Της Θεώνης Παπακωνσταντίνου,
Έχετε σκεφτεί ποτέ τι διασφαλίζει την εντιμότητα στις συναλλαγές που διενεργούμε καθημερινά; Τι εμποδίζει κάποιον από το να μην ακολουθήσει τη νόμιμη οδό και να οδηγηθεί στην παρανομία, λόγου χάριν σε μια σύμβαση αγοραπωλησίας; Η εύκολη και λογική απάντηση είναι οι κυρώσεις του νόμου ή οι επιπτώσεις, που προβλέπονται στο πλαίσιο της σύμβασης. Τι συμβαίνει, όμως, όταν στον νόμο ή στην εκάστοτε σύμβαση δε γίνεται αναφορά σε μια υποχρέωση, η οποία με βάση τη γενικότερη αντίληψη των συναλλαγών «πρέπει» να εκπληρωθεί; Την απάντηση στη συγκεκριμένη ερώτηση δίνει μια από τις θεμελιώδεις αρχές του Αστικού Δικαίου, αυτή της προστασίας της καλής πίστης.
Κατά τον Απόστολο Γεωργιάδη, η καλή πίστη διακρίνεται σε αντικειμενική και υποκειμενική. Ως αντικειμενική καλή πίστη ορίζεται «η ευθύτητα, εντιμότητα και ειλικρίνεια, που πρέπει να τηρεί κανείς στις συναλλαγές και γενικότερα στην κοινωνική συμβίωση». Όπως φαίνεται από τον προαναφερθέντα ορισμό, η αντικειμενική καλή πίστη εκδηλώνεται ως μια εξωστρεφής συμπεριφορά, η οποία διαμορφώνεται αντικειμενικά –σύμφωνα με τις επιταγές της κοινωνίας– σχετικά με τη σωστή συμπεριφορά, που χρειάζεται να τηρεί κανείς τόσο ως συναλλασσόμενος στον εκάστοτε κλάδο συναλλαγών όσο, γενικότερα, ως μέλος της κοινωνίας. Αντίθετα, η υποκειμενική καλή πίστη προσδιορίζεται ως μια εσωτερική, ενδιάθετη κατάσταση, η οποία δεν εκδηλώνεται εξωτερικά. Περιορίζεται στη βεβαιότητα ενός ατόμου, ότι συμπεριφέρεται με νομιμότητα στις συναλλαγές του. Με άλλα λόγια, βασίζεται στις επιταγές της συνείδησης του εκάστοτε προσώπου.
Από τη μια πλευρά, την υποκειμενική καλή πίστη τη συναντάμε κυρίως στο εμπράγματο δίκαιο, δηλαδή στον κλάδο του δικαίου που έχει ως αντικείμενο τα δικαιώματα επί πραγμάτων, όπως είναι η κυριότητα, οι δουλείες, η υποθήκη, το ενέχυρο κλπ. Πιο συγκεκριμένα, η υποκειμενική καλή πίστη εκδηλώνεται στις διατάξεις του τρίτου μέρους του Αστικού Κώδικα (που αφορά στο εμπράγματο δίκαιο). Ενδεικτικά, τη συναντάμε στο άρθρο 1036 ΑΚ περί κτήσης κυριότητας κινητού από μη κύριο, σύμφωνα με την οποία, ο αποκτών το κινητό πράγμα αντιλαμβάνεται (καλόπιστα) το πρόσωπο που προέβη στη μεταβίβαση του πράγματος ως κύριο αυτού, στο άρθρο 1041 ΑΚ, σχετικά με την πρωτότυπη κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία, η οποία προϋποθέτει –εκτός των άλλων– αυτός που κατέχει το πράγμα ως κύριος να πιστεύει καλόπιστα ότι έχει αποκτήσει νομοτύπως την κυριότητα αυτού στην πουβλικιανή αγωγή (ΑΚ 1112) και σε άλλα εξίσου σημαντικά άρθρα του εμπραγμάτου δικαίου.
Από την άλλη, η αντικειμενική καλή πίστη αποτελεί πηγή δικαίου. Κατοχυρώνεται στον Αστικό Κώδικα στο άρθρο 288, ακριβώς μετά την παράθεση της έννοιας της ενοχής (ΑΚ 287). Συγκεκριμένα, η παραπάνω γενική ρήτρα ορίζει ότι: «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη». Πρόκειται για μια διάταξη, η οποία έρχεται να συμπληρώσει αναφορικά με ζητήματα που δεν επιλύονται από τον νόμο ή τη σύμβαση ή και να διορθώσει σε περιπτώσεις κατά τις οποίες εξαιτίας ενός ιδιαίτερα σοβαρού λόγου χρειάζεται τα μέρη να παρεκκλίνουν σύμφωνα με την καλή πίστη. Ακόμα, έχει χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου, γεγονός που στην πράξη σημαίνει ότι τα μέρη δεν μπορούν εκ των προτέρων να αποκλίνουν από την εφαρμογή αυτής, διότι η συγκεκριμένη ενέργεια θεωρείται άκυρη (κατά ΑΚ 3, ΑΚ 173). Το ως άνω είδος καλής πίστης το συναντάμε σε αρκετές διατάξεις στον Αστικό Κώδικα, όπως στα άρθρα 200 (σχετικά με την ερμηνεία των συμβάσεων), 281 (σχετικά με την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος) και 388 ΑΚ (που αναφέρεται στην απρόβλεπτη μεταβολή συνθηκών).
Όπως γίνεται αντιληπτό από τα ανωτέρω, η έννοια της καλής πίστης αποτελεί μια αόριστη νομική έννοια, η οποία προκειμένου να λάβει συγκεκριμένο περιεχόμενο χρειάζεται να προσδιοριστεί. Ποιος, όμως, κρίνεται ως αρμόδιος να προβεί στη συγκεκριμενοποίηση αυτής; Δε θα μπορούσε να είναι άλλος από τον εφαρμοστή του δικαίου, τον δικαστή. Πιο συγκεκριμένα, ο δικαστής, όταν ανακύπτουν τέτοιου είδους διαφορές, αναλαμβάνει το έργο να κρίνει –κατά περίπτωση– προβαίνοντας σε αξιολογική κρίση σχετικά με το ποια συμπεριφορά μπορεί να είναι σύμφωνη με την ευθύτητα και εντιμότητα των συναλλαγών. Προς επίτευξη του ως άνω σκοπού, κάνει χρήση ορισμένων κριτηρίων, όπως λόγου χάρη τη στάθμιση των συμφερόντων των εκάστοτε μελών, λόγους επιείκειας, τις αντιλήψεις της κοινωνίας σχετικά με το τι αποτελεί «ορθή συμπεριφορά», και άλλων συναφών.
Η έννοια της καλής πίστης, όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 288 ΑΚ, είναι δυνατόν να εφαρμοστεί σε ποικιλία περιστάσεων. Φαίνεται, όμως, με βάση και την παραπάνω ανάλυση, να μην είναι δυνατόν να παγιωθούν συγκεκριμένες περιπτώσεις, στις οποίες εφαρμόζεται η καλή πίστη, διότι αυτή μεταβάλλεται με τον ρυθμό που μεταβάλλεται και η κοινωνία. Με άλλα λόγια, εξαρτάται από αστάθμητους και ευμετάβλητους παράγοντες. Παρά ταύτα, λαμβάνοντας υπόψη τις παρούσες συνθήκες, είναι δυνατόν να συναντήσουμε την εφαρμογή της στις ακόλουθες καταστάσεις.
Ενδεικτικά, κατ’ επίκληση της καλής πίστης τα μέρη μιας σύμβασης μπορεί να υποχρεωθούν σε ορισμένες παρεπόμενες υποχρεώσεις. Παραδείγματα παρεπόμενων υποχρεώσεων είναι η εξασφάλιση της παροχής, προκειμένου να εκπληρωθεί ο σκοπός της σύμβασης (αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη φύλαξη του αντικειμένου της παροχής ή δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για την εκπλήρωση αυτής). Ακόμα, σημαντικές είναι οι υποχρεώσεις προστασίας του άλλου μέρους –κυρίως του ασθενέστερου– αλλά και πίστης προς το άλλο μέρος, (χαρακτηριστικό παράδειγμα, η υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας σε ορισμένες συμβάσεις). Επιπλέον, σε περιόδους κρίσης, παραδείγματος χάριν οικονομικής, στις οποίες δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ (περί απρόβλεπτης μεταβολής συνθηκών), είναι δυνατόν να εφαρμοστεί η ΑΚ 288 και κατά αυτόν τον τρόπο να επέρχεται αναπροσαρμογή και, γενικώς, αναθεώρηση ακόμη και της κύριας παροχής της σύμβασης.
Επίσης, έχει κριθεί ότι ενδέχεται να καταγγελθεί μια σύμβαση εργασίας για σπουδαίο λόγο, ανεξάρτητα από το εάν προβλέπεται ειδικώς ή όχι στον Αστικό Κώδικα, βασιζόμενοι και μόνο στους κανόνες της καλής πίστης. Τέλος, παρά το γεγονός ότι η καλή πίστη δεν μπορεί να δημιουργήσει ενοχές, μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις να «γεννήσει» ενοχές κατά το προσυμβατικό στάδιο (ειδική ρύθμιση προβλέπεται στο άρθρο 197 ΑΚ περί ευθύνης κατά τις διαπραγματεύσεις) ή να επιβάλει τη συνέχιση άλλων κατά το μετασυμβατικό στάδιο (βλ. παραπάνω σχετικά με την υποχρέωση εχεμύθειας και μετά το τέλος της σύμβασης).
Συμπερασματικά, η έννοια της καλής πίστης βάσει των παραπάνω θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έως και αλτρουιστική, καθότι οι νομικές σχέσεις που διέπονται από αυτή την αρχή εμφορούνται από ιδέες σχετικά με την προστασία όχι μόνο του εαυτού μας, αλλά και του αντισυμβαλλομένου. Γενικώς, μέσα από την τήρηση της ως άνω αρχής, τα μέρη οδηγούνται στα όσο το δυνατόν ευνοϊκότερα για αυτά –αλλά και για την κοινωνία– αποτελέσματα σε οποιαδήποτε συνθήκη ή θέση βρίσκονται. Οπότε, ποιος ο λόγος να μην ενεργούμε καλόπιστα στις συναλλαγές μας;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Σταθόπουλος Π. Μιχαήλ, Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, Εκδόσεις: Σάκκουλας Α.Ε., Αθήνα, Δεκέμβριος 2016
- Γεωργιάδης Απόστολος, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις: Σάκκουλας Π.Ν., Αθήνα, 2015
- Γεωργιάδης Απόστολος, Εγχειρίδιο Εμπραγμάτου Δικαίου, Εκδόσεις: Σάκκουλας Α.Ε., Αθήνα, 2012