12.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΦιλοσοφίαΝοσταλγικός μαζοχισμός και μνημονική εξιδανίκευση

Νοσταλγικός μαζοχισμός και μνημονική εξιδανίκευση


Του Ιωσήφ Νασσάρ Τράση,

Το 1899, ο Freud εισήγαγε τον όρο της παλινδρόμησης, του αμυντικού, δηλαδή, μηχανισμού με τον οποίο επιστρέφουμε σε κάποιο προγενέστερο αναπτυξιακό στάδιο της ζωής μας. Η παλινδρόμηση συνεπάγεται την εκτέλεση συμπεριφορών που δεν αντιστοιχούν στην τωρινή ζωή του ατόμου, αλλά στην εξελικτική βαθμίδα την οποία επέλεξε το ασυνείδητό του ως το κατάλληλο «καταφύγιο». Με λίγα λόγια, οι άνθρωποι παλινδρομούν όταν βρίσκονται σε μια δυσμενή φάση της ζωής τους, κατά την οποία το βάρος της πίεσης που δέχονται υπερβαίνει τα όρια αντοχής τους. Για παράδειγμα, ένας εν δυνάμει ενήλικας, υπό το άγχος της ενηλικίωσής του, παρακολουθεί παιδικά προγράμματα στην τηλεόραση, προκειμένου να αντέξει το δυσβάσταχτο βάρος της τραγικής πραγματικότητας, επιστρέφοντας, έτσι, στην παιδική του ηλικία κατά την οποία ένιωθε ασφάλεια.

Ένα παρακλάδι της παλινδρόμησης αποτελεί η νοσταλγία, που θα αποτελέσει το κεντρικό θέμα του κειμένου. Και στις δυο περιπτώσεις χρησιμοποιούμε την πνευματική μας χρονομηχανή, προκειμένου να προστατευτούμε από το παρόν. Μάλιστα, η νοσταλγία χαρακτηρίζει περισσότερο τους ενήλικες και τους ηλικιωμένους, λιγότερο τους εφήβους και σχεδόν καθόλου τα παιδιά. Αυτό προφανώς εξηγείται από το γεγονός πως όσο μεγαλύτερο είναι το παρελθόν, τόσο μεγαλύτερο το μνημονικό υλικό και συνεπώς, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα νοσταλγίας. Πότε, ωστόσο, προβαίνουμε σε μαζοχιστικές αυτοκαταστροφικές ενέργειες νοσταλγίας και αναπόλησης; Συνήθως πιάνουμε τον εαυτό μας να νοσταλγεί σε περιόδους δύσκολα αντιμετωπίσιμες. Με απλά λόγια, ανατρέχουμε στο παρελθόν, όταν το παρόν μας είναι κακό. Βρίσκουμε κρησφύγετο σε εξιδανικευμένες αναμνήσεις της παρελθούσας ζωής μας και ανακατασκευάζουμε την πραγματικότητα των μικρών αυτών υπάρξεων, αποδίδοντάς τους μια ιδανική, αλλά επίπλαστη υπόσταση.

Πηγή εικόνας: alustforlife.gr

Μια ακόμη πτυχή αυτού του φαινομένου είναι η διατήρηση αντικειμένων που ταυτίζονται με μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής μας, καθώς και η δυσκολία αποχωρισμού μας από αυτά. Τα αντικείμενα αυτά τα διατηρούμε όχι γιατί αμφισβητούμε τη φθίνουσα μνήμη μας, αλλά γιατί αντιπροσωπεύουν σε μια φυσική μορφή, σα μια μπαμπούσκα, το παρελθόν μας και τα συναισθήματα που το συνόδευσαν. Με λίγα λόγια, εγκλωβίζουμε τα συναισθήματά μας σε φυσικές όψεις αντικειμένων, διαιωνίζοντάς τα, προκειμένου αυτά να είναι διαθέσιμα όποτε θελήσουμε εμείς και με μια απλή αισθητηριακή (κυρίως απτική) επαφή μαζί τους να αναβιώσουμε την εμπειρία που αντιπροσωπεύουν. Μέσω των αντικειμένων αυτών, ελπίζουμε σε μελλοντικές στιγμές νοσταλγίας, οι οποίες θα ανακουφίσουν το αρρωστημένο παρόν μας που μας μαστίζει.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική. Μέσω της επανάληψης τραγουδιών που ακούγαμε παλιά, επιχειρούμε συχνά να ενώσουμε το παρόν με το παρελθόν που ενυπάρχει στα τραγούδια αυτά, με σκοπό να επανασυνδεθούμε με την ενδεχόμενη ευημερία που συνόδευσε τα τραγούδια αυτά κατά την ακρόασή τους. Η μουσική, δηλαδή, λειτουργεί ως η μάσκα πίσω από την οποία κρύβεται η αληθινή πηγή της νοσταλγίας, δηλαδή η συναισθηματική κατάσταση που ταυτίστηκε χρονικά με την ακρόαση της συγκεκριμένης μουσικής. Τα τραγούδια και τα αντικείμενα αποτελούν απλώς ένα υπενθυμιστικό ερέθισμα, η παρουσία των οποίων αναπαράγει τα συναισθήματα που συγχρονίστηκαν με αυτά.

Με τον τρόπο αυτόν, ανασκάβουμε παλιούς συναισθηματικούς θησαυρούς. Στην πραγματικότητα, όμως, η ευημερία της αναβίωσης είναι κάλπικη, καθώς δεν αντιστοιχεί στο παρόν, αλλά σε μια παρελθούσα εμπειρία που συνεχώς προσπαθούμε να φέρουμε στην επιφάνεια, σε μια απελπιστική προσπάθεια να βελτιώσουμε το πενιχρό παρόν μας. Ωστόσο, το παρόν δε διευθετείται μέσω του μηρυκασμού παλιών εμπειριών που μας ευεργέτησαν συναισθηματικά, αλλά μέσω της επικέντρωσης στο παρόν, ώστε να δημιουργήσουμε στιγμές ευφορίας, με τη διαφορά πως αυτή τη φορά θα είναι αληθινές, καθώς θα ανήκουν στο ζωντανό παρόν και όχι στο νεκρό χρονικά παρελθόν. Σε αυτό το σημείο προκύπτει ακόμη ένας προβληματισμός: «γιατί εξιδανικεύουμε το παρελθόν;». Αυτό ίσως συμβαίνει για δύο λογούς: πρώτον, πολύ απλά επειδή προβαίνουμε σε μια συγκριτική διαδικασία μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Η σύγκριση αυτή είναι εξαρχής καταδικασμένη, αφού ο σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι η περεταίρω υπονόμευση του παρόντος μας και συνεπώς, το παρελθόν πάντα θα βγαίνει νικητής της μονομαχίας αυτής.

Πηγή εικόνας: imgur.com

Ο δεύτερος λόγος ίσως να έγκειται στο γεγονός πως βιώνουμε μια εσωτερική ενοχή παρελθοντικής ανεπάρκειας. Συγκεκριμένα, λόγω μιας υποβόσκουσας ενοχής, προσπαθούμε να ανακατασκευάσουμε τα συναισθήματά μας, αποδίδοντάς τους έναν θετικότερο χαρακτήρα, επειδή οι συνθήκες το επέτρεπαν. Για να γίνω πιο κατανοητός, μια παρελθούσα κατάσταση πληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις, ώστε να την εκμεταλλευτούμε και να αισθανθούμε όσο το δυνατόν πιο ευτυχισμένοι. Εμείς, δυστυχώς, δεν το καταφέραμε και γνωρίζοντας αργότερα τα ιδανικά κριτήρια γέννησης συναισθηματικής ευημερίας, νιώσαμε ενοχές που δε δράξαμε τις τέλειες προϋποθέσεις που μας προσφέρθηκαν ώστε να ευτυχήσουμε. Αυτός ίσως να είναι και ο λόγος που τις περισσότερες φορές δε νιώθουμε ικανοποιημένοι από μια παρούσα κατάσταση, αλλά αργότερα την εξιδανικεύουμε. Σε αυτή λοιπόν την περίπτωση, η παρελθούσα κρίση μας για την ανεπάρκεια της κατάστασης ήταν σωστή, δεν έγινε, όμως, η ανίχνευση των ιδανικών συνθηκών εκμετάλλευσής της.

Για αυτόν ακριβώς τον λόγο εξιδανικεύουμε αργότερα την κατάσταση αυτή, επειδή συνειδητοποιούμε βαθιά μέσα μας πως οι συνθήκες υπήρξαν ιδανικές, όμως δεν τις εκμεταλλευτήκαμε για τη σφυρηλάτηση της ιδανικής εμπειρίας. Για να εξαλείψουμε, λοιπόν, τις τύψεις, κατασκευάζουμε απατηλές ιδεατές καταστάσεις, ώστε να μη νιώθουμε δυσφορία που δεν εκμεταλλευτήκαμε τους άψογους καταστασιακούς παράγοντες. Συνεπώς, το συμπέρασμα της δεύτερης αυτής εικασίας είναι πως τις περισσότερες φορές δεν είναι η εμπειρία ιδανική, αλλά η κατάσταση η οποία προσφερόταν ως μήτρα γέννησης της πρώτης. Υπό αυτό το πρίσμα, ο λόγος που πολλές φορές αναπολούμε μια ερωτική σχέση δεν είναι επειδή η ίδια η σχέση ήταν ιδανική, αλλά επειδή το καταστασιακό συγκείμενο υπήρξε ιδανικό για τη σμίλευση μιας αγαστής σχέσης. Άρα λοιπόν, οι ενοχές είναι αυτές που δίνουν έναυσμα στη νοσταλγία. Ανακεφαλαιώνοντας, ένα αντικείμενο μας προκαλεί νοσταλγία και η νοσταλγία δημιουργεί επίπλαστες εξιδανικευμένες εμπειρίες, οι οποίες προέρχονται από τύψεις, τις οποίες δημιούργησε μια ιδανική κατάσταση που έμεινε ανεκμετάλλευτη.

Πηγή εικόνας: depositphotos.com

Όταν μετακομίζουμε σε ένα καινούριο σπίτι, πρέπει σταδιακά να προσαρμοστούμε σε αυτό. Δεν προσπαθούμε να τοποθετήσουμε το παλιό μας σπίτι στο οικόπεδο του καινούριου, καθώς κάτι τέτοιο καθίσταται αδύνατο. Όσο πιο γρήγορα εναρμονιστούμε με το νέο σπίτι, τόσο πιο γρήγορα θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας. Σε αυτήν την περίπτωση, το νέο σπίτι αποτελεί το παρόν και το παλιό αποτελεί το παρελθόν. Όπως επιβάλλεται να προσαρμοστούμε στο νέο σπίτι, έτσι επιβάλλεται να προσαρμοστούμε στο νέο παρόν και τις ευκαιρίες που αυτό προσφέρει.

Μια από τις συμβουλές του Irvin Yalom (ίσως σε μια απάντηση προς την ψυχανάλυση και το μονόπλευρο ροκάνισμα της παιδικής ηλικίας που τη συνοδεύει) είναι «δεν μπορείς να αλλάξεις το παρελθόν, φρόντισε, όμως, να βελτιώσεις το παρόν σου». Εξάλλου, η ζωή δεν είναι τίποτα πάρα ένα ρευστό παρόν που χάνεται για πάντα. Ο Σοπενχάουερ, σε δύο από τις πολλές απόψεις του για τη νοσταλγία, είπε: «Οι περισσότεροι άνθρωποι θα συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που αφήσαν να τους διαφύγει χωρίς να το εκτιμήσουν και να το απολαύσουν δεν ήταν άλλο από τη ζωή τους» και «η παιδική ηλικία είναι ο καιρός της αθωότητας και της ευτυχίας, ο παράδεισος της ζωής, η αποκλεισθείσα Εδέμ προς την οποία στρέφουμε πάλι με νοσταλγία το βλέμμα, σε ολόκληρη την πορεία της ζωής που μας απομένει». Η έλλειψη παρελθόντος, λοιπόν, που συνοδεύει την παιδική ηλικία (και συνεπώς η απουσία συγκριτικού προτύπου) είναι αυτό που την κάνει τόσο αξιοζήλευτη, καθώς τα παιδιά αντιλαμβάνονται μονάχα το παρόν ως υπαρξιακό δεδομένο.

Συνοψίζοντας, η νοσταλγία αποτελεί έναν ύπουλο ανθρώπινο μηχανισμό που, αφενός, προσφέρει μερικές στιγμές αγαλλίασης, αφετέρου, όμως, η χαιρέκακη μορφή της υποβαθμίζει το παρόν μας, προσφέροντας ένα αξεπέραστο συγκριτικό πρότυπο ζωής. Δε μπορούμε να ξεθάψουμε το παρελθόν από τον τάφο της ύπαρξης και να του δώσουμε ζωή βαφτίζοντάς το παρόν, όμως μπορούμε να κάνουμε το παρόν μας λιγότερο αξιολύπητο, υψώνοντας τείχη γύρω του που θα το προασπίσουν από την κακή νοσταλγία και αμέσως θα συνειδητοποιήσουμε πως αυτή θα εμφανίζεται ασθενέστερη και απομυθοποιημένη.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωσήφ Νασσάρ Τράσης
Ιωσήφ Νασσάρ Τράσης
Είναι από την Αττική και συγκεκριμένα το Πικέρμι. Είναι δευτεροετής φοιτητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Ρέθυμνο. Ασχολείται με τον αθλητισμό, την ανάγνωση, τη γραφή και τη μουσική. Θέλει να κάνει μεταπτυχιακό στο εξωτερικό και να ασχοληθεί με την υπαρξιακή ψυχολογία (φιλοσοφική ψυχολογία). Ξέρει αγγλικά επιπέδου proficiency (C2) και λίγα γαλλικά τα οποία ξεκίνησε πάλι να εξασκεί. Αγαπημένοι συγγράφεις είναι οι Irvin Yalom και Sebastian Fitzek και αγαπημένο βιβλία «Τα πάθη του νεαρού Βέρβερου» και «Το πρόβλημα Σπινόζα».