Της Γιάννας Φουρνάρη,
«Γέλα πουλί μου, γέλα, κι ειν’ η ζωή μια τρέλα», τραγουδούσαν οι αδερφοί Κατσιμίχα το 1985 στον δίσκο τους «Ζεστά Ποτά» και είναι σαν να τύλιξαν ένα σκονάκι ζωής και να το έχωσαν στην τσέπη μας, σφυρίζοντας –δήθεν αδιάφορα– τη φυσαρμόνικά τους. Πράγματι, το γέλιο δεν είναι παλιμπαιδισμός, ελαφρότητα ή εθελοτυφλία απέναντι στην πραγματικότητα, αλλά μάλλον απαραίτητο εφόδιο για να την αντέχουμε στην ολότητά της.
Ο άνθρωπος, αναζητώντας τρόπους να γελάει –περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά– εστιάζει σε αυτή την πτυχή της πραγματικότητας που αξίζει να προσπαθήσουμε για να σωθεί: στην ξεγνοιασιά, στο κέφι και στο μοίρασμα. Αν ξεχάσουμε να γελάμε, είναι σαν να τα προδίδουμε κι αυτά, σαν να συμφιλιωνόμαστε με το γκρίζο τοπίο. Τρέχοντας ιλιγγιωδώς σε έναν αυτοκινητόδρομο από αποκαρδιωτικές ειδήσεις ή προσωπικά προβλήματα, η χαρά και αποφόρτιση που νιώθουμε γελώντας λειτουργεί σαν μία αστραπιαία ματιά στον καθρέφτη που γυαλίζει στα χρώματα ενός φλεγόμενου ηλιοβασιλέματος.
Το γέλιο λειτουργεί ακόμα σαν μία κίνηση αντίστασης. Ο άνθρωπος που γελάει έχει αποθέματα αντοχής και πείσματος, δεν είναι παραιτημένος. Έχει μάθει να μη σκύβει το κεφάλι, αντιμετωπίζοντας σθεναρά και αγέρωχα όσα του συμβαίνουν. Η στάση αυτή αποτυπώνεται στο έπακρο στην εμβληματική φωτογραφία του Φορτίνο Σαμάνο: ο νεαρός αγωνιστής της Μεξικανικής Επανάστασης του 1910 για τα δικαιώματα των αγροτών στέκεται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα με το τσιγάρο στα χείλη και χαμογελάει. Φαίνεται έτσι να χλευάζει τη μικρότητα των εκτελεστών του μπροστά στο μεγαλείο των ιδανικών του.
Το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός έρχονται να μας βοηθήσουν και κάθε φορά που καλούμαστε να σταθούμε απέναντι σε φόβους, σκοτεινιές και ανασφάλειες. Γελώντας με ό,τι μας κάνει να νιώθουμε τρωτούς ή αδύναμους καταφέρνουμε εν μέρει να το απομυθοποιήσουμε. Κάποιες φορές, η διακωμώδηση είναι αναγκαία για την προσέγγιση καταστάσεων που διαφορετικά, η πολυπλοκότητα ή η βαρύτητά τους θα μας παρέλυε. Αναζητώντας ή και επινοώντας το αστείο μέσα σε δύσκολες συνθήκες, είναι σαν να συστηνόμαστε αρχικά με την «άκακη» πλευρά τους, κερδίζοντας έτσι έδαφος για να ανταπεξέλθουμε και στα πιο σκληρά κομμάτια τους.
Το γέλιο, τέλος, είναι μαγιά για τις φιλίες και τους έρωτές μας. Το από κοινού «χτίσιμο» ενός αστείου είναι ένας από τους πιο άμεσους και δημιουργικούς τρόπους για να προσεγγίσουμε τον νου του άλλου. Αναγνωρίζοντας, για παράδειγμα, τα ερεθίσματα που θα πυροδοτήσουν το γέλιο του ή τροφοδοτώντας τον ειρμό των αστείων επινοήσεών του, απεγκλωβιζόμαστε από τα όρια της δικής μας οπτικής. Δίνουμε, έτσι, χώρο σε έναν κοινό τρόπο σκέψης και έκφρασης που σιγά-σιγά ανθίζει σε έναν ολόκληρο, ξεχωριστό κώδικα επικοινωνίας. Κάθε παρέα ή φιλία συνθέτει το δικό της υφαντό –ένα φαινομενικά ακαταλαβίστικο, παράλογο δημιούργημα–, γεμάτο όμως συνειρμούς και συνθηματικά για τα μέλη της. Και κάπως έτσι, σημεία της πόλης ταυτίζονται ή και βαφτίζονται από ιστορίες, καλοκαίρια σφραγίζονται από ξεκαρδίσματα και μήνες μετά, μία ατάκα ή μια έκφραση αρκεί για να ξαναζωντανέψει την ευθυμία εκείνων των στιγμών. Τρανταχτά γέλια, συσπασμένα πρόσωπα, πονεμένα μάγουλα και λαμπερά βλέμματα που με τον καιρό η έντασή τους καταλαγιάζει στη ζεστασιά της ανάμνησης.
Η πραγματικότητα είναι δεδομένη, σαν ένα άγαλμα σοβαρό και επιβλητικό τις περισσότερες φορές. Με το καλέμι του χιούμορ και της φαντασίας σμιλεύουμε τις αιχμηρές άκρες αυτής της πραγματικότητας και –με μαλλιά και φρύδια ασπρισμένα απ’ τις εκτοξευόμενες σκόνες της–κοιταζόμαστε και βάζουμε τα γέλια. Ο Νίκος Καζαντζάκης, μέσα από τα λόγια του Αλέξη Ζορμπά, του ήρωα που περισσότερο από όλους έχει συνδεθεί με το πάθος για ζωή, τη μαχητικότητα και το κέφι, διαμηνύει: «Γελάς, κι εγώ γελάω που γελάς κι έτσι, το γέλιο στον κόσμο δεν έχει τελειωμό. Κάθε άνθρωπος στον κόσμο έχει την τρέλα του, μα η μεγαλύτερη τρέλα, είναι θαρρώ, να μην έχεις τρέλα».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Φορτίνο Σαμάνο, el.wikipedia.org, διαθέσιμο εδώ
- Καζαντζάκης, Ν. (2017), Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Εκδόσεις Καζαντζάκη