Της Μαριάννας Καλτσά,
Η πτώχευση αποτελεί μία διαδικασία ρευστοποίησης του συνόλου ή λειτουργικών συνόλων αυτής με σκοπό τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη. Μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση, τίθεται σε λειτουργία ο μηχανισμός της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης, με τον οποίο ο οφειλέτης αποξενώνεται από τη διαχείριση και διάθεση της περιουσίας του, η οποία έχει πλέον ανατεθεί στον σύνδικο. Εύλογο παραμένει το ερώτημα ποια διαδικασία θα ακολουθήσει ο σύνδικος, ούτως ώστε να ικανοποιήσει χρηματικά τους πιστωτές του πτωχεύσαντα.
Για να εξεταστεί το θέμα ενδελεχώς, κρίσιμο είναι να γίνει μια διεξοδική αναφορά στις κατηγορίες των πιστωτών. Να υπογραμμισθεί, αρχικά, πως κατά την κήρυξη της πτώχευσης πρέπει να έχουν χρηματική απαίτηση, γεννημένη από υφιστάμενη ενοχική σχέση και δικαστικώς επιδιώξιμη κατά του πτωχεύσαντος, για να μπορούν να συμμετάσχουν στην εν λόγω διαδικασία. Οι λεγόμενοι «υπερπρονομιούχοι πιστωτές» είναι αυτοί που θα τύχουν προνομιακής ικανοποίησης σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες. Οι μισθωτοί, όσοι, δηλαδή, συνδέονται με τον πτωχό με σχέση εξαρτημένης εργασίας κι έχουν κατά αυτού χρηματική απαίτηση για μη καταβληθέντες μισθούς 6 μηνών. Το «υπερ-προνόμιο» συνίσταται στην ικανοποίησή τους πριν από κάθε άλλο πιστωτή και, μετά την αφαίρεση των εξόδων της απαίτησης, μέχρι ποσό το οποίο ισούται ανά μήνα οφειλόμενου μισθού και ανά εργαζόμενο με τον νόμιμο κατώτατο μισθό υπαλλήλου άνω των 25 ετών επί 275%.
Πέρα από το «υπερ-προνόμιο» υπάρχει και το ειδικό προνόμιο που διαθέτουν οι ενέγγυοι πιστωτές. Οι ενέγγυοι πιστωτές – εμπραγμάτως ασφαλισμένοι, όπως αλλιώς λέγονται – εφόσον έχουν απαίτηση ασφαλισμένη με ενέχυρο ή υποθήκη ή με άλλο ειδικό προνόμιο επί συγκεκριμένου αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας, θα ικανοποιηθούν προνομιακά μόνο όσον αφορά την εμπράγματη αξίωσή τους ή το ειδικό προνόμιό τους. Όσον αφορά την ενοχική τους αξίωση, θα αναγγελθούν ως ανέγγυοι πιστωτές, χωρίς, δηλαδή, να τύχουν προνομιακής μεταχείρισης.
Η πτωχευτική νομοθεσία κάνει λόγο και για μια τρίτη κατηγορία προνομιούχων πιστωτών, τους γενικώς προνομιούχους. Σύμφωνα με τη διάταξη 975 ΚΠολΔ, γενικώς προνομιούχοι πιστωτές είναι το Δημόσιο, οι ΟΤΑ και οι συνεταιρισμοί αγροτών από πώληση αγροτικών προϊόντων που προέκυψαν έναν χρόνο πριν την κήρυξη της πτώχευσης κλπ. Οι απαιτήσεις τους είναι εξοπλισμένες, κατά τον νόμο, με γενικό προνόμιο επί της κινητής και ακίνητης περιουσίας του πτωχού. Το γενικό αυτό προνόμιο έγκειται στην ικανοποίηση της απαίτησής τους από το σύνολο ολόκληρης της πτωχευτικής περιουσίας, έχοντας προτεραιότητα.
Οι πιστωτές που δεν διαθέτουν απαιτήσεις ασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια (ενέχυρο ή υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης) ή εξοπλισμένες με κάποιο άλλο προνόμιο καλούνται ως ανέγγυοι πιστωτές. Αυτοί θα ικανοποιηθούν από το σύνολο της ρευστοποιημένης πτωχευτικής περιουσίας μετά τους προνομιούχους πιστωτές. Μια σύγχρονη κατηγορία πιστωτών, που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις νόμων και συμφωνίες με τον οφειλέτη είναι οι πιστωτές τελευταίας σειράς (μειωμένης εξασφάλισης). Οι εν λόγω δανειστές είναι ανέγγυοι πιστωτές, οι οποίοι, ωστόσο, δεν συντρέχουν με αυτούς στην ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, αλλά έπονται.
Η τελευταία κατηγορία πιστωτών που περιγράφεται στον νόμο κι έχει ενδιαφέρον να αναλυθεί είναι οι ομαδικοί πιστωτές. Πρόκειται ουσιαστικά για δανειστές της ομάδας των πτωχευτικών δανειστών, που γεννιούνται από τη δράση του συνδίκου κυρίως, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, έχοντας ως σκοπό την προώθηση των συμφερόντων του συνόλου των πτωχευτικών πιστωτών, αλλά και από την δράση του ίδιου του οφειλέτη, στην εξαιρετική περίπτωση που του έχει ανατεθεί η διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας. Οι εν λόγω πιστωτές μπορούν, αφενός, να ικανοποιηθούν τόσο από την πτωχευτική όσο κι από την μεταπτωχευτική περιουσία κι, αφετέρου, η ικανοποίησή τους από το εκπλειστηρίασμα προηγείται αυτής των πτωχευτικών πιστωτών που προαναφέρθηκαν.
Εν κατακλείδι, από την παραπάνω διαδικασία συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών του πτωχού θα πρέπει να αποκλείσουμε τους εξωπτωχευτικούς πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις δεν φέρουν τα χαρακτηριστικά που απαιτεί η διάταξη 96 του αναμορφωμένου πλέον Πτωχευτικού Κώδικα, δεν είναι, δηλαδή, δικαστικώς εναγώγιμες – χρηματικές – γεννημένες από υφιστάμενη ενοχική σχέση. Γνωστές κι ως εξωπτωχευτικές απαιτήσεις ή πιστώματα, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να συγχέονται με την εξωπτωχευτική περιουσία του πτωχού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ψυχομάνης, Σ. (2021). Πτωχευτικό Δίκαιο, με βάση τον νόμο 4738/2020. Αθήνα: Εκδ. Σάκκουλα.