κόμματα» που δραστηριοποιούνταν ήδη στο ελεύθερο ελληνικό κράτος (Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό) ουσιαστικά δε διέθεταν τα δύο αυτά χαρακτηριστικά. Από την άλλη, το κόμμα των Ριζοσπαστών συνιστά και σημείο καμπής για την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, καθώς, μεταχειριζόμενο τόσο θεσμικά μέσα (νομοθετικές πρωτοβουλίες σε Γερουσία και Βουλή), όσο και πιο ριζοσπαστικά (κινητοποιήσεις λαού, συλλαλητήρια), αμφισβήτησε την αγγλική κατοχή και ανέδειξε σε κυρίαρχο ζήτημα την ένταξη στη «μητέρα» Ελλάδα.
Το νέο αυτό κίνημα γνώρισε σύντομα αξιοσημείωτη δυναμική, ενισχυόμενο από τη θετική στάση της κοινής γνώμης απέναντι στις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που εισηγείτο. Είναι, άλλωστε, αληθές ότι οι διαφωτιστικές αντιλήψεις περί ισότητας και πολιτικών δικαιωμάτων δεν ήταν άγνωστες στους κατοίκους των Επτανήσων. Από εκλογή σε εκλογή τα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά για τους υποψηφίους των Ριζοσπαστών, οι οποίοι αντιστέκονταν στη νοθεία και τα βίαια μέσα που συχνά μεταχειρίζονταν οι βρετανικές αρχές για να ανακόψουν την ανοδική τους πορεία.
Δύο χρονιές-κλειδιά για το ριζοσπαστικό κίνημα είναι το 1850 και το 1862. Αρχικά, σε μια ενθουσιώδη συνεδρίαση της Ιονίου Βουλής το 1850, ο Ιωάννης Δετοράτος Τυπάλδος, βουλευτής των Ριζοσπαστών, καταθέτει ψήφισμα με το οποίο κηρύσσεται η ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Το ψήφισμα αυτό υπογράφουν όλοι οι βουλευτές των Ριζοσπαστών, δε γίνεται όμως δεκτό από τις αγγλικές αρχές, οι οποίες απαντούν με εκτεταμένες διώξεις, κλείσιμο εφημερίδων και άλλα μέτρα καταστολής. Οι ηγέτες του κόμματος Ζερβός-Ιακωβάτος και Μομφεράτος εξορίζονται σε Αντικύθηρα και Ερικούσα αντίστοιχα. Αυτό ήταν ένα καίριο πλήγμα στην ενότητα και την ταυτότητα του κόμματος. Το κενό της ηγεσίας κάλυψε ένας ανερχόμενος πολιτικός και ιατρός της Ζακύνθου, ο οποίος αργότερα σταδιοδρόμησε ως εξέχον μέλος των κυβερνήσεων Τρικούπη, ο Κωνσταντίνος Λομβάρδος.
Ο Λομβάρδος είχε μεν ανοιχτή αντιπαράθεση με τους παλιούς ευγενείς και τις αγγλικές αρχές, δεν είχε όμως έρθει σε έντονη επαφή με σοσιαλιστικές και διαφωτιστικές αντιλήψεις, τις οποίες είτε απέρριπτε, είτε υποτιμούσε. Αυτή η πολύ πιο «παραδοσιακή» πολιτική ταυτότητα, που ταίριαζε περισσότερο με τις απόψεις που μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές στην υπόλοιπη Ελλάδα όπου ακόμα δεν είχε αναγνωριστεί η αξία της ιδεολογικής αντιπαράθεσης, είναι ίσως και ο λόγος για τον οποίο μόνο ο Λομβάρδος από τους σημαίνοντες Ριζοσπάστες είχε αξιόλογη πολιτική πορεία μετά το 1864. Όσο ο ρόλος του μέσα στο κόμμα ενισχυόταν, ο Λομβάρδος παραμέριζε το αίτημα για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και πρόβαλλε κατ’ αποκλειστικότητα το εθνικό ζήτημα της ένωσης.
Αυτό είχε ως συνέπεια τη διάσπαση του κόμματος στους «Αληθινούς Ριζοσπάστες» υπό τους Ηλία Ζερβό-Ιακωβάτο και Ιωσήφ Μομφεράτο, οι οποίοι είχαν επιστρέψει από την εξορία, και τους «Ενωτικούς Ριζοσπάστες» υπό τον Κωνσταντίνο Λομβάρδο. Οι Ριζοσπάστες μπορεί να συνέχισαν να έχουν απήχηση μεταξύ των πολιτών των Ιονίων Νήσων, όμως η μεταξύ τους διάσπαση έφερε εμπόδια στην επίτευξη των στόχων τους.
Σε μία συνεδρίαση της Ιονίου Βουλής, η ηγεσία των «Αληθινών Ριζοσπαστών» πρότεινε την προσωρινή απόσυρση του ενδιαφέροντος για το εθνικό ζήτημα και τη λήψη μέτρων που θα λειτουργούσαν προς όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, θα βελτίωναν την οικονομική τους θέση και θα τους παρείχαν προστασία από αυθαιρεσίες των ισχυρότερων, μειώνοντας σημαντικά το χάσμα πλουσίων και φτωχών. Οι Ενωτικοί Ριζοσπάστες δεν το δέχτηκαν και νέες, σφοδρότατες συγκρούσεις μεταξύ των δύο παρατάξεων ξέσπασαν.
Τελικά, οι συνεχείς πιέσεις του λαού χάρη στις κινητοποιήσεις των Ριζοσπαστών και η εχθρότητα προς τις βρετανικές αρχές σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στην Ελλάδα ανάγκασαν τη Μεγάλη Βρετανία να δεχτεί την ένωση, παρουσιάζοντάς την όμως ως «δώρο» για τη στέψη του Βασιλιά Γεωργίου Α’. Οι γνήσιοι Ριζοσπάστες, οι οποίοι πρώτοι είχαν αναλάβει τον αγώνα για την ένωση των Ιονίων με την Ελλάδα και για μια κοινωνία αλληλέγγυα και ανθρώπινη, δε μπορούσαν να ανεχτούν αυτό που σωστά έβλεπαν ως ατίμωση της πάλης του επτανησιακού λαού, το γεγονός δηλαδή ότι παρουσιάζονταν οι καρποί των κόπων τους ως «ευγενική χορηγία» των Άγγλων στον νέο Βασιλιά. Κάτι τέτοιο, εκτός από το γεγονός ότι ήταν προσβολή, ερχόταν σε αντίθεση με το έντονο δημοκρατικό φρόνημα των πολιτών των Επτανήσων, οι οποίοι απέρριπταν τον θεσμό της μοναρχίας. Έτσι, οι πρωτεργάτες του σπουδαίου αυτού κινήματος ήταν απόντες από τους εορτασμούς της ένωσης, οι οποίοι ήταν πάνδημοι, καθώς παρ’ όλη την προσπάθεια παραχάραξης των ιστορικών αγώνων και την έλλειψη ουσιαστικών κοινωνικών αλλαγών, η χαρά της τελικής απελευθέρωσης από τους Άγγλους και της ένταξης στον εθνικό κορμό ήταν εύλογη.
Όσο για τους ηγέτες των «Αληθινών Ριζοσπαστών», αυτοί είχαν ήδη δώσει κατά την τελευταία σημαντική πολιτική τους «εμφάνιση» ακλόνητα διαπιστευτήρια πατριωτισμού και δημοκρατικής πίστης, όταν στην Εθνοσυνέλευση ο Ιωσήφ Μομφεράτος είχε υπεραμυνθεί της αβασίλευτης δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και της αυστηρής τήρησης της συνταγματικής τάξης για την προστασία της λαϊκής κυριαρχίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Corfu History, Η Ιόνιος Πολιτεία, το Ριζοσπαστικό Κίνημα & η Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα. Διαθέσιμο εδώ
- Βέργος, Κώστας (2014), Το επτανησιακό εθνικό κίνημα και τα ευρωπαϊκά εθνικά κινήματα, Επτανησιακά. Διαθέσιμο εδώ
- Μαρκαντωνάτου, Υβόννη (2011), Κεφαλονιά-Ιστορικός Οδηγός, Εκδ. Εικών