Της Άννας-Μαρίας Παρασκευοπούλου,
Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων είναι ένα μοναστήρι του 14ου αι. και μαζί με άλλα κτίσματα αυτής της περιόδου αντικατοπτρίζει την ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης την εποχή των Παλαιολόγων. Βρίσκεται στην Άνω Πόλη, μπροστά από τα βόρεια τείχη και άνηκε στη λεγόμενη «συνοικία των Ασωμάτων». Κατά την παράδοση, ο Απόστολος των Εθνών Παύλος το 51 μ.Χ. στο σημείο που βρίσκεται το νότιο παρεκκλήσιο του καθολικού κήρυξε τον Λόγο του Θεού ενώπιον των Θεσσαλονικέων. Κατά την όψιμη αρχαιότητα στην περιοχή υπήρχαν λατομεία. Μαρτυρείται και η ύπαρξη ενός προγενέστερου οικοδομήματος στο σημείο που βρίσκεται το καθολικό της Μονής.
Η Μονή παρέμεινε σε λειτουργία καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ενώ, όπως συνάγεται από ορισμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία και το σφυροκόπημα των τοιχογραφιών, μετατράπηκε προσωρινά σε τζαμί. Εντός της Μονής υπήρχαν κινστέρνες. Σήμερα, μάλιστα, σώζονται τρεις. Η τοποθεσία ήταν προνομιακή, καθώς στο σημείο διακλαδιζόταν αγωγός που έφερνε νερό από τον Χορτιάτη.
Το 1446 ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ εξέδωσε φιρμάνι, με το οποίο παραχωρούσε στο μοναστήρι προνόμια. Το μοναδικό κτήριο που χρονολογείται στον 14ο αι. και σώζεται ακόμα είναι το καθολικό, το οποίο περιβάλλουν κτίσματα του 20ου αι., όπως το ηγουμενείο, το οστεοφυλάκιο, στο οποίο διατηρούνται εικόνες από τον 12ο έως τον 19ο αι. και άλλα έργα μικροτεχνίας, ένας μικρός ναός αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και ως το 1972 υπήρχε παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Η μονή Βλατάδων διατηρεί μετόχια, συμπεριλαμβανομένου και του Αγίου Νικολάου του Ορφανού.
Η Μονή ιδρύθηκε από τον Δωρόθεο Βλατή, ο οποίος διετέλεσε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης την περίοδο 1371-1379, όπως επιβεβαιώνεται και από ένα έγγραφο, που χρονολογείται το 1400. Μεταγενέστερες παραδόσεις θέλουν και τη συμμετοχή του αδελφού του, Μάρκου Βλατή. Το επίθετό τους προδίδει και το επάγγελμά τους. Ασχολούνταν με το εμπόριο «βλαττίων», τα οποία, κατά τις βυζαντινές πηγές, ήταν ένα γνωστό είδος υφάσματος. Οι πληροφορίες σχετικά με τα πρόσωπα της χορηγίας οφείλονται τόσο στην επωνυμία του ναού (Μονή Βλατάδων), αλλά κυρίως στην επιγραφή (μεταγενέστερη της θεμελίωσης της μονής) που υπάρχει πάνω από τη δυτική είσοδο, καθώς αναφέρει τα πρόσωπα των ιδρυτών. Παράλληλα, η επιγραφή αναφέρει και την καταγωγή τους, που ήταν από την Κρήτη.
Σημαντικός είναι ο ρόλος της Άννας Παλαιολογίνας στην ανέγερση της Μονής. Δραστηριοποιήθηκε στο μέσον του 14ου αι. στη Θεσσαλονίκη και το όνομά της έχει συνδεθεί με πολλά έργα αυτής της περιόδου. Φαίνεται ότι τα δύο αδέλφια ζήτησαν τη συνδρομή της. Δεν είναι τυχαίο ότι η Μονή, πέραν των άλλων προσδιορισμών, χαρακτηρίζεται και ως «Βασιλική», διότι δόθηκε αυτοκρατορικό χρυσόβουλο στο όνομα του Αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού και της Άννας Παλαιολογίνας.
Η Μονή Βλατάδων δεν φέρει ακριβή χρονολογία ίδρυσης. Οι διαθέσιμες γραπτές πηγές δεν αναφέρουν τίποτα περί χρονολόγησης της Μονής, ούτε υπάρχει κάποιο στοιχείο, το οποίο θα μπορούσε να παραπέμψει σε κάποιο συγκεκριμένο έτος ίδρυσης. Μπορούν να γίνουν, όμως, ορισμένες παρατηρήσεις, ώστε να τοποθετηθεί η ίδρυση σε μία ορισμένη χρονική περίοδο. Εφόσον είναι γνώστη η σχέση των δύο αδελφών, Μάρκου και Δωροθέου Βλατή, με τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και την Άννα Παλαιολογίνα, σημαίνει ότι έζησαν στα μέσα του 14ου αι., άρα η οικοδόμηση του ναού συμπίπτει με τη δεύτερη φάση της ακμής της Παλαιολόγειας Θεσσαλονίκης. Αρκετοί μελετητές περιορίζονται στην ίδρυση της Μονής μεταξύ 1351-1371, δηλαδή πριν την ανάρρηση του Δωρόθεου Βλατή στον μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης.
Η πιο διαδεδομένη ονομασία της Μονής μέχρι και σήμερα είναι «Μονή Βλατάδων», από το επίθετο των κτητόρων. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η ονομασία αυτή δεν σχετίζεται με τους κτήτορες, αλλά παραπέμπει στους μοναχούς που διέμεναν σε αυτή. Όσον αφορά την αφιέρωση της Μονής, η πρώτη γραπτή αναφορά απαντά σε ένα γράμμα του Πατριάρχη Ματθαίου, που χρονολογείται το 1400. Η Μονή ήταν αφιερωμένη στον Χριστό Παντοκράτορα. Επίσης, ένα έγγραφο που χρονολογείται το 1401 αναφέρει ότι ο Δωρόθεος προτού γίνει μητροπολίτης ίδρυσε τη Μονή Παντοκράτορος.
Η επιγραφή του 1801, που βρίσκεται πάνω από τη δυτική είσοδο του καθολικού, πιστοποιεί την επίσημη αφιέρωση της Μονής στον Σωτήρα Χριστό. Η Μονή μέχρι σήμερα πανηγυρίζει την ημέρα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας οι Βλατάδες φέρουν την ονομασία «Τσαούς Μοναστήρ», η οποία απαντά για πρώτη φορά το 1544. Έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις και έχουν δοθεί αρκετές ερμηνείες σχετικά με αυτή την ονομασία.
Στο καθολικό της Μονής έχουν πραγματοποιηθεί ανακατασκευές και προσθήκες. Έχει χαρακτηριστεί ως μία σχετικά σπάνια παραλλαγή σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού συνεπτυγμένης μορφής με ένα περίστωο να περιτρέχει τον πυρήνα του εκτός από την ανατολική πλευρά, στην οποία αναπτύσσεται το ιερό, η πρόθεση και το διακονικό. Στην ανατολική απόληξη της νότιας στοάς υπάρχει παρεκκλήσι αφιερωμένο στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, ενώ το παρεκκλήσι της βόρειας πλευράς είναι μεταγενέστερο. Ο τρούλος στηρίζεται στους τοίχους του ιερού και σε δύο πεσσούς στα δυτικά.
Όσον αφορά τα στοιχεία της εξωτερικής όψης, το τύμπανο του τρούλου αποτελείται από οκτώ πλευρές, στις ακμές του υπάρχουν κιονίσκοι και στις πλευρές από ένα μονόλοβο παράθυρο. Κάθε παράθυρο εγγράφεται σε μία τριβαθμιδωτή τοξωτή διαμόρφωση, ενώ στο ψηλότερο σημείο του τυμπάνου υπάρχει διπλό οδοντωτό γείσο. Το τρίλοβο άνοιγμα που σώζεται στο νότιο τοίχο προέρχεται από την αρχική φάση του κτηρίου. Πρόκειται για τρία τοξωτά ανοίγματα, εκ των οποίων το κεντρικό είναι και το μεγαλύτερο. Πάνω από αυτά υπάρχουν πλίνθινες διαμορφώσεις. Επιπλέον, ημικυκλικές διαμορφώσεις επιστέφουν το κεντρικό άνοιγμα, ενώ οι δύο τεταρτοκυκλικές αντιστοιχούν στα δύο πλευρικά ανοίγματα. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος περιορίζεται μόνο στην κόγχη του ιερού, καθώς υπάρχει ένας σταυρός, ενώ ο τρούλος είναι εξ ολοκλήρου πλίνθινος.
Οι τοιχογραφίες του καθολικού αποκαλύφθηκαν και συντηρήθηκαν κατά τις αναστηλωτικές ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1980-1984. Στον τρούλο παριστάνεται ο Παντοκράτορας, ενώ σε άλλα σημεία του ναού υπάρχουν τοιχογραφίες με σκηνές του Δωδεκαόρτου, μορφές ασκητών, μοναχών και στρατιωτικών αγίων, η Βάπτιση και ορισμένα θαύματα του Χριστού. Οι τοιχογραφίες, στο νότιο παρεκκλήσι προσφέρουν ένα ολοκληρωμένο εικονογραφικό πρόγραμμα, καθώς σώζονται όλες.
Τα μόνα στοιχεία αρχιτεκτονικής γλυπτικής που σώζονται in situ στο μνημείο είναι οι δύο κίονες του νότιου τρίλοβου ανοίγματος, εκ των οποίων ο ένας είναι από πράσινο θεσσαλικό μάρμαρο. Στο σκευοφυλάκιο σώζονται λείψανα του αρχικού τέμπλου, ένας πεσσίσκος και δύο θωράκια. Επιπλέον, εκτίθενται και άλλα θωράκια, τα οποία ενδεχομένως, να ανήκουν σε παλαιότερο ναό, καθώς έχουν χρονολογηθεί στον 10ο και 11ο αιώνα, ή να προέρχονται από άλλο κτίσμα. Στα περίχωρα της μονής υπάρχουν αρκετά στοιχεία αρχιτεκτονικής γλυπτικής, όπως κίονες, κιονόκρανα, επιστύλια και επιθήματα. Η ανασύνθεση του γλυπτού διακόσμου είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί, καθώς είναι άγνωστο αν όλα αυτά προέρχονται από το καθολικό της Μονής Βλατάδων. Η αφαίρεσή τους, όμως, πολύ πιθανόν να συνδέεται με την τελευταία άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ιωάννη Αναγνώστη, οι Οθωμανοί προκάλεσαν αρκετές καταστροφές στους ναούς.
Η μονή Βλατάδων συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO και φιλοξενεί από το 1965 το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, το οποίο αποτελεί θεολογικό-επιστημονικό Ίδρυμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, Ευτυχία & Τούρτα, Αναστασία (1997), Περίπατοι στη Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, Αθήνα: Εκδ. Καπόν
- Πανσελήνου, Ναυσικά (2010), Βυζαντινή Ζωγραφική: Η βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της, Αθήνα: Εκδ. Καστανιώτης
- Παπαγιαννόπουλος, Απόστολος (1995), Ιστορία της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ρέκος
- Συλλογικό (2012), Αποτυπώματα: Η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη σε φωτογραφίες και σχέδια της Βρετανικής Σχολής Αθηνών (1888-1910), Θεσσαλονίκη: Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης & Φιλόπτωχος Αδελφότης Ανδρών Θεσσαλονίκης
- Τάντσης, Αναστάσιος (2012), Η αρχιτεκτονική σύνθεση στο Βυζάντιο: Εισαγωγή, Θεσσαλονίκη: Εκδ. University Studio Press