Της Ζαφειρίας Πολυχρονιάδου,
Στο παρόν άρθρο, θα παρουσιαστεί το βιβλίο Ενθυμούμενος το παρελθόν, οραματίζομαι το μέλλον: Πτυχές ενός πολυτάραχου και καλότυχου βίου του Βίκτωρα Σολ. Βενουζίου, που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Μπαρμπουνάκης. Πρόκειται για ένα βιογραφικό αφήγημα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, που περιγράφει και σκιαγραφεί όλη τη ζωή του συγγραφέα, από τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέχρι και σήμερα.
Όσον αφορά τον συγγραφέα, ο Βίκτωρ Βενουζίου υπήρξε μια σημαίνουσα μορφή για την Ισραηλιτική Κοινότητα της χώρας, όπως, επίσης, και ιδρυτής της βιομηχανίας ΕΡΓΟΜΠΕΤΟΝ Α.Ε. στη Θεσσαλονίκη και, εν γένει, μια «ανήσυχη», πολυσχιδής και δραστήρια προσωπικότητα, που μόνο ένα άρθρο δεν αρκεί, για να απαριθμηθούν οι «τίτλοι» και τα όσα κατάφερε μέχρι και σήμερα. Το ανά χείρας βιβλίο δεν αποτελεί μονάχα μια προσωπική και βιωματική καταγραφή, αλλά και ένα ιστορικό τεκμήριο.
Ο Βίκτωρ Βενουζίου, γεννηθείς το 1929 στη Λάρισα, αλλά μεγαλωμένος στην Καρδίτσα, από πολύ μικρή ηλικία εξοικειώθηκε με το επάγγελμα του εμπόρου λόγω του πατέρα του, επάγγελμα που θα επιδιώξει να ακολουθήσει και στα μετέπειτα χρόνια της ζωής του. Στα παιδικά του χρόνια, η οικογένειά του ήρθε αντιμέτωπη με τις οικονομικές συνέπειες του Μεγάλου Κραχ του 1929, οπότε και χρειάστηκε να μετακομίσουν. Επιστέγασμα όλων αυτών θα αποτελέσει το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η συγκέντρωση των εβραϊκών πληθυσμών από διάφορες χώρες, όπως και από την Ελλάδα, αλλά και η απώλεια ορισμένων συγγενών και γνωστών του Βενουζίου και όχι μόνο εξαιτίας των Ναζί.
Με το πέρας του πολέμου, ο Βίκτωρ Βενουζίου κατάφερε να περατώσει τις μαθητικές του σπουδές και να δώσει στη συνέχεια εισαγωγικές εξετάσεις για το Πολυτεχνείο στην Αθήνα, ολοκληρώνοντας τη φοίτησή του το 1952. Έπειτα, ακολούθησε η ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας. Στη συνέχεια, θα πραγματοποιήσει τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα, ως εργολάβος στην Καρδίτσα, ενώ ενεπλάκη και με την οργάνωση και τη λειτουργία της Ισραηλιτικής Κοινότητας της Καρδίτσας (Ι.Κ.Κ.), ενασχόληση που αποτελούσε το «προοίμιο» των όσων θα προσέφερε αργότερα στους Έλληνες-Εβραίους ομοεθνείς του.
Το έτος 1967, καθώς ο Βίκτωρ Βενουζίου κατοικούσε στη Θεσσαλονίκη με τη σύζυγό του, έτυχε η απρόσμενη συμμετοχή του ως μέλος στο Δ.Σ. της Ισραηλιτικής Κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Ως σημαίνον πλέον μέλος της κοινότητας, ο Βενουζίου κατόρθωσε να ανορθώσει οικονομικά την εβραϊκή κοινότητα της πόλης, καθώς ίδρυσε το εβραϊκό σχολείο της Θεσσαλονίκης, χωρίς, όμως, η προσφορά και η ενδελεχής ενασχόλησή του να περιοριστεί στη συμπρωτεύουσα. Ο Βίκτωρ Βενουζίου ανέλαβε την κίνηση των διαδικασιών, αλλά και τη χρηματοδότηση της ανέγερσης ενός μνημείου για τους νεκρούς Εβραίους, τόσο στην πόλη της Δράμας όσο και στην πόλη της Καβάλας και του Διδυμότειχου, εγχειρήματα τα οποία πραγμάτωσε, παρόλες τις τροχοπέδες της κωλυσιεργίας της γραφειοκρατίας και ορισμένων ατόμων. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να παραλειφθεί από αυτό το βιβλίο και η αρχική σύλληψη της ιδέας της εταιρείας ΕΡΓΟΜΠΕΤΟΝ Α.Ε., μέχρι και την περίοδο της απόσυρσής του από τα καθήκοντά του λόγω συνταξιοδότησης το 1995.
Η αφήγηση του βιβλίου συνοδεύεται από ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό, τόσο του ίδιου του Βίκτωρα Βενουζίου σε όλα τα στάδια της ζωής του, όσο και των υπόλοιπων μελών της οικογένειάς του, αλλά και εγκάρδιων φίλων και συνεργατών του, καθώς και επίσημων εγγραφών με αποφάσεις για τις εκάστοτε Ισραηλιτικές Κοινότητες. Ακόμα, καθ’ όλη την έκταση του βιβλίου, ο συγγραφέας δεν παύει να εκφράζει την ειλικρινή και αμέριστη ευγνωμοσύνη του προς τους συμπολίτες του, στο χωριό Μαστρογιάννης, που συνέβαλαν, ώστε όσοι Εβραίοι κατοικούσαν στην περιοχή να μην γίνονταν αντιληπτοί από τα γερμανικά κατοχικά στρατεύματα.
Ο συγγραφέας βαδίζει πλέον προς την «τελική ευθεία» της ζωής του, έχοντας ήδη συμβάλλει πολυπλεύρως στη διαφύλαξη της μνήμης των νεκρών Εβραίων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που κατοικούσαν στην Ελλάδα. Ύστερα από έναν πολυτάραχο και καλότυχο βίο, όπως διατυπώνεται και στον τίτλο, κάνει έναν απολογισμό ζωής, τον οποίο και «διατηρεί» στο συγκεκριμένο βιβλίο και αφουγκράζεται τα εξής:
«Η εβραϊκή παράδοση μας προτρέπει να θυμόμαστε τον άνθρωπο που φεύγει από τη ζωή, αλλά ταυτόχρονα να ενδιαφερόμαστε για το όνομα που αφήνει πίσω του. Εμφορούμενος, λοιπόν, από τα ιδεολογικά αυτά κληροδοτήματα των προγόνων μου, συναισθάνομαι τη βαρύτητα της ευθύνης να φανώ αντάξιος συνεχιστής του ονόματος των γονιών μου και να μην αποδειχθεί η παρουσία μου σε αυτόν τον κόσμο ανάξια μνήμης».