Της Κατερίνας Αγγελοπούλου,
Ζούμε στην εποχή που θα ξυπνήσουμε το πρωί με μια καινούργια είδηση να μας εκπλήσσει, και σίγουρα όχι ευχάριστα. Παιδοκτονίες, μαστροπεία, βιασμοί, δολοφονίες είναι μερικά από τα εγκλήματα του σήμερα που έχουν κατακλύσει το διαδίκτυο και μας δημιουργούν ερωτήματα σχετικά με το που θα φτάσει αυτή η κατάσταση. Ο θυμός και το μίσος του κοινού επικρατούν, την ώρα που οι «δικαστές» του πληκτρολογίου ολοένα και αυξάνονται. Πολλές φορές είναι εύκολο να κρίνεις με πρόσχημα την ελευθεροστομία και την ελευθερία της γνώμης. Τι συμβαίνει, όμως, όταν αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα προσκρούουν στον νόμο και παραβιάζουν την ορθή λειτουργία του νομικού συστήματος;
Το φαινόμενο της «τηλεδίκης» στα τηλεοπτικά πάνελ και τον τύπο είναι πλέον σύνηθες, με τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης να πρωτοτυπούν για ακόμα μια φορά ως προς τους τρόπους με τους οποίους θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον του δέκτη και θα αυξήσουν τα «νούμερα» τηλεθέασης. Κατά αυτόν τον τρόπο, γίνονται πομποί εκμετάλλευσης της ανθρώπινης υπόστασης και παραβίασης του νόμου. Μία από τις —πλέον αποτελεσματικές— τακτικές τους συνιστά η καταπάτηση του τεκμηρίου αθωότητας, θεμελιώδους αρχής της ποινικής διαδικασίας και ειδικότερη έκφανση της επιταγής για δίκαιη δίκη.
Το 1879 καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη το τεκμήριο αθωότητας με το άρθρο 9 της Γαλλικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, όπου αναφερόταν ότι «κάθε άνθρωπος τεκμαίρεται αθώος μέχρις ότου κηρυχθεί ένοχος, και εφόσον κριθεί απαραίτητο να συλληφθεί, οποιαδήποτε σκληρή μεταχείριση που δε θα ήταν αναγκαία για να εξασφαλισθεί η κράτησή του πρέπει να καταστέλλεται αυστηρά από τον νόμο». Στην ελληνική νομοθεσία, το τεκμήριο αθωότητας είναι κατοχυρωμένο αφενός με το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αφετέρου με το άρθ. 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου του Ο.Η.Ε. για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, ενώ παράλληλα το συναντάμε και στις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το τεκμήριο αθωότητας διασφαλίζεται με το άρθ. 48 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. Ταυτόχρονα, προβλέπεται στην εσωτερική νομοθεσία που ρυθμίζει θέματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας και συγκεκριμένα, αναφέρεται ρητώς πως οι δημοσιογράφοι οφείλουν να σέβονται το τεκμήριο αθωότητας και να μην προεξοφλούν τις δικαστικές αποφάσεις. Το ερώτημα που εγείρεται, ωστόσο, είναι εάν το τεκμήριο αθωότητας μένει αλώβητο στην καθημερινή ζωή ή αν παραμένει απλώς μία χάρτινη διακήρυξη.
Αν και η προσπάθεια της ελληνικής έννομης τάξης για την προστασία της υπόληψης του κατηγορουμένου χαρακτηρίζεται ως δαιδαλώδης, εντούτοις καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες μιας άλλης πραγματικότητας, την οποία μόνο απογοητευτική θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε. Υπό τον μανδύα της «ανάγκης» για ενημέρωση, θυσιάζεται στον βωμό της δημοσιότητας και του κέρδους —για ακόμα μια φορά— η ελληνική δικαιοσύνη. Αδιαμφησβήτητα, το δικαίωμα του κοινού να ενημερώνεται για τις εξελίξεις και τα –κακώς– δρώμενα είναι αναφαίρετο. Πάρα ταύτα, κάθε φορέας πληροφόρησης υποχρεούται να σέβεται και να δρα με συνιστώσα τους κανόνες που έχει θεσπίσει κάθε κράτος προκειμένου να επιτευχθεί ο πρωταρχικός σκοπός του, δηλαδή η αρμονική συμβίωση των πολιτών μέσα στην κοινωνία.
Δύναται, όμως, να υπάρξει αρμονική συμβίωση τη στιγμή που ένα άτομο «προδικάζεται» δημόσια από τα μέσα; Σίγουρα όχι. Η θέληση του νομοθέτη να θεσπίσει έναν κανόνα δικαίου, του οποίου η λειτουργία συνίσταται στην προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, εξηγεί τις βλαβερές συνέπειες της έκθεσης και κατ’ επέκταση του κοινωνικού στιγματισμού. Στο δια ταύτα. Ας υποθέσουμε ότι μία νέα υπόθεση βγαίνει στα φώτα της δημοσιότητας και οι υποψίες έχουν στραφεί σε ένα άτομο το οποίο έχει —εκ προοιμίου— κηρυχθεί ένοχο από τα ΜΜΕ, χωρίς να έχει αποδειχθεί κάτι δικαστικά. Το κοινωνικό του προφίλ έχει ήδη αναζητηθεί και προβληθεί σε όλη τη χώρα. Η οργή του πλήθους δεδομένη. Ακολουθεί το σύνηθες: κοινωνική, επαγγελματική και ενίοτε οικογενειακή απομόνωση, υβριστικά σχόλια και —γιατί όχι— βανδαλισμοί κατά της περιουσίας του.
Κάποιος θα τα θεωρούσε όλα αυτά αυτονόητα. Η δράση σίγουρα φέρνει αντίδραση και όταν μιλάμε για οργισμένο πλήθος που «διψά» για εκδίκηση, η αντίδραση αφενός θα ξεπεράσει τα όρια και αφετέρου θα δικαιολογηθεί. Ας σκεφτούμε τώρα πως επρόκειτο για ένα λάθος και τελικά ένοχο αποδεικνύεται (έπειτα από δικαστική απόφαση) ένα άλλο πρόσωπο. Τι συμβαίνει σε αυτήν την περίπτωση; Η κοινωνία θα στραφεί απλώς στον πραγματικό ένοχο και θα ακολουθήσει ένας φαύλος κύκλος. Για το σύνολο αυτό δε συνιστά πρόβλημα, διότι εξακολουθεί να επιτελεί τον «ρόλο» του ως «δικάζων δικαστής», τροφοδοτούμενο πάντα από τα πάνελ. Το μόνο που ουσιαστικά και τυπικά αλλάζει είναι το ποιος θα καθίσει αυτήν τη φορά στο εδώλιο. Αυτό που αρκετοί αδυνατούν να καταλάβουν, όμως, είναι ότι στην τελική και πάλι θα έχουμε αποτύχει σαν κοινωνία. Γιατί; Διότι ένας άνθρωπος ενοχοποιήθηκε από κάποιον που δεν είχε αυτήν την αρμοδιότητα και έχει πλέον στιγματιστεί, γεγονός που είναι δύσκολο να αλλάξει, αφού το όνομά του θα έχει συνδεθεί με την εκάστοτε υπόθεση. Βέβαια, το τεκμήριο αθωότητας δεν ισχύει –και δε θα έπρεπε– μόνο για τους τελικά αθώους, αλλά και για τους τελικά ένοχους. Η ουσία παραμένει η ίδια.
Κατά πόσο, λοιπόν, είναι θεμιτό να επιτρέπεται η ειδησεογραφική κάλυψη μίας ποινικής δίκης; Κατά πόσο είναι νομότυπο να εκφέρονται —σε χρονικά προγενέστερο στάδιο— κρίσεις για την ενοχή ή μη των φερόμενων υπαιτίων αξιόποινων συμπεριφορών; Πράγματι, η ενημέρωση είναι απαραίτητη για τη ζωή μας. Βασική προϋπόθεση; Να εντάσσεται στα θεσμοθετημένα νομικά όρια και να μη θέτει σε κίνδυνο τον ίδιο τον άνθρωπο και τη σύσταση της οργανωμένης κοινωνίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Το τεκμήριο αθωότητας υπόπτου και κατηγορουμένου και ο ρόλος των ΜΜΕ, crimetimes.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η ειδησεογραφική κάλυψη των ποινικών υποθέσεων από τα ΜΜΕ και η επίδρασή τους στο τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, ethemis.gr, διαθέσιμο εδώ