Του Σωκράτη Κατσαρού,
Από την ελληνική ήττα στη Μικρά Ασία το 1922 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1920, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αφορούσαν κυρίως τις διαπραγματεύσεις για τη διευθέτηση του προσφυγικού ζητήματος χωρίς περαιτέρω προσπάθειες για έναν επαναπροσδιορισμό τους. Σε αυτή τη στασιμότητα συνέβαλαν η αμοιβαία καχυποψία των δύο χωρών μετά τα γεγονότα των προηγούμενων ετών, καθώς και τα εσωτερικά τους πολιτικοκοινωνικά ζητήματα.
Το 1928, όμως, συντελείται μια σημαντική αλλαγή. Μετά από σχεδόν 8 χρόνια ουσιαστικής απουσίας από την άμεση εμπλοκή στην πολιτική, ο Ελευθέριος Βενιζέλος γίνεται Πρωθυπουργός ξανά τον Ιούλιο του 1928 μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Ζαΐμη και τον Αύγουστο του ίδιου έτους κερδίζει πανηγυρικά τις εκλογές. Έχοντας εγκαταλείψει οριστικά τη «Μεγάλη Ιδέα» και συνειδητοποιώντας την ανάγκη επίλυσης των εξωτερικών εκκρεμοτήτων, ώστε να επικεντρωθεί στα εσωτερικά ζητήματα, ο Βενιζέλος ήρθε σε επαφές με όλες τις γειτονικές χώρες. Αφού έκλεισε τις εκκρεμότητες με την Ιταλία και τη Γιουγκοσλαβία με μια σειρά συμφωνιών εντός του διαστήματος 1928-1929, αποφάσισε να έρθει εκ νέου σε επαφή με την Τουρκία.
Συγκεκριμένα, στις 30 Αυγούστου του 1928 ο Βενιζέλος έστειλε επιστολή στον Ισμέτ Ινονού, εξηγώντας τις νέες προθέσεις του ελληνικού πολιτικού συστήματος για προσέγγιση με την Τουρκία. Του ξεκαθάρισε ότι η Ελλάδα δεν επιδίωκε καμία επέκταση προς την Τουρκία και του υπενθύμισε ότι ευελπιστούσε ότι το ίδιο ισχύει και για την Τουρκία. Στις 27 Σεπτεμβρίου ο Ινονού ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα του Βενιζέλου, συμφωνώντας με τις θέσεις του.
Η προσέγγιση των δύο πλευρών έγινε πραγματικότητα, αφού ο Βενιζέλος είχε συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε στο ζήτημα των αποζημιώσεων των ανταλλαξίμων να κάνει μια μικρή υποχώρηση, καθώς η καταμέτρηση των περιουσιών των Ελλήνων προσφύγων στη Μικρά Ασία ήταν δυσκολότερη από εκείνη των μουσουλμάνων, επειδή ήταν ως επί το πλείστων κινητές και όχι ακίνητες. Πρώτα, ο Βενιζέλος διόρισε νέο Έλληνα πρεσβευτή στην Άγκυρα, τον Σ. Πολυχρονιάδη και στις 10 Ιουνίου του 1930 υπογράφτηκε με ιταλική ανάμειξη η Σύμβαση της Άγκυρας, η οποία υλοποιούσε με προσθήκες όσα είχαν υπογραφεί στις δύο Συμβάσεις της Άγκυρας και των Αθηνών του 1925 και 1926 αντίστοιχα.
Έπειτα από αυτά τα γεγονότα ο δρόμος για τη σύναψη μιας διμερούς συμφωνίας για όλα τα εκκρεμή ζητήματα ήταν ανοιχτός. Πράγματι, στην Άγκυρα υπογράφτηκαν στις 30 Οκτωβρίου του 1930 τρεις συμφωνίες, οι οποίες απάρτιζαν τη γενική Συμφωνία της Άγκυρας. Η πρώτη είναι το «Σύμφωνο φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας», βάσει του οποίου οι δύο πλευρές συμφώνησαν να μην βρίσκονται σε αντίθετους οικονομικούς και πολιτικούς συνασπισμούς, ώστε να μην υπάρξει τριβή μεταξύ τους σε κανένα πεδίο είτε πολιτικό είτε οικονομικό, καθώς σε διαφορετική περίπτωση μία νέα ρήξη θα ήταν πολύ πιθανή.
Δεύτερον, επιτεύχθηκε συνομολόγηση εμπορικής σύμβασης μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας και διευθέτηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων. Αυτή η σύμβαση θα δημιουργούσε νέες συνθήκες όσον αφορά τις οικονομικές σχέσεις των δύο κρατών, με επέκταση του εμπορίου σε στεριά και θάλασσα, επιτρέποντας εμπορικές δραστηριότητες Ελλήνων και Τούρκων στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα. Τρίτον, υπογράφτηκε μια ειδική συμφωνία για τον έλεγχο των ναυτικών εξοπλισμών των δύο κρατών. Ειδικότερα, κάθε πλευρά θα έπρεπε να ενημερώνει την άλλη έγκαιρα για το τι είδους ναυτικό σκάφος θα αγόραζε, ώστε να προληφθούν οποιεσδήποτε προστριβές. Με αυτόν τον τρόπο λύθηκαν τα ζητήματα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και μπήκε ένα τέλος στην έντασή τους για αρκετό καιρό.
Η ελληνοτουρκική προσέγγιση ήταν μια επιτυχημένη κίνηση του Βενιζέλου και εξασφάλισε σταθερότητα στη σχέση με την Τουρκία με μερικές εξαιρέσεις για τρεις δεκαετίες. Παράλληλα, η Ελλάδα έκλεινε το δυσκολότερο μέτωπο στο εξωτερικό και μπορούσε ανενόχλητη να ασχοληθεί με την εσωτερική της ανασυγκρότηση και την αφομοίωση των προσφύγων, που ήταν εξαρχής πρώτιστο μέλημα.
Από την άλλη πλευρά, όμως, πολλοί ψηφοφόροι που υποστήριζαν τον Βενιζέλο και προέρχονταν από τη Μικρά Ασία τον κατηγόρησαν για μειοδοσία, ακόμα και για μερική προδοσία, αφού το όνειρο για επιστροφή στην πολυπόθητή τους πατρίδα έσβησε οριστικά. Παρόλα αυτά, ο επαναπατρισμός τους ήταν ούτως ή άλλως αδύνατος από το 1923, καθώς η Τουρκία ήταν νικήτρια του πολέμου και ο Βενιζέλος έπρεπε να συμβιβαστεί με αυτήν τη νέα πραγματικότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ελευθερία (2010), Η Συμφωνία της Άγκυρας. Διαθέσιμο εδώ
- Παπαρρηγόπουλος Kωνσταντίνος (2009), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 24ος Τόμος Αθήνα: Εκδόσεις Τέσσερα Πι
- Συλλογικό (1978), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεότερος Ελληνισμός, από το 1913 έως το 1941, Τόμος ΙΕ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.