14.2 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΠότε μία πράξη χαρακτηρίζεται εμπορική;

Πότε μία πράξη χαρακτηρίζεται εμπορική;


Του Γιουλιάν Πραπανίκου,

Στη σύγχρονη εποχή, όπου ο τομέας των συναλλαγών, είτε σε εθνικό είτε σε διεθνές επίπεδο αναπτύσσεται ραγδαίως, καθημερινά έρχεται στο προσκήνιο η απορία σχετικά με τη ρύθμιση αυτών. Οι πράξεις αυτές διέπονται, τόσο από το Αστικό Δίκαιο όσο και από το Εμπορικό. Πότε, όμως, μία πράξη θα χαρακτηριστεί ως εμπορική; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνει το Βασιλικό Διάταγμα της 2/14 Μαΐου 1835, το οποίο είναι ενταγμένο στη βασική εμπορική νομοθεσία.

Αρχικά, το εμπορικό δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων ιδιωτικού δικαίου, που ρυθμίζουν και προσδιορίζουν τις εμπορικές πράξεις, ορίζουν τους εμπόρους, ρυθμίζοντας τη δράση τους και συνδέουν μεθοδικά με τους εμπόρους και τις εμπορικές τους πράξεις ορισμένες συνέπειες. Κατά κανόνα, αποτελεί κλάδο του ιδιωτικού δικαίου. Ωστόσο, υπάρχει η δυνατότητα να μετέχει –εν μέρει– και του δημοσίου δικαίου στο βαθμό που αναγνωρίζει στην κρατική διοίκηση και στα ανεξάρτητα όργανά της ρόλο εποπτικό, φορολογικό ή επεμβατικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χορήγηση άδειας ίδρυσης ορισμένων εταιριών.

Στα Άρθρα 2 και 3 του Βασιλικού Διατάγματος της 2/14 Μαΐου 1835 «Περί της αρμοδιότητας των εμποροδικείων» προσδιορίζονται –περιοριστικά– οι εμπορικές πράξεις. Στις διατάξεις αυτές διακρίνονται δύο κατηγορίες πράξεων: α) οι αντικειμενικά εμπορικές, που είναι εκείνες, οι οποίες ασκούμενες επαγγελματικά προσδίδουν την εμπορική ιδιότητα στο πρόσωπο, που της ενεργεί και β) οι υποκειμενικά ή παράγωγα εμπορικές, δηλαδή εκείνες οι πράξεις που αναφέρονται με τρόπο ειδικό ή γενικό και αόριστο ως πάσης φύσεως πράξεις ενός εμπόρου στο πλαίσιο της εμπορίας του.

Πηγή Εικόνας: brief.com.cy

Το εμπορικό δίκαιο ενδιαφέρεται όχι για πράξεις μεμονωμένες, που μπορεί να ενεργήσει ένα πρόσωπο, αλλά για αυτές, οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο άσκησης κάποιου επαγγέλματος. Παραδείγματος χάριν: ο Α έχει στην κυριότητα του έναν ηλεκτρονικό φούρνο, του οποίου καίγεται το εσωτερικό φως. Η επισκευή αυτή δεν αποτελεί εμπορική πράξη. Εάν, όμως, η επισκευή ηλεκτρονικών συσκευών αποτελούσε επάγγελμα του Α, τότε η πράξη διόρθωσης της βλάβης του φούρνου θα ήταν εμπορική.

Με βάση τα άρθρα 2 και 3 του Βασιλικού Διατάγματος, προκύπτει ότι οι εμπορικές πράξεις, ανεξαρτήτως είδους, μπορούν να διακριθούν: α) σε χερσαίες, όταν αυτές ασκούνται στην ξηρά ή δια μέσου των εσωτερικών υδάτων, δηλαδή στις λίμνες και στα ποτάμια β) σε αεροπορικές, όταν λαμβάνουν χώρα στον αέρα και γ) σε πράξεις του θαλάσσιου ή ναυτικού εμπορίου, όταν ενεργούνται στη θάλασσα.

Ως αντικειμενικά εμπορική πράξη, σύμφωνα με το άρθρου 2 του Βασιλικού Διατάγματος, είναι η αγορά προϊόντων γης ή τέχνης με σκοπό τη μεταπώληση ή την εκμίσθωσή τους. Τα προϊόντα αυτά δύνανται να είναι, είτε κατεργασμένα και μεταποιημένα σε χειροτεχνήματα είτε σε ακατέργαστη μορφή. Βασικό στοιχείο της κατηγορίας αυτής είναι η ύπαρξη προγενέστερης μεταπώλησης. Το πρόσωπο το οποίο αγοράζει ένα αντικείμενο θα πρέπει να έχει ως κύριο σκοπό την πώλησή του σε ένα τρίτο πρόσωπο, ανεξάρτητα από το εάν η πρόθεσή του αυτή θα πραγματοποιηθεί ή όχι. Σε περίπτωση μεταγενέστερης δημιουργίας της εν λόγω προθέσεως, η οποιαδήποτε πράξη δεν θα θεωρηθεί ως εμπορική. Ο ορισμός του τι είναι προϊόν γης προκύπτει από την εννοιολογική ερμηνεία του νόμου.

Η διάταξη ορίζει ότι ακίνητα πράγματα είναι το έδαφος και τα συστατικά του μέρη. Άρα, μόνο τα κινητά μπορούν να θεωρηθούν προϊόντα γης, καθώς τα ακίνητα αποτελούν την ίδια τη γη. Βέβαια, λόγω της ακμής, που βιώνουν οι συναλλαγές στη σύγχρονη κοινωνία, έχουν αρχίσει να θεωρούνται ως προϊόντα γης, ακόμα και τα ακίνητα. Όσον αφορά την καλλιτεχνική δημιουργία, αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως εμπορική πράξη, καθώς ο καλλιτέχνης δεν δημιουργεί απρόσωπες σχέσεις και γενικότερα πρόθεση του νομοθέτη είναι να προστατεύσει από κάθε ευτέλεια δραστηριότητες με πνευματικό περιεχόμενο ή ανώτερη κοινωνική αποστολή(π.χ δικηγόρος, ιατρός κ.λπ.). Όμως, μία πράξη με τέτοιο περιεχόμενο μπορεί να χαρακτηριστεί εμπορική στην περίπτωση που μεταξύ του δημιουργού και του κοινού υπάρχει ένα τρίτο πρόσωπο, που επιτελεί τον ρόλο διαμεσολαβητή (λ.χ. μεσίτης).

Επίσης, αντικειμενικά εμπορική χαρακτηρίζεται: α) η επιχείρηση χειροτεχνιών. Πρόκειται για την επεξεργασία ξένης πρώτης ύλης, έναντι αμοιβής, η οποία όμως δέον είναι να μην ανήκει στον τεχνίτη, αλλά σε τρίτο πρόσωπο(π.χ. ραφείο, υδραυλικός κ.ά.). β) Επιχείρηση παραγγελίας, δηλαδή πρόκειται για την εμπορική πράξη, που έχει ως αντικείμενο έναντι αμοιβής την ανάληψη της υποχρέωσης κατάρτισης δικαιοπραξιών στο όνομα μεν του αναλαβόντος την υποχρέωση, για λογαριασμό, όμως, του πελάτη. Η μεταξύ τους σχέση ρυθμίζεται από τις διατάξεις περί εντολής των ΑΚ714επ. Ακόμη, στο πλαίσιο των αντικειμενικά εμπορικών πράξεων εντάσσεται η επιχείρηση μετακόμισης διά γης ή δι΄ ύδατος, προμήθειας, πρακτορείας, παροχής υπηρεσιών στο κοινό, πλειστηριάσεως, δημοσίων θεαμάτων, καθώς και οι κολλυβιστικές εργασίες.

Πηγή Εικόνας: kaitatzislaw.gr

Το άρθρο 3 του Βασιλικού Διατάγματος κάνει μνεία σε πάσης φύσεως θαλάσσιες πράξεις, οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν εμπορικές. Αυτές είναι η ναύλωση, η θαλάσσια αποστολή και το περί ασφαλειών συνάλλαγμα. Η ναύλωση, που αποτελεί την κυριότερη θαλάσσια αντικειμενική πράξη, είναι η σύμβαση, που έχει ως αντικείμενο –έναντι αμοιβής– μερική ή ολική χρησιμοποίηση πλοίου για διενέργεια θαλάσσιας μεταφοράς, μεταφοράς προσώπων ή πραγμάτων. Όσον αφορά το εναέριο εμπόριο, ο νόμος δεν προβλέπει κάτι ρητά, καθώς το βασιλικό διάταγμα προηγείται της εποχής ανακάλυψης του αεροπλάνου. Έτσι, προκύπτει ένα οργανικό κενό του νόμου, το οποίο συμπληρώνεται μέσω αναλογίας με τις εμπορικές πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου. Έτσι ως αεροπορικές θεωρούνται η ναύλωση αεροσκάφους, η εναέρια αποστολή, οι αεροπορικές μεταφορές και η αεροπορική ασφάλιση.

Από την άλλη πλευρά, ως υποκειμενικά εμπορικές πράξεις, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 του Βασιλικού Διατάγματος της 2/14 Μαΐου 1835, θεωρούνται οι μεταξύ εμπόρων και τραπεζιτών υποχρεώσεις –ορθότερα κατά το γαλλικό κείμενο Code De Commerce– όλες οι ενοχικές σχέσεις μεταξύ εμπόρων, τραπεζιτών και διαπραγματευτών. Ακόμα, στην ομάδα αυτήν εντάσσονται η οποιαδήποτε κατασκευή, αγορά, πώληση ή μεταπώληση πλοίων, που στοχεύουν στην ενίσχυση της εσωτερικής ή εξωτερικής κρατικής ναυτιλίας, η αγορά ή πώληση αρμένων, εξαρτίων και ζωοτροφιών, το ναυτικό δάνειο, οι συμβάσεις περί μισθώσεως του πληρώματος, οι προς υπηρεσίαν εμπορικών πλοίων μισθώσεις ναυτικών και γενικά όλα τα συναλλάγματα που αφορούν τη ναυτική εμπορία.

Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι ο χαρακτηρισμός μίας πράξης ως εμπορικής αποτελεί υψίστης σημασίας, καθώς με τον τρόπο αυτόν ένα πρόσωπο αποκτά την εμπορική ιδιότητα. Για να λάβει κάποιος τον τίτλο του εμπόρου, καλείται να υλοποιήσει μία από τις προβλεπόμενες στο Βασιλικό Διάταγμα πράξεις.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Εμπορικό Δίκαιο Γενικό Μέρος-Δίκαιο Εμπορικών Συμβάσεων, Σπυρίδων Δ. Ψυχομάνης, Τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2018
  • Εγχειρίδιο γενικού μέρους του εμπορικού δικαίου και πρακτικά θέματα, Σπυρίδων Δ. Ψυχομάνης, Δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2019

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιουλιάν Πραπανίκου
Γιουλιάν Πραπανίκου
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2003. Σπουδάζει στο τμήμα Νομικής του ΑΠΘ. Έχει κλίση προς το Αστικό και το Συνταγματικό Δίκαιο, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με τη δημιουργική γραφή και την άθληση.