Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Το διεθνές εμπόριο για πολλά χρόνια αποτελεί έναν αρωγό ανάπτυξης και ευημερίας για κάθε τύπου οικονομία. Η παγκοσμιοποίηση όσο και αν όξυνε την οικονομικές ανισότητες –ένα ζήτημα που αποτελεί μεγάλη πρόκληση για τον σύγχρονο ελεύθερο κόσμο–, δεν παύει να έχει μειώσει σε τεράστιο βαθμό την παγκόσμια φτώχεια και να έχει βελτιώσει (δυσανάλογα) το βιοτικό επίπεδο σε κάθε γωνιά του κόσμου. Αυτό οφείλεται στα συγκριτικά πλεονεκτήματα που έχει η κάθε χώρα στην παραγωγή συγκεκριμένων αγαθών, εφόσον το κόστος ευκαιρίας της παραγωγής αυτών των προϊόντων σε σχέση με άλλα αγαθά είναι χαμηλότερο σε μια χώρα σε σχέση με τις άλλες.
Δεν είναι τυχαίο που σε περιόδους που το διεθνές εμπόριο βρίσκεται σε παρακμή και υπονομεύεται από υπεροπτικούς ηγέτες κρατών, οι οποίοι ασκούν πολιτικές προστατευτισμού και εθνικού απομονωτισμού, η παγκόσμια ανάπτυξη υποχωρεί σε μεγάλο βαθμό. Με το ελεύθερο εμπόριο υπάρχει η δυνατότητα να αποφευχθούν οι απώλειες αποδοτικότητας που συνδέονται με εμπόδια στις εμπορικές σχέσεις των κρατών. Εξαλείφονται στρεβλώσεις τόσο στην κατανάλωση όσο και στην παραγωγή, ενισχύοντας, μάλιστα, τις οικονομίες κλίμακας των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, υπάρχει η ανάγκη επιβολής περιορισμών στο διεθνές εμπόριο που συνήθως σχετίζονται με πολιτικούς και γεωπολιτικούς παράγοντες. Πρόσφατο παράδειγμα αποτελούν οι κυρώσεις που υπέβαλαν οι χώρες της Δύσης στη Ρωσία λόγω της εισβολής της στην Ουκρανία κλονίζοντας την εθνική της κυριαρχία. Αυτές οι κυρώσεις έχουν σκοπό να αποδυναμώσουν την οικονομία της Ρωσίας αναγκάζοντάς την να υποχωρήσει πρώτη στο Ουκρανικό μέτωπο. Ωστόσο, τίθενται δύο πολύ σοβαρά ερωτήματα στο θέμα των κυρώσεων: 1) Επιφέρουν αποτέλεσμα αυτοί οι εμπορικοί περιορισμοί απέναντι στη Ρωσία; 2) Τηρούνται το ίδιο από όλους τους συμμάχους τα οικονομικά «χτυπήματα»;
Η Ρωσία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους παίκτες της αγοράς πετρελαίου, φυσικού αερίου και πολλών άλλων πρώτων υλών διεθνώς. Ως επακόλουθο, έχει επιτύχει να αναπτύξει μακροχρόνιους και επικερδείς εμπορικούς δεσμούς με πολλές χώρες ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων τις ευρωπαϊκές. Από την εισβολή της στην Ουκρανία και έπειτα, οι εισαγωγές της έχουν βυθιστεί υπερβολικά, ειδικά από χώρες όπως η Γερμανία και η Νότια Κορέα, με τις οποίες τα προηγούμενα χρόνια είχαν αναπτύξει ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς. Ενδεικτικά, η Ρωσία το 2020 εισήγαγε αγαθά αξίας $220 δις από τον υπόλοιπο κόσμο. Επίσης, ιδιαίτερα δύσκολη είναι μέχρι και σήμερα η προσαρμογή πολλών δυτικών χωρών με τις κυρώσεις, διότι πάνω από τα 2/3 των εξαγωγών της Ρωσίας αποτελούν πετρέλαιο, φυσικό αέριο, σημαντικά μέταλλα και ορυκτά, απαραίτητα για την παραγωγή ενέργειας και τις βιομηχανίες αυτών των χωρών. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, τα έσοδα που προκύπτουν από τις εξαγωγές των προαναφερθέντων ομάδων προϊόντων αποτελούν κύρια πηγή κρατικής χρηματοδότησης, άρα και τροφοδότησης του πολέμου.
Σε ανάλυση των New York Times, εκτιμήθηκαν οι μεταβολές στο εμπόριο της Ρωσίας μαζί με άλλων μεγάλων χωρών και κάποια δεδομένα προκαλούν έκπληξη. Ειδικότερα, παρουσιάζεται φέτος σημαντική μείωση στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της Ρωσίας με των Η.Π.Α. (-35%), του Ηνωμένου Βασιλείου (-79%), της Σουηδίας (-76%) και της Νότιας Κορέας (-17%). Μικρότερη μείωση σημειώθηκε στον όγκο συναλλαγών με τη Γερμανία η οποία ανήλθε στο -3%. Πριν την εισβολή, η μέση μηνιαία συνολική αξία των εμπορικών συναλλαγών αυτών των κρατών με τη Ρωσία ανερχόταν στα $ 11,102 δις με μεγαλύτερο αντισυμβαλλόμενο την Γερμανία ($5 δις) και μετά τις Η.Π.Α. ($2,3 δις).
Σύμφωνα με το υπόδειγμα της βαρύτητας στο διεθνές εμπόριο, θεωρείται ότι ο όγκος του εμπορίου ανάμεσα σε δύο χώρες προσδιορίζεται από το μέγεθος του Α.Ε.Π. και τη μεταξύ τους απόσταση. Δηλαδή, η αξία του εμπορίου ανάμεσα σε δύο οποιεσδήποτε οικονομίες είναι ανάλογη (με σταθερούς όλους τους άλλους παράγοντες) με το γινόμενο των εθνικών τους εισοδημάτων και μειώνεται με την απόσταση που τους χωρίζει. Με αυτή την προσέγγιση, συνδυάζοντάς τη με επιπλέον παράγοντες που μπορεί να εμποδίζουν την ομαλή διεξαγωγή του ελεύθερου εμπορίου (γεωπολιτικοί παράμετροι, εθνικά συμφέροντα κ.λπ.), γίνονται αρκετά κατανοητές οι εμπορικές σχέσης της Ρωσίας με τις χώρες που αναφέραμε.
Αντιθέτως, υπήρξε ισχυρή αύξηση στον όγκο των εμπορικών συναλλαγών της Ρωσίας με την Ινδία (+310%), την Τουρκία (+198%), τη Βραζιλία (+106%), την Κίνα (+64%), την Ιαπωνία (+13%), το Βέλγιο (+81%), την Ισπανία (+57%) και την Ολλανδία (+32%). Οι πρώτες τέσσερις χώρες που αναφέραμε δεν προκαλούν έκπληξη. Εντύπωση, όμως, δημιουργεί η ενίσχυση των εμπορικών σχέσεων της Ρωσίας με τρεις μεγάλες οικονομίες της Ε.Ε. που προκαλούν μεγάλα ερωτήματα.
Στην πραγματικότητα, είναι δύσκολο να διακόψεις οικονομικούς δεσμούς χρόνων, πόσο μάλλον αν αφορούν βαρυσήμαντα αγαθά τα οποία δεν βρίσκονται σε αφθονία και η πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές δεν είναι καθόλου εύκολη. Στην περίπτωση της Ολλανδίας, πρόσφατα ένας εγχώριος ειδησεογραφικός ιστότοπος αποκάλυψε πως από τις κυρώσεις απέναντι στη ρωσική οικονομία έχουν εξαιρεθεί περίπου 91 επιχειρηματικές οντότητες. Ενδεικτικά, το Υπουργείο Υποδομών της χώρας επέτρεψε την είσοδο σε ολλανδικά λιμάνια για τη μεταφορά τροφίμων, αλουμινίου και άλλων αγαθών σε 34 ρωσικά πλοία.
Γενικά, στο εμπόριο με την Ολλανδία και το Βέλγιο συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό η γεωγραφική τους θέση και το κόστος μεταφορών. Και οι δύο χώρες βρίσκονται κοντά στις εκβολές του Ρήνου, του μακρύτερου ποταμού της Δυτικής Ευρώπης, που διέρχεται από την καρδιά της γερμανικής βιομηχανίας. Έτσι, παραδοσιακά το Βέλγιο με την Ολλανδία αποτελούν σημεία εισόδου για μεγάλο μέρος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Επιπλέον, το Βέλγιο αποτελεί ένα κέντρο εμπορίας διαμαντιών, αγαθού που εισάγεται στην Ευρώπη σε μεγάλες ποσότητες από τη Ρωσία.
Ευρώπη και Η.Π.Α. ήλπιζαν πως με τις εμπορικές κυρώσεις και τον χρηματοπιστωτικό αποκλεισμό της Ρωσίας θα υπέσκαπταν την στρατιωτική δυναμική της στο ουκρανικό μέτωπο. Αντιθέτως, οι υψηλές τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου φέτος, αύξησαν την αξία των εξαγωγών της μετά την εισβολή, βοηθώντας τη Ρωσία να ανακτήσει τα χαμένα έσοδα από τις δυτικές κυρώσεις και να συνεχίζει να τροφοδοτεί επαρκώς τον πόλεμο από πλευράς της. Οι ρωσικές ενεργειακές εταιρείες τα φετινά τρίμηνα έχουν ανακοινώσει ρεκόρ κερδών, παρόλο που μειώθηκαν οι ροές προς την Ευρώπη. Επιπλέον, όπως είδαμε, κάποιες δυτικές χώρες βρήκαν «παραθυράκια» στη νομοθεσία των κυρώσεων αδράζοντας την ευκαιρία να αυξήσουν, μάλιστα, το εμπόριο με τη Ρωσία ώστε να περιορίσουν τις απώλειές τους από την κρίση.
Η Ρωσία στην αγορά ενέργειας βρήκε νέους ενδιαφερόμενους που έχουν τεράστια ανάγκη από πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Η μείωση της ζήτησης από την Ευρώπη έχει αντισταθμιστεί σε μεγάλο βαθμό από τη ζήτηση σε χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα. Αντίστοιχα, οι χώρες που συνήθιζαν να προμηθεύουν με πετρέλαιο και φυσικό αέριο τις χώρες της Ασίας, όπως η Σαουδική Αραβία, το Ιράκ και η Ανγκόλα, ίσως ξεκινήσουν να πουλούν σημαντικές ποσότητες αυτών των προϊόντων στην Ευρώπη, οδηγώντας σε μια παγκόσμια ανακατάταξη της ενεργειακής αγοράς και των εμπορικών σχέσεων.
Το Δ.Ν.Τ. συνεχώς αναθεωρεί τις εκτιμήσεις του για τη ρωσική οικονομία μειώνοντας κάθε φορά το ποσοστό συρρίκνωσης των οικονομικών της δραστηριοτήτων. Τα έως τώρα δεδομένα δείχνουν πόσο καλά συνδεδεμένη είναι η Ρωσία με την παγκόσμια οικονομία και ότι οι αντιδράσεις της Δύσης είχαν μικρό αντίκτυπο απέναντι στην ανθεκτική οικονομία της. Ωστόσο, το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι οι κυρώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί έως τώρα αποτελούν ημίμετρα, παρουσιάζοντας μάλιστα αρκετά νομικά «κενά». Αυτό συμβαίνει διότι η ευρωπαϊκή αγορά αδυνατεί να αποσυνδεθεί άμεσα σε μεγάλο βαθμό εμπορικά με τη Ρωσία. Η ενεργειακή της εξάρτηση φάνηκε η μεγαλύτερή της αδυναμία με αποτέλεσμα να την οδηγεί σε πιθανή μελλοντική θεσμική και οικονομική παρακμή, όσο ο πόλεμος και οι εντάσεις συνεχίζονται.
Από την άλλη, υπάρχει και μια πιο αισιόδοξη πλευρά. Οι κυρώσεις της Δύσης έχουν βρει αρκετά απροετοίμαστη και τη ρωσική οικονομία. Η μεταφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου με τους ευρωπαίους εμπορικούς της εταίρους πραγματοποιείται μέσω αγωγών, που το κόστος μεταφοράς είναι μικρό. Στους νέους πελάτες της Ρωσίας η μεταφορά βραχυπρόθεσμα μπορεί να γίνει αποκλειστικά μέσω θαλάσσης, όπου τα κόστη είναι αρκετά υψηλότερα. Επίσης, η κατασκευή νέων αγωγών αποτελεί μία δαπανηρή και χρονοβόρα λύση για τη Ρωσία. Συνεπώς, η έλλειψη υποδομών βρίσκει ευάλωτη και την ίδια τη Ρωσία απέναντι στις μεταβολές που πραγματοποιούνται τους τελευταίους μήνες.
Επιπλέον, η ρωσική Κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει και την τεράστια οικονομική αβεβαιότητα στο εσωτερικό της, η οποία έχει ωθήσει τον κόσμο στη μείωση της κατανάλωσης, άρα και της οικονομικής της δραστηριότητας. Η Κίνα, ο νέος ισχυρός εμπορικός εταίρος της Μόσχας, φαίνεται πως οδεύει προς οικονομική ύφεση, γεγονός που μπορεί να μειώσει το μεταξύ τους εμπόριο. Οι νέες πιο σκληρές κυρώσεις που έρχονται από τη Δύση, πιθανόν να βρουν πιο ευάλωτη τη ρωσική οικονομία με την εξέλιξη του πολέμου να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τις μελλοντικές οικονομικές επιπτώσεις τόσο στην Ευρώπη όσο και στην ίδια τη Ρωσία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- How Russia pays for war, nytimes.com, διαθέσιμο εδώ
- Netherlands lifts some sanctions imposed on Russia, tpvworld.com, διαθέσιμο εδώ