Της Παρασκευής Θεοδωρίδου,
Η περίοδος από το 1919 έως και το 1922 έχει μείνει στην Ιστορία ως μία από τις πιο σκληρές και τραυματικές περιόδους που βίωσε η ανθρωπότητα. Για τις δύο κύριες εμπλεκόμενες χώρες, ο πόλεμος αυτός είχε διαφορετική σημασία, οράματα και συνέπειες. Για την Ελλάδα, ήταν γνωστός ως «Μικρασιατική Εκστρατεία», ένα μέσο για την πραγματοποίηση της επεκτατικής πολιτικής πέραν της Ανατολικής Θράκης και Σμύρνης. Για την Τουρκία, είχε τη σημασία του «Απελευθερωτικού αγώνα», έχοντας ως στόχο την εξάλειψη κάθε ελληνικού στοιχείου στη Μικρά Ασία. Τα αποτελέσματα, γνωστά στους περισσότερους, ήταν η απώλεια των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, κυρίως μέσω της εκδίωξης του ελληνικού πληθυσμού. Από την άλλη, ύστερα από την καταστροφή της Σμύρνης και τη νίκη των Νεότουρκων, αναδύθηκε το σύγχρονο τουρκικό κράτος.
Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος αποδείχθηκε η θρυαλλίδα για την αλλαγή της Ιστορίας αμφότερων των χωρών. Οι συνέπειες που είχε ήταν καταστροφικές υλικά, πνευματικά και σωματικά. Το ηθικό και οι αντοχές των Ελλήνων στρατιωτών δοκιμάστηκαν σε πολλά πεδία μάχης, από τα οποία αρκετές φορές βγήκαν νικητές. Δεν έλειψαν, ωστόσο, και οι στιγμές εκείνες που, παρά την ισχυρή αντίσταση, ηττήθηκαν από τον τουρκικό ζυγό. Όπως γίνεται, συνήθως, σε κάθε ένοπλη σύγκρουση, έτσι και σε αυτή την περίπτωση υπήρξαν πολυάριθμες απώλειες άμαχου χριστιανικού και μουσουλμανικού πληθυσμού, ως απόρροια των βιαιοπραγιών. Η Ελλάδα ανέλαβε τις ανάλογες ευθύνες σε δημόσιο επίπεδο, παραδεχόμενη ότι διέπραξε ειδεχθή εγκλήματα πολέμου κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Η τουρκική πλευρά, αν και δύσκολα ομολογεί τις δικές της βιαιότητες, και εκείνη διέπραξε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Τα τεκμήρια που ρίχνουν φως στις σκοτεινές πλευρές της εκστρατείας προέρχονται από ημερολόγια και απομνημονεύματα, μεταξύ άλλων, στρατιωτικών, αξιωματικών και αυτοπτών μαρτύρων που είδαν τη βία να εξαπλώνεται ως πύρινη λαίλαπα μπροστά τους. Παρά την αναμφίβολη ύπαρξη της υποκειμενικής χροιάς στις αφηγήσεις, τα τεκμήρια αυτά αποτελούν σημαντικό κομμάτι της ελληνικής ιστοριογραφίας. Μέσω αυτών, σκιαγραφούνται με γλαφυρότητα τα πεπραγμένα εις βάρος των άμαχων πολιτών. Μια από τις γνωστές τακτικές που ακολουθούσαν τα δύο αντίπαλα μέτωπα ήταν η αιχμαλώτιση και η προσφυγή σε βασανιστήρια, προκειμένου να αποσπαστούν οι απαραίτητες πληροφορίες. Παρακάτω θα γίνει μια αναφορά σε ενδεικτικά γεγονότα, ούτως ώστε μα δοθεί μια γενική απεικόνιση των όσων συνέβησαν.
Με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919, ακολούθησε η θερμή υποδοχή του από τους Έλληνες κατοίκους της πόλης. Ωστόσο, ο στρατός δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση από ομάδα Τούρκων ανταρτών με πυρά, γεγονός που αναστάτωσε και τον ελληνικό πληθυσμό. Παρά το γεγονός ότι η συμπλοκή δεν διήρκησε παραπάνω από μία ώρα, υπήρξαν τραυματίες και από τους δύο στρατούς, αλλά και από τον άμαχο πληθυσμό. Πλέον, η ελληνική στρατιωτική διοίκηση γνώριζε πως θα ερχόταν στο μέλλον αντιμέτωπη με νέα κύματα ανταρτικών ομάδων.
Λίγες μέρες αργότερα, έγιναν νέες επιθέσεις των Τούρκων στο Αϊδίνιο, στην Πέργαμο και στη Μενεμένη. Όσον αφορά το Αϊδίνιο, ο τουρκικός στρατός είχε ως στόχο να καταλάβει την περιοχή, ως εμπόδιο στον ίδιο στόχο της Ελλάδας να την απορροφήσει στη κυριαρχία της. Ενώ στην αρχή υπήρχε εδραιωμένη ελληνική παρουσία, οι Τούρκοι της περιοχής εξοπλίζονταν εν αγνοία του αντίπαλου στρατού. Στις 15 Μαΐου να αιφνιδιάσουν τον ελληνικό στρατό, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να υποχωρήσει κακήν κακώς. Μέχρι και την ανακατάληψη της περιοχής από τους Έλληνες στα τέλη του Ιουνίου, ο κεμαλικός στρατός φρόντισε να αφήσει πίσω του υλικές καταστροφές και πολλούς νεκρούς χριστιανούς, ύστερα από τις σφαγές στις οποίες προέβησαν.
Τον ίδιο μήνα, τμήματα του τουρκικού στρατού, αλλά και χωρικοί που είχαν εξοπλιστεί επιτέθηκαν στην Πέργαμο. Στις πρώτες συγκρούσεις υπήρξαν πολλοί αγνοούμενοι, οι οποίοι, όπως αποδείχθηκε αργότερα, υπέστησαν βασανιστήρια από Τούρκους στρατιώτες. Αφού το τμήμα του ελληνικού στρατού μετακινήθηκε προς τη Μενεμένη, ανακατέλαβε την περιοχή με επιτυχία. Στις 16 Ιουνίου, τακτικός και άτακτος τουρκικός στρατός μαζί με χωρικούς, για ακόμη μία φορά, επιτέθηκαν στο Αϊδίνιο, αναγκάζοντας τον ελληνικό να αποχωρήσει. Τέσσερις μέρες αργότερα, η πόλη ανακαταλήφθηκε, αφού πρώτα οι Τούρκοι κράτησαν πολλούς ομήρους στέλνοντάς τους στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, ενώ, μάλιστα, πολλοί κάτοικοι εξοντώθηκαν.
Το καλοκαίρι του 1921, ο ελληνικός στρατός είχε εγκατασταθεί στη γραμμή του Εσκί Σεχίρ–Αφιόν Καραχισάρ, ύστερα από την αποτυχημένη προέλαση στην Άγκυρα. Εκεί θα μείνει για έναν χρόνο. Αυτό που ξεκίνησε ως συστηματικός έλεγχος της περιοχής, εξελίχθηκε σε έναν ανελέητο πόλεμο εξόντωσης εις βάρος τόσο του αντίπαλου στρατού όσο και του άμαχου μουσουλμανικού πληθυσμού. Οι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού είχαν την πεποίθηση πως θα έπρεπε να καούν μεγάλες εκτάσεις γης, προκειμένου να στερήσουν από τον εχθρό την κατοχή στρατιωτικών βάσεων. Το αποτέλεσμα της στρατηγικής αυτής ήταν να καούν ολοσχερώς αμέτρητες οικίες και σε περίπτωση αντίστασης θα ακολουθούσαν σφαγές. Ακόμη ένα τραγικό γεγονός που προστίθεται στη λίστα των εγκλημάτων είναι και η εθνοκάθαρση στη Νικομήδεια, η οποία ενορχηστρώθηκε από τον ελληνικό στρατό. Αρχικά, το Συμμαχικό Συμβούλιο είχε δώσει εντολή για τη διεξαγωγή πληθυσμιακής έρευνας σε Ανατολική Θράκη και Σμύρνη. Όμως, οι Έλληνες το θεώρησαν ως έναυσμα για το αποτρόπαιο έγκλημα που αναφέρθηκε προηγουμένως.
Τέλος, το καλοκαίρι του 1922, φτάνοντας πλέον στο αποκορύφωμα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο κεμαλικός στρατός είχε ήδη εισβάλει στη Σμύρνη για το τελειωτικό χτύπημα. Ο Νουρεντίν Πασά έδωσε ρητή εντολή να συγκεντρωθούν όλοι οι Έλληνες άρρενες της τάξης των 16 έως 60 περίπου ετών. Αυτό που ακολουθούσε για τους άντρες ήταν να σταλθούν στα τάγματα εργασίας, όπου εκεί εξοντώθηκαν μαζικά. Όταν αργότερα έγινε γνωστή η διαταγή να εγκαταλείψουν όλοι οι Έλληνες τα παράλια της Σμύρνης με διορία έως και τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου, ξεκίνησε και η δεύτερη φάση των βιαιοτήτων. Συγκεκριμένα, όσοι παρέμεναν στην πόλη, αρνούμενοι να υπακούσουν στις διαταγές των Κεμαλιστών, θα θεωρούνταν κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια των Τούρκων. Οι συνέπειες ήταν η εξορία στα βάθη της Μικράς Ασίας. Πολλοί ήδη κατέληξαν σε αυτή την εξορία και στα τάγματα εργασίας, επόμενο ήταν η σφαγή, ο θάνατος εξαιτίας των αντίξοων συνθηκών, ενώ πολλοί Τούρκοι στρατιώτες προέβησαν σε βιασμούς εις βάρος των γυναικών.
Κλείνοντας το συγκεκριμένο θέμα, σκληρό για πολλούς, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια σύντομη πιθανή εξήγηση για όλες αυτές βιαιοπραγίες. Η σταδιακή παρεκτροπή της συμπεριφοράς των Ελλήνων στρατιωτών, η προσφυγή στη βία προς τους αμάχους και η βαθμιαία απώλεια της πειθαρχίας οφείλονται κατά πρώτο και κύριο λόγο στις αντίστοιχες πράξεις των Τούρκων. Ήταν πολυάριθμες οι δολοφονίες Ελλήνων αιχμαλώτων και αμάχων. Οι αντεπιθέσεις, ως απάντηση στα έκτροπα του εχθρού και για τις δύο πλευρές, κλιμακώνονταν με ταχύτατους ρυθμούς. Το αποτέλεσμα ήταν ότι και τα δύο μέτωπα οδηγήθηκαν σε έναν φαύλο κύκλο επιθέσεων, υποκινούμενων από το αίσθημα της εκδίκησης για τις απώλειες των άμαχων πληθυσμών παράλληλα με τις μεγαλύτερες μάχες για την επίτευξη εθνικών στόχων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αλλαμάνη Έφη, Βεργόπουλος Κωνσταντίνος, κ.ά. (1978), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Νεότερος Ελληνισμός από το 1913 ως το 1941, τόμος ΙΕ’, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Κωστόπουλος Τάσος, (2018), Η Μαύρη Βίβλος του «Γιουνάν ασκέρ», Διαθέσιμο εδώ
- Στούκας Μιχάλης, (2021), Η σφαγή των προσκόπων του Αϊδινίου από τους τσέτες το 1919 και η εκδίκηση του «Κεραυνού» Γεώργιου Κονδύλη, Διαθέσιμο εδώ
- Συρίγος Μ. Άγγελος, (2020), Μικρασιατική καταστροφή: «Γενοκτονία» ή «μοιραία συνέπεια» ενός πολέμου;, Διαθέσιμο εδώ
- Cognosco Team, (2019), Οι «ελληνικές ωμότητες» στη Μικρασιατική εκστρατεία το θέρος του 1919, Διαθέσιμο εδώ