Της Άννας-Νικολέτας Γρίβα,
Τον ταραχώδη βίο του Περικλή Γιαννόπουλου, ενός από τους μεγαλύτερους φιλολόγους, λογοτέχνες –και αυτόχειρες– της Ελλάδας του 20ου αιώνα, περιγράφει ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος, στο βιβλίο του Εμείς οι εξωφρενικότεροι των παλαβών της γης, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Πρόκειται για μια μυθιστορηματική βιογραφία του ανθρώπου που ερωτεύθηκε δύο οντότητες: την όμορφη Ελλάδα και την ταλαντούχα ζωγράφο και πρωτοπόρο της εποχής, Σοφία Λασκαρίδη.
Πριν αναφερθούμε στο μυθιστόρημα, ας μιλήσουμε εν συντομία για τον συγγραφέα. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Μετά το τέλος των σπουδών του, εργάσθηκε στον ημερήσιο, τον περιοδικό Τύπο, αλλά και στον εκδοτικό χώρο. Σήμερα, διατηρεί στήλη καθημερινού χρονογραφήματος στην εφημερίδα Η Καθημερινή. Έχει υπογράψει μυθιστορήματα και δοκίμια.
«Να πάρης ένα άτι ωραίο και κάτασπρο, χωρίς σέλα, χωρίς χάμουρα και άλλες αηδίες. Να το καβαλικεύσης γυμνός και να το πιάσεις από την χαίτην του με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο να κρατής υψωμένο το πιστόλι. Έχων δύο βάρη εις τα πόδια σου, να το κτυπήσης δυνατά και να μπης μαζί του με όλη την ορμή στη θάλασσα. Όταν δης ότι δεν μπορεί να προχωρήση πλέον, να γύρης τότε και να πυροβολήσης εις τον κρόταφον».
Και πράγματι, ο Περικλής έτσι έκανε. Με την εξαιρετικά γλαφυρή περιγραφή της –ποιητικής θα έλεγε κανείς– αυτοκτονίας του ξεκινά η ιστορία, με τον ίδιο να επιλέγει έναν μάλλον ανορθόδοξο τρόπο να πει το τελευταίο αντίο, με τη συντροφιά του αγαπημένου του ελληνικού τοπίου και της αγαπημένης του Σοφίας, με τη μορφή ενός κλαδιού από πεύκο που θύμιζε πίνακά της.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος, εκτός από πνευματικός άνθρωπος της εποχής του, ήταν και μία πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα. Δεν είχε μόνο εξαιρετική μόρφωση, αλλά και ξεχωριστή ομορφιά, χάρη στην οποία τον παρομοίαζαν με τον θεό Απόλλωνα. Διόλου περήφανος ήταν, όμως, για την καλαίσθητη εξωτερική του εμφάνιση, αφού θεωρούσε πως λίγοι μπορούσαν να κοιτάξουν πέρα από αυτήν και να δουν τον πραγματικό Περικλή.
Αντισυμβατικός ήταν και ο έρωτάς του με τη Σοφία Λασκαρίδη, μία γυναίκα πολύ «μπροστά» από την εποχή της, καθώς αποτέλεσε την πρώτη γυναίκα φοιτήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα, χάρη στο μοναδικό της ταλέντο, αλλά και το ιδεαλιστικό πνεύμα του καθηγητή και πατέρα της, Λάσκαρη Λασκαρίδη, που έφθασε στον Βασιλιά Γεώργιο, προκειμένου να δοθεί στην κόρη του η ευκαιρία αυτή.
Η Σοφία, όμως, αποτέλεσε και την πρώτη γυναίκα που πήρε υποτροφία για σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου, γεγονός που την οδήγησε στην άρνηση της πρότασης γάμου από τον Περικλή. Εκείνο, τότε, ως μοναχικός άνθρωπος βίωσε έντονα την απόρριψη. Την απόρριψη αισθάνθηκε πάλι, όταν σε στιγμή απόγνωσης ζήτησε σε γάμο μία ιερόδουλη, που αρνήθηκε κι αυτή.
Ξεχωριστό κομμάτι της προσωπικότητάς του ήταν κι ο σπάνιος, ειλικρινής πατριωτισμός του, η αγάπη του για το ελληνικό τοπίο, για το οποίο έγραφε συχνά. «Πουθενά μαυρίλα, πουθενά θηριωδία, πουθενά πάλη, πουθενά μίσος, πουθενά κτηνωδία, πουθενά οξύτης, πουθενά χολή […]. Παντού φως, παντού ημέρα, παντού τερπνότης, παντού ολιγότης, άνεσις, αραιότης· παντού ευταξία, συμμετρία, ευρυθμία […]».
Η γλώσσα του Γιαννόπουλου, όπως φαίνεται και στο παραπάνω απόσπασμα, ήταν πάντοτε ιδιαίτερη, ούτε αμιγώς δημοτική ούτε αμιγώς καθαρεύουσα, με λέξεις που συχνά επινοούσε ο ίδιος. Γι’ αυτό και ποτέ του δεν έλαβε σαφή θέση υπέρ της μίας ή της άλλης κατά τον πόλεμο της διγλωσσίας –γλωσσικό ζήτημα– που έλαβε χώρα στις αρχές του 20ού αιώνα.
Αποδίδοντας, λοιπόν, φόρο τιμής στον Γιαννόπουλο, ο Θεοδωρόπουλος γράφει κι αυτός σε μια ιδιαίτερη, «παλαιομοδίτικη» θα έλεγε κανείς γλώσσα, καθόλου, όμως, κουραστική για τον αναγνώστη. Παραθέτοντας τόσο ιστορικά στοιχεία του βίου του, όσο και αποφθέγματα από τα λίγα κείμενα του ιδίου που έχουν διασωθεί έως σήμερα, καταφέρνει να «δικαιώσει» την τόσο παρεξηγημένη και παραμελημένη προσωπικότητα του άγνωστου σε πολλούς Περικλή Γιαννόπουλου.