Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Τα όσα προηγήθηκαν στην περιοχή του Πόντου και διατρέξαμε εν συντομία στα προηγούμενα άρθρα (διαθέσιμο εδώ κι εδώ) αποτελούν ένα μόνο δείγμα των βιαιοτήτων που υπέστη το χριστιανικό στοιχείο. Αυτό έγινε ακόμα πιο εύκολο με την υποχώρηση του ρωσικού στρατού από τα εδάφη της παρευξείνιας και ύστερα από την έλευση του Νεότουρκου αξιωματικού Μουσταφά Κεμάλ.
Ο τελευταίος είχε αρχίσει να έχει έντονες διαφωνίες με τον Σουλτάνο, ο οποίος τον είχε διατάξει να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και να σταματήσει τις ληστρικές του ενέργειες. Ο Κεμάλ αρνήθηκε να υπακούσει στις διαταγές της Πύλης και κινήθηκε στις περιοχές της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας. Έτσι, στις 19 Μαΐου 1919 φτάνει στα εδάφη της Σαμψούντας, έχοντας και την υποστήριξη των Βρετανών, για να «επιβάλει την τάξη» και να καταστείλει το αντάρτικο. Το κλίμα αυτό έδωσε στον Νεότουρκο αξιωματικό τη δυνατότητα να αυτονομηθεί από την κεντρική εξουσία και να εκμεταλλευτεί τα έντονα θρησκευτικά αισθήματα ορισμένων φανατικών, ώστε να ιδρύσει ένα παντουρκικό κίνημα και να δημιουργηθεί ένα τουρκικό κράτος δίχως μειονότητες.
Για να το πετύχει αυτό, δεν δίστασε να συνεργαστεί με ληστρικές συμμορίες και ηγέτες θρησκευτικών ομάδων, που είχαν λάβει μέρος στις επιχειρήσεις κατά των Αρμενίων, ενώ χρησιμοποίησε ως κέντρο της παραστρατιωτικής οργάνωσής του την περιοχή της Σεβάστειας. Πέρασε από πολλές περιοχές του Πόντου, προσπαθώντας να συσπειρώσει τα ακραία μουσουλμανικά στοιχεία που υπήρχαν βγάζοντας πύρινους λόγους. Η συνάντησή του με έναν ακόμα σκληρό αξιωματικό του οθωμανικού στρατού, τον Τοπάλ Οσμάν (καταδικασμένος σε θάνατο από την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης λόγω των εγκλημάτων που έκανε), ήταν μοιραία για το μέλλον των χριστιανών της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας, αφού ήταν γνωστός για τις βίαιες τακτικές του. Βρέθηκαν, λοιπόν, στις 29 Μαΐου στη Χάβζα, μαζί με άλλους ακραίους αξιωματικούς (όπως ο Τέμογλου Ισμαήλ αγάς, ο Νταργκάρογλου Μπιλάλ κ.ά.), για να σχεδιάσουν τον τρόπο που θα εκκαθάριζαν τη χώρα τους από τις άλλες εθνοτικές ομάδες. Όπως αναφέρουν κείμενα της εποχής για τον Τοπάλ και τις συμμορίες του, «σκότωναν από μίσος και εκδίκηση και όχι με σκοπό να ληστέψουν».
Οι ενέργειες αυτές άρχισαν να αποκτούν έναν πιο επίσημο χαρακτήρα το θέρος του 1919, όταν μεταξύ 23 Ιουλίου και 7 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε το συνέδριο του Ερζερούμ, με εκπροσώπους Οθωμανούς ηγέτες (αξιωματικούς και μη) από τις ανατολικές επαρχίες. Την προεδρία είχε ο Μουσταφά Κεμάλ, κάτι που δείχνει την ευρεία αποδοχή που είχε. Η σύγκλησή του έγινε υπό τον φόβο του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αποφασίστηκε πως θα υπερασπιστούν με κάθε τρόπο τα εδάφη της Ανατολής (Ερζερούμ, Σεβάστεια, Ντιγιαρπακίρ, Ελατζίγκ, Βαν, Τραπεζούντα και Σαμψούντα), καθώς λίγο καιρό πριν είχε υπογραφεί η συνθήκη ανακωχής του Μούδρου που αναστάτωσε τον μουσουλμανικό πληθυσμό. Ο κίνδυνος που ξεπρόβαλε έγινε ορατός από τις ευρωπαϊκές εφημερίδες, με την γαλλική Le Petit Parisien να αναφέρει τον Αύγουστο του 1919 «Ένα αρκετά σοβαρό εθνικιστικό κίνημα έχει ξεσπάσει στην Ανατολία υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ […] Σκοπός του είναι η δημιουργία ενός τουρκικού κράτους που θα επεκτείνεται από το Αρχιπέλαγος των Ιονίων Νήσων μέχρι την οροσειρά του Αραράτ και που θ’ αντιμετωπίσει δια της βίας κάθε απόπειρα των Συμμάχων ν’ απελευθερώσουν την Αρμενία. Ο Μουσταφά Κεμάλ έχει στη διάθεσή του 200.000 άντρες».
Ύστερα από όλα αυτά αρχίζουν να εντείνονται οι επιθέσεις κατά του ελληνικού στοιχείου, παρόλο που η ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας βρισκόταν υπό την προστασία των Άγγλων και των Γάλλων, αν και, από ό,τι φάνηκε, δεν ενδιαφέρονταν για την τύχη του εκεί χριστιανικού πληθυσμού και μόνο κατ’ όνομα είχαν την επιστασία του τόπου. Η αδράνεια που επέδειξαν οι Σύμμαχοι έδωσε την ευκαιρία στους φανατισμένους Οθωμανούς να ολοκληρώσουν το έργο της καταστροφής και εξαφάνισης του ελληνικού και αρμενικού λαού. Από τη μαρτυρία του Β. Ιωαννίδη, προέδρου του Διαρκούς Συνεδρίου των Ποντίων Ελλήνων, μαθαίνουμε πως οι ορδές των ατάκτων Οθωμανών «[…] καταστρέφουν τη χώρα, βιάζουν, σφάζοντας και συνθλίβοντας τον ειρηνικό και άοπλο ελληνικό λαό». Οι δύο βασικοί ιθύνοντες νόες, Μουσταφά Κεμάλ και Τοπάλ Οσμάν, παρακολουθούσαν το σχέδιό τους να παίρνει σάρκα και οστά, με τις ληστείες και τις δολοφονίες να αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς.
Η δράση αυτή των φανατισμένων Οθωμανών φαίνεται πως είχε έναν καθαρά οργανωμένο χαρακτήρα, όπως διαβάζουμε και από εκθέσεις της εποχής, οι οποίες δίνουν σαφείς οδηγίες για την εξάλειψη των Ελλήνων του Πόντου. Για λόγους συντομίας θα εξετάσουμε τρεις επίσημες αποφάσεις σχετικές με το θέμα. Η πρώτη (με αριθμό 941), που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 1921 και έφερε την υπογραφή του Κεμάλ, αναφέρει πως οι άντρες που μπορούν να φέρουν όπλα και είναι μεταξύ 15 έως 55 ετών θα εκτοπιστούν στα βάθη της Ανατολίας και αυτό έγινε, διότι είχαν θορυβηθεί από την παρουσία του ελληνικού πολεμικού ναυτικού στη Μαύρη Θάλασσα και φοβόντουσαν μια νέα περίοδο ανταρτοπολέμου. Έπειτα, η διαταγή του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Φεβζί, θέτει σε ισχύ τις αποφάσεις του υπουργικού συμβουλίου της ίδιας χρόνιας, σύμφωνα με το οποίο «[…] πάρθηκε η απόφαση να εκτοπιστούν στην ενδοχώρα όλοι οι χριστιανοί που διαμένουν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και μπορούν να φέρουν όπλα». Η απόφαση αυτή έπρεπε να εκτελεστεί αμέσως μόλις παραλάμβαναν οι τοπικοί διοικητές την επιστολή. Τέλος, η τρίτη απόφαση που πάρθηκε τον Ιούλιο του 1921 θέτει τα παραλία της Μαύρης Θάλασσας σε εμπόλεμη κατάσταση, κάτι που επιτρέπει τη λήψη αυταρχικών και σκληρών μέτρων για περιπτώσεις ήσσονος σημασίας.
Πέραν, όμως, από τους εκτοπισμούς που είδαμε για τους άντρες που ήταν ικανοί να φέρουν όπλα, έχουμε και άλλου τύπου εκκαθαρίσεις μέσω του ψευδεπίγραφου Δικαστηρίου της Ανεξαρτησίας (με έδρα την Αμάσεια) που εξέδιδε αποφάσεις για θανατικές ποινές με ψευδείς μαρτυρίες και καταθέσεις. Έτσι, χιλιάδες άνθρωποι βρήκαν τραγικό τέλος από τις ενέργειες αυτές και κανείς δεν βρέθηκε να τους υπερασπιστεί, αφού η Ρωσία είχε πλέον αποσυρθεί από την περιοχή και πάλευε με τα δικά της εσωτερικά προβλήματα της Οκτωβριανής Επανάστασης και η Ελλάδα ήταν απορροφημένη με το μέτωπο της κεντρικής Μικράς Ασίας.
Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, από το 1908 με την έκρηξη του κινήματος των Νεοτούρκων μέχρι και την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, οι ψυχές που χάθηκαν στην περιοχή του Πόντου, με οργανωμένο τρόπο, υπολογίζονται μεταξύ 200.000 έως και 353.000. Όσοι μπόρεσαν να γλυτώσουν από τις θηριωδίες των φανατικών κατέφυγαν είτε στη Ρωσία είτε στην Ελλάδα, προς αναζήτηση μιας ειρηνικής ζωής.
Η μακρά περίοδος των διωγμών των Ελλήνων του Πόντου έλαβε τέλος μόνο μετά από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, στις 24 Ιουλίου 1923. Η ελβετική πόλη σφράγισε οριστικά όποιες επιδιώξεις είχαν οι Έλληνες και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου για την υλοποίηση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας, όπως είχε διαμορφωθεί από τη Συνθήκη των Σεβρών. Έτσι, λοιπόν, η Συνθήκη της Λωζάνης προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στις δύο χώρες με βάση το θρήσκευμα, κάτι που επικυρώθηκε και πιο πριν από την ειδική Σύμβαση Ανταλλαγής Πληθυσμών, στις 30 Ιανουαρίου 1923. Μέσα από όλα αυτά τα γεγονότα σταμάτησε η ελληνική παρουσία στα εδάφη της Μικράς Ασίας, με τους Έλληνες του Πόντου να φεύγουν από την περιοχή που αυτοί κατοίκησαν πρώτοι από αρχαιοτάτων χρόνων, μετατρέποντας τον μέχρι τότε Άξενο Πόντο σε Εύξεινο Πόντο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Φωτιάδης, Κ. (2016), Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, Εκδόσεις Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη
- Αγτζίδης, Β. (2005), Έλληνες του Πόντου. Η γενοκτονία από τον τουρκικό εθνικισμό, Εκδόσεις Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής